Το «κερί» της Κιμ Γκόρντον καίει ακόμα και στο Μουσείο Μπενάκη

Το «κερί» της Κιμ Γκόρντον καίει ακόμα και στο Μουσείο Μπενάκη

3' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μετά το τέλος της περφόρμανς της Κιμ Γκόρντον, νομίζω πως όλοι ήταν κάπως δυσαρεστημένοι: οι τακτικοί θαμώνες του Μουσείου Μπενάκη δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί ήταν τόσο σημαντική εκείνη η εξηντάχρονη που έπαιζε δυνατά κιθάρα, οι εικαστικοί γκρίνιαζαν επειδή τους είχε φανεί η έκθεσή της αδιάφορη (πράγματι ήταν) και κάποιοι πιο νέοι, που συχνάζουν σε συναυλίες και έδειχναν να βρίσκονται έξω από τα νερά τους, μάλλον δεν έφυγαν ικανοποιημένοι εξαιτίας της μικρής διάρκειας που είχε η συναυλία, γιατί περί συναυλίας επρόκειτο.

Παρ’ όλα αυτά, η Κιμ Γκόρντον, η μπασίστρια των Sonic Youth, μέχρι τη διάλυσή τους το 2011, τα κατάφερε μια χαρά, κατάφερε δηλαδή να περάσει μέσα από το Μπενάκη δίχως απώλειες ή, έστω, να χάσει λίγα, κρατώντας στα χέρια της, παρά τον φυσιολογικό ευπρεπισμό του χώρου, αυτήν την ασεβή ρίζα απ’ όπου ξεφυτρώνει η δουλειά της, ακόμη κι αν, στην περίπτωσή της, έχει αδυνατίσει αρκετά πια.

Ετσι, εκείνο το βράδυ Παρασκευής, στη βεράντα του μουσείου, με θέα τα ωραία μπαλκόνια της Βασιλίσσης Σοφίας, την Ηρώδου Αττικού, την Ακρόπολη και τη Βουλή πιο πέρα, μας υπενθύμισε, σε μικρή ποσότητα βέβαια, αυτό που ήταν κάποτε οι Sonic Youth: μια μπάντα που κυκλοφόρησε μια σειρά από πολύ καλά άλμπουμ, θορυβώδη, συμπαγή και ελεύθερα μαζί, ώσπου να φτάσει στο «Daydream Nation», το 1988.

Η Γκόρντον ποτέ δεν απομακρύνθηκε από τις καλές τέχνες. Αφού τελείωσε τις σπουδές της, δούλεψε ως κριτικός και συνέχισε να είναι ενεργή καλλιτέχνις παράλληλα με τη μουσική της πορεία, και κανείς δεν ξέρει πώς θα είχε διαμορφωθεί το έργο της αν δεν είχε προχωρήσει με το συγκρότημα. Σίγουρα θα ήταν μια καλή εικαστικός, εξαγώγιμη ή όχι, πάντως με τους Sonic Youth τα κατάφερε καταπληκτικά, απ’ όλες τις απόψεις, για καμιά τριανταριά χρόνια.

Ούτως ή άλλως, οι Sonic Youth ήταν πάντα μια οπή, μια τρύπα προς ένα πολύ ενδιαφέρον κομμάτι της σύγχρονης τέχνης. Tο «Dirty» (1992) μάς εισήγαγε στον κόσμο του Μάικ Κέλι, με το πορτοκαλί πλεκτό κουκλάκι στο εξώφυλλο, κάτι μεταξύ διαβόλου και μυρμηγκιού, και το βλογιοκομμένο πρόσωπο του ίδιου του Κέλι στο εσώφυλλο, στο «Goo» (1990) είδαμε ξανά τα βίαια σχέδια -σαν σουπιές που εκτοξεύουν μελάνια πάνω μας- του Ρέιμοντ Πετιμπόν, κυρίως όμως ήταν το κερί στο εξώφυλλο (και το φλου κερί στο οπισθόφυλλο) του «Daydream Nation» που μας σάστισε, και η αλήθεια είναι πως έπρεπε να περάσουν μερικά χρόνια μέχρι να συνειδητοποιήσουμε (εμείς, που για μια μεγάλη περίοδο της ζωής μας ακούγαμε μόνο μουσική) πως ο ζωγράφος των κεριών ήταν ο Γκέρχαρντ Ρίχτερ, επιλογή που ακόμα μου φαίνεται εξαιρετικά αταίριαστη, και γι’ αυτό μάλλον εξαιρετικά ακριβής, όπως ένα όνειρο: ένα κερί στη μέση ενός ολόκληρου έθνους που κοιμάται και ονειρεύεται.

Αν λοιπόν ο Ρίχτερ φωτογράφιζε τ’ αντικείμενά του προτού τα ζωγραφίσει, καταλήγοντας να κάνει φωτογραφία ζωγραφίζοντας (μπορούμε να δούμε μια μεγάλη ομάδα προπαρασκευαστικών φωτογραφιών με κεριά στο βιβλίο του «Ατλας», 2006), το «Daydream Nation» μοιάζει ν’ ακινητοποίησε, μέσω της μουσικής, μια συγκεκριμένη φέτα θερμοκρασίας, η οποία ξέφυγε από τους δρόμους και γλίστρησε στο υπόγειο στούντιο όπου ηχογραφήθηκε ο δίσκος: οι Sonic Youth πότε δεν ενδιαφέρθηκαν για τη μουσική, ενδιαφέρθηκαν περισσότερο για τη θερμοκρασία που εκπέμπει η μουσική, και για αυτές τις ζώνες αέρα (σιωπή, ψίθυρος, παράσιτα, θόρυβος) που καλλιεργούνται κρυφά ανάμεσα στους ήχους.

Πραγματικά, δεν ξέρω τι δίσκος θα είχε φτιαχτεί αν δεν είχε ηχογραφηθεί τον Ιούλιο και τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς, ωστόσο στο εσώφυλλο μπορεί κανείς να δει καθαρά τις κλιματικές συνθήκες της πόλης: όλη η μπάντα, και οι τέσσερις, ιδρωμένοι, σχεδόν εξαντλημένοι, στέκονται σε κάποιο μισοφωτισμένο στενό της Νέας Υόρκης, και είμαι σίγουρος πως το στούντιο δεν είχε κλιματισμό, διαφορετικά οι κιθάρες δεν θα ακούγονταν κατ’ αυτόν το διττό τρόπο: σαν μια μάζα που παγώνει και αχνίζει ταυτόχρονα.

Να μερικά σκόρπια σχόλια, 27 χρόνια μετά την ηχογράφηση του δίσκου, με αφορμή την περφόρμανς της Κιμ Γκόρντον στην Αθήνα.

Το ομολογώ. Περιμένοντας στην ουρά για να μπω στο μουσείο, φανταζόμουν πως θα έβλεπα κάτι που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί και είχα ήδη αποφασίσει πώς θα ξεκινούσα αυτό εδώ το άρθρο: πως το κερί είχε λιώσει κ.λπ. (Κάθε κείμενο ξεκινά από μια προκατάληψη την οποία προσπαθείς να σπάσεις την ώρα που το γράφεις.) Διαψεύστηκα. Το κερί καίει ακόμα κι εμείς μπορούμε να συνεχίσουμε την ονειροπόληση.

​​Κιμ Γκόρντον: Μουσική περφόρμανς με τους Body/Head, στο πλαίσιο της έκθεσής της Design Office: Noise Name Paintings and Sculptures of Rock Bands that are broken up.

Μουσείο Μπενάκη, Κεντρικό Κτίριο

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή