Το «παράξενο φρούτο» της τζαζ

Το «παράξενο φρούτο» της τζαζ

3' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι μια όμορφη ανοιξιάτικη βραδιά στη Νέα Υόρκη του 1939, στο νέο τζαζ κλαμπ του Γκρίνουιτζ Βίλατζ, το Café Society, γνωστό για την αντίστασή του στον φυλετικό διαχωρισμό, την προσέλκυση αριστερών διανοούμενων και αστών, κυρίως για τη νεοφερμένη τραγουδίστρια με το όνομα Μπίλι Χόλιντεϊ. Ξαφνικά τα φώτα σβήνουν, οι σερβιτόροι ακινητοποιούνται κι επικρατεί απόλυτη σιγή. Ενα και μοναδικό φως πέφτει στο πρόσωπο της 24χρονης Xόλιντεϊ, ο ελάσσων τόνος του πιάνου συνοδεύει τη σπαρακτική φωνή της. Το σώμα της σε στάση προσευχής, το βλέμμα της σχεδόν αχανές με τις εκφράσεις του προσώπου της να απεικονίζουν τη φρίκη των στίχων που τραγουδά. Καθώς τελειώνει το τραγούδι, τα φώτα ανάβουν με τη Χόλιντεϊ να έχει εξαφανισθεί από τη σκηνή. Ακολουθεί ένα θερμό χειροκρότημα. Αυτή ήταν μια από τις σημαντικότερες στιγμές της μουσικής του 20ού αιώνα. «Κάθε φορά που τελείωνα το πρόγραμμα με το “Strange Fruit" πήγαινα κατευθείαν στην τουαλέτα. Οταν το τραγουδάω με επηρεάζει τόσο που μου ’ρχεται εμετός». Η ερμηνεία του «Strange Fruit», τραγουδιού που θίγει τη φρίκη του λιντσαρίσματος στον αμερικανικό νότο, στο Café Society, αποτέλεσε τη γένεση του πολιτικού ακτιβισμού στην ποπ μουσική επηρεάζοντας τη μετέπειτα πορεία του τραγουδιού διαμαρτυρίας.

Η Μπίλι Χόλιντεϊ γεννήθηκε στις 7 Απριλίου 1915, πριν από εκατό χρόνια, στη Φιλαδέλφεια με το όνομα Ελινορ Χάρις. Η εγκατάλειψη από τον πατέρα της και κιθαρίστα της τζαζ Κλάρενς Χόλιντεϊ, η δεινή οικονομική κατάσταση της μητέρας της, μια απόπειρα βιασμού όταν ήταν 11 ετών και ο εγκλεισμός της σε ίδρυμα Καθολικών έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο ανεξάρτητο πνεύμα της μα και στην αυτοκαταστροφική ψυχοσύνθεσή της. Μελαγχολική και σκληραγωγημένη, δούλεψε ως καθαρίστρια και ως παιδί για τα θελήματα σε οίκους ανοχής. Ετσι, στο πορνείο της Αλις Ντιν άκουσε για πρώτη φορά τον Λούις Αρμστρονγκ και την Mπέσι Σμιθ στην βικτρόλα (γραμμόφωνο). «Πέρασα πολλές όμορφες ώρες εκεί πέρα ακούγοντας τον "Ποπς" και την Μπέσι. Θυμάμαι την εγγραφή του τραγουδιού του "Ποπς", “West End Blues” και πόσο με έφτιαχνε».

Το 1928, μητέρα και κόρη μετακομίζουν στο Χάρλεμ, με την ίδια να μην αργεί να ταυτιστεί με το ανεξάρτητο και επιτήδειο πνεύμα των παρανόμων της Νέας Υόρκης. Η ανέχεια των πρώτων χρόνων αναγκάζει τις δύο γυναίκες να καταφύγουν στον αγοραίο έρωτα που θα τις οδηγήσει στη σύλληψη και φυλάκιση τους. Λίγους μήνες μετά, η ανήλική ακόμα Μπίλι κατηφορίζει την έβδομη λεωφόρο καταλήγοντας στο κλαμπ Pod’s and Jerry’s. Επειτα από μια αποτυχημένη οντισιόν ως χορεύτρια, αρχίζει να τραγουδά για φιλοδωρήματα στα διάφορα μεταμεσονύχτια στέκια της πόλης που χόρευε στους ρυθμούς του σουίνγκ.

Τον Φεβρουάριο του 1933, έχοντας υιοθετήσει το όνομα Μπίλι Χόλιντεϊ από την αγαπημένη της ηθοποιό Μπίλι Νταβ, τραγουδά στο κλαμπ Covan αντικαθιστώντας την τραγουδίστρια Μονέτ Μουρ. Ενας από τους πελάτες που θα μαγευτεί είναι ο θρυλικός παραγωγός Τζον Χάμοντ. Αμέσως θα της προτείνει να την ηχογραφήσει για λογαριασμό της Columbia. Τα πρώτα τραγούδια που ηχογράφησε ήταν το χορευτικό «Your Mother’s Son- In-Law» και η πρώτη της επιτυχία «Riffin’ The Scotch», με τη συνοδεία σπουδαίων μουσικών όπως οι Τζιν Κρούπα και Μπένι Γκούντμαν.

Ρατσισμός

Η εμπειρία της περιοδείας με τον Κάουντ Μπέισι το 1937 δεν μπόρεσε να την προετοιμάσει για τις ταπεινώσεις που θα συναντούσε στη ρατσιστική αμερικανική ενδοχώρα, ως η μαύρη τραγουδίστρια της λευκής ορχήστρας του Αρτι Σο. Επιστρέφει στη Νέα Υόρκη για να εγκαινιάσει το κλαμπ Café Society. Εκεί, με τις γαρδένιες στα μαλλιά, ερμηνεύει το «Strange Fruit» του Αμπελ Μίροπολ, τρίβοντας κυριολεκτικά στα μούτρα της αστικής τάξης του Μανχάταν, την τρομοκρατία του ρατσιστικού Νότου.

Περί τα τέλη της δεκαετίας του ’40 ήταν μια από τις πιο επιτυχημένες τραγουδίστριες της Αμερικής. Ομως ο κόσμος της δόξας και του χρήματος, είχε σκληρό αντίτιμο για την ίδια. Ναρκωτικά, αλκοόλ, κακομεταχείριση από παρασιτικούς εραστές, ο θάνατος της μητέρας της θ’ αφήσουν τα σημάδια τους πάνω.

Η δεκαετία του ‘50 βρίσκει την Μπίλι Χόλιντεϊ σε απόλυτη αντίθεση με τον διανοουμενισμό της μοντέρνας τζαζ που είχε κάνει την εμφάνισή της. Το 1954 αποφασίζει να διασχίσει τον Ατλαντικό για μια περιοδεία στην Ευρώπη, όπου και θα γευθεί την αγάπη και τον θαυμασμό του κόσμου για τελευταία φορά. Ανίκανη να νικήσει τις εξαρτήσεις της, θα οδηγηθεί στον θάνατο στις 17 Ιουλίου του 1959 από κίρρωση του ήπατος.

«Μου ’χουνε πει, πως κανείς δεν λέει την λέξη “πείνα” σε τραγούδι όπως εγώ. Ούτε τη λέξη “αγάπη”. Ολες οι κάντιλακ και οι μινκ γούνες –και είχα πολλές στη ζωή μου– δεν μπορούν να με κάνουν να ξεχάσω. Και σε όλα αυτά τα μέρη, κι απ’ όλο αυτό τον κόσμο, ό,τι έμαθα, τα λένε τούτες οι δύο λέξεις. Πρέπει να ’χεις φαΐ, πρέπει να ’χεις λίγη αγάπη στη ζωή για να ανεχτείς του καθενός το συναξάρισμα, για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεσαι σωστά. Αυτό που είμαι και αυτό που θέλω από τη ζωή, σ’ αυτά τα λόγια κλείνεται».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή