Ο καλός «δράκος» της ελληνικής τζαζ

Ο καλός «δράκος» της ελληνικής τζαζ

4' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα τελευταία χρόνια έχει συνδεθεί ως μουσικός και ενορχηστρωτής με τις παραστάσεις της Ελευθερίας Αρβανιτάκη. Βέβαια ο Αλέξανδρος-Δράκος Κτιστάκης έχει ξεχωρίσει και στα προγράμματα της Δήμητρας Γαλάνη, της Τάνιας Τσανακλίδου, του Μιλτιάδη Πασχαλίδη, του Διονύση Τσακνή και πολλών ακόμη. Ντράμερ περιζήτητος, από τους καλύτερους της γενιάς του, δάσκαλος μουσικής αλλά και δεξιοτέχνης της τζαζ.

Με το «Tora» που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό, έκανε το ντεμπούτο του στη δισκογραφία, συστήνοντας μας το Alex Drakos Trio που έφτιαξε με τους μαθητές και φίλους του Γιάννη Παπαδόπουλο και Ντίνο Μάνο.

Δίσκος (της Puzzlemusik) που θέλεις να ακούσεις δυο και τρεις φορές, στον οποίο ενώνονται η ροκ, η ποπ, η ποίηση και η ελληνική παράδοση με εκλεπτυσμένο τρόπο και ατμοσφαιρικό ύφος. Κι όλα αυτά στη δυσκολότερη εποχή για να βγάλει ένας καλλιτέχνης cd. Ομως, όπως λέει ο εμπνευστής του: « Η δημιουργία δεν είναι επιλογή αλλά ανάγκη. Οπότε δεν κοιτάς τις συνθήκες αλλά τη φωνή μέσα σου που σε πιέζει να δημιουργήσεις».

Για το τρίο ήταν πρόκληση η δημιουργία εικόνων χωρίς τη βοήθεια του λόγου. «Οταν μπήκαμε στο στούντιο συμφωνήσαμε να γράψουμε οτιδήποτε μας βγει εκείνη τη στιγμή. Δεν είχαμε στόχο να ακουστούμε με συγκεκριμένο τρόπο. Γιατί πολλές φορές οι μουσικοί, ειδικά της τζαζ παγιδευόμαστε στα πρότυπά μας και προσπαθούμε να αναπαράγουμε έναν ήχο όπως θα θέλαμε να ακουγόμαστε. Η ειλικρίνεια είναι να μιλήσεις γι’ αυτό που αισθάνεσαι».

Συγκινείται όταν του επισημαίνουν τα ελληνικά ηχοχρώματα του δίσκου. «Υπάρχει ιταλική, ισπανική, σουηδική τζαζ, ιδιώματα που αντιστοιχούν στον ήχο κάθε χώρας. Οι σύγχρονοι καλλιτέχνες της τζαζ στην Ελλάδα έχουν αρχίσει να διαμορφώνουν έναν ήχο κι αυτό είναι σημαντικό». Στα 38 του, ο Αλέξανδρος-Δράκος Κτιστάκης, επιμένει πως η τζαζ «είναι κάθε φορά μια νέα πρόκληση». Υπάρχει βέβαια και η πεζή πλευρά: «Δύσκολες πρακτικές λεπτομέρειες που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε για να επιβιώσουμε. Από την κρίση και μετά έχει γίνει μια έκρηξη στην ελληνική σκηνή. Δουλεύοντας από τα 19 μου ως τζαζ μουσικός και συμμετέχοντας στην παλιά σκηνή χαίρομαι που καλλιτεχνικά βρίσκομαι στο κέντρο αυτής της ακμής».

Οι ευκαιρίες, ωστόσο, που δίνονται σε αυτή τη σκηνή δεν είναι πολλές. «Θεσμικά δεν έχει καμία βοήθεια όπως άλλες μορφές τέχνης στη χώρα μας. Η μόνη που έδωσε βήμα στην τζαζ είναι η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Η νέα γενιά είναι ιδιαίτερα καλλιεργημένη και αυτό είναι βασικός λόγος που βιώνουμε την άνθηση. Η παιδεία έχει μεγάλη σημασία. Οι ξένοι συχνά εκπλήσσονται σαν βλέπουν Ελληνες ταλαντούχους της τζαζ ή της κλασικής. Γι’ αυτούς η Ελλάδα είναι ένας απομακρυσμένος τόπος στον χάρτη κατάλληλος για διακοπές. Δεν φαντάζονται ότι τη μουσική τους την παίζουν κι άλλοι εξαιρετικά».

Στο εσωτερικό, τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Οι μουσικοί αλληλοϋποστηρίζονται μεταξύ τους, σπάνια αμείβονται όσο αξίζουν, κάνουν λάιβ για να εκφραστούν, συνεργάζονται με τραγουδιστές και εμφανίζονται σε πίστες για να ζήσουν. «Χρειαζόμαστε υποστήριξη από το κράτος αν και είναι μάταιο να το λέμε, όταν δεν καλύπτονται πρωτογενείς ανάγκες της κοινωνίας». Το ντεμπούτο άλμπουμ του, πάντως, έχει και πολιτική ματιά. Από τις ιδιαίτερες στιγμές του είναι το μουσικό κομμάτι του Ντίνου Μάνου που συνοδεύει την ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη. «Δεν γίνεται να είμαστε ανεπηρέαστοι. Πρόκειται για τις ουσιαστικές αξίες που μας απασχολούν και επηρεάζουν τις σχέσεις μας, την καθημερινότητά μας».

Τι εφόδια πρέπει να έχει ένας καλλιτέχνης της τζαζ; «Για να προχωρήσει πρέπει να είναι πειθαρχημένος αλλά τη στιγμή που ερμηνεύει πρέπει να καταργεί την πειθαρχία και τη μεθοδικότητα χωρίς ωστόσο να γίνεται άναρχος. Είναι σαν να προσπαθείς να χορέψεις πάνω σε ένα σχοινί. Η τζαζ είναι συλλογική αλλά περνάει μέσα από ένα μοναχικό μονοπάτι. Προϋποθέτει σκληρή δουλειά, μελέτη, εκπαίδευση. Ο μουσικός αντίθετα με τον ηθοποιό δουλεύει πολλές ώρες μόνος του. Αλλά όταν παίζουμε στο κοινό πρέπει να είμαστε κοινωνικοί».

Πολλοί τον ρωτούν για το όνομά του. Δράκος (ο Δράκων ήταν νομοθέτης της αρχαίας Αθήνας), ήταν το όνομα του παππού του, απαντά γελώντας. «Το Αλέξανδρος ήταν έξτρα, το συμπλήρωσαν οι γονείς μου».

Θυμάται με αγάπη τα χρόνια στην Κρήτη. Στο σπίτι άκουγαν διαρκώς μουσική. «Στην κούνια μου έβαζαν ένα ραδιοφωνάκι. Από εκείνους μου έμεινε το πάθος για τους Πινκ Φλόιντ. Στην Κρήτη ξεκίνησα να μελετάω κλασική κιθάρα ενώ στη Φιλαρμονική του δήμου Ηρακλείου ασχολήθηκα με τα ντραμς. Από μικρός πρόσεχα τον ήχο τους. Για την τζαζ δεν γνώριζα τίποτα, τυχαία άκουσα ένα κομμάτι, το ερωτεύθηκα κι άρχισα να αναζητώ περισσότερες πηγές». Οι σπουδές στη Γυμναστική Ακαδημία ήταν η ανάγκη για πανεπιστημιακά εφόδια. Εκρυβαν όμως και την αγάπη για τη γυμναστική. «Η μέρα μου ήταν κομμένη στα δύο. Από το πρωί ώς το μεσημέρι στο Πανεπιστήμιο και έπειτα στη μουσική σχολή. Ο επιστάτης με έδιωχνε κάθε βράδυ για να κλείσει». Τώρα είναι και ο ίδιος δάσκαλος.

Εχοντας την εμπειρία στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο Κέρκυρας, στο Ωδείο «Φίλιππος Νάκας» και τώρα στο Lab Music Education, θέλει να βοηθάει τους ανθρώπους να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα όπως τα κατάφερε ο ίδιος. Τα live, έχουν τη πρώτη θέση στη ζωή του. «Στα λάιβ καταργείται η σκέψη. Αν σκέφτεται ο μουσικός την ώρα που παίζει είναι κακή η βραδιά. Για να παίξεις πρέπει να είσαι χαλαρός. Είναι ένα είδος διαλογισμού».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή