Ενθουσιασμός από νέους μουσικούς

Ενθουσιασμός από νέους μουσικούς

4' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Νιάτα πλημμύρισε η σκηνή της αίθουσας «Φίλων της Μουσικής» στις 3 και 4 Απριλίου. Η Ορχήστρα Νέων «Γκούσταφ Μάλερ» παρουσίασε δύο ενδιαφέροντα προγράμματα με μουσική του 20ού αιώνα –Ντιτιγέ, Μπάρτοκ, Λίγκετι– αλλά και την Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν, η οποία λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχε αφαιρεθεί από το πρόγραμμα της Καμεράτας χωρίς εξηγήσεις.

Εχει ενδιαφέρον να ξεκινήσει κανείς ακριβώς από αυτό το έργο, το τελευταίο της πρώτης βραδιάς, καθώς η ερμηνεία του διαφοροποιήθηκε σημαντικά από τον Μπετόβεν που προσέφερε η Καμεράτα στον μαραθώνιό της. Βασικό και κρίσιμο στοιχείο που επέδρασε στην ερμηνεία υπήρξε το μέγεθος της ορχήστρας και συγκεκριμένα ο σημαντικός αριθμός εγχόρδων της Ορχήστρας Νέων «Γκούσταφ Μάλερ». Ο πλούσιος και εστιασμένος ήχος τους ανέδειξε με επιτυχία αρκετά στοιχεία του έργου. Ανάμεσα σε αυτά ήταν η ενδιαφέρουσα αντιστικτική γραφή του «Τρίο» στο τρίτο μέρος της Συμφωνίας, η οποία προβλήθηκε δυναμικά από τσέλα και κοντραμπάσα. Ο νεαρός, ιρανο-ινδικής καταγωγής, Γερμανός αρχιμουσικός Ντάβιντ Αφκχαμ, ο οποίος έλεγχε χωρίς δυσκολία το μεγάλο σύνολο, πέτυχε στο τέλος του ίδιου μέρους χαμηλόφωνες φράσεις εντυπωσιακής ποιότητας. Η αντίστροφη όψη του ίδιου νομίσματος ήταν ότι στη θάλασσα των εγχόρδων σχεδόν εξαφανίστηκαν τα ξύλινα πνευστά και η σημαντική συμβολή τους στον μουσικό διάλογο του έργου. Στο δεύτερο μέρος αγωνίζονταν να ακουστούν, ενώ το μικρό ατύχημα που συνέβη στον ομποΐστα στο τελευταίο μέρος, με αποτέλεσμα στιγμιαία να χαθεί ο ήχος του, σχετίζεται πιθανόν με υπερπροσπάθειά του.

Η ένταση των εγχόρδων και η ελεγχόμενη δυναμική τους κερδίζουν εύκολα τις εντυπώσεις. Δεν αρκούν όμως για τη διαμόρφωση μιας ερμηνευτικής πρότασης. Ο Αφκχαμ διηύθυνε τις διάφορες ενότητες της

Συμφωνίας με πάθος, ενέργεια, και κοφτές διατυπώσεις, μακριά από συναισθηματικές υπερβολές. Οι θριαμβικές σελίδες έμοιαζαν πλησιέστερες στην ιδιοσυγκρασία του απ’ ό,τι το λυρικό δεύτερο μέρος και οδήγησαν την ερμηνεία στην αναμενόμενα θριαμβική κατάληξη. Ομως, ο νεαρός αρχιμουσικός δεν φάνηκε να έχει διαμορφώσει μια συνολική πρόταση. Η ανάγνωσή του δεν ξεχώρισε για κάτι άλλο πέρα από τα προδήλως «νεανικά» χαρακτηριστικά της.

Ο όγκος των εγχόρδων προσδιόρισε συνολικά τις δύο συναυλίες. Ηδη από το πρώτο έργο του προγράμματος, τις «Μεταβολές» του Ανρί Ντιτιγιέ, γιγαντώθηκε, φτάνοντας τα δέκα κοντραμπάσα, υπερβάλλοντας τις ούτως ή άλλως σημαντικές ορχηστρικές δυνάμεις που προβλέπει στο έργο αυτό ο Γάλλος συνθέτης. Το αποτέλεσμα ήταν ένας ήχος πλούσιος ακόμα και στις πιο ψηλές νότες των βιολιών. Αποφασιστικής σημασίας για την ερμηνεία υπήρξε η πειθαρχία των μουσικών, η οποία απέδωσε συντονισμένο, καλά εστιασμένο ήχο στις υποομάδες των εγχόρδων. Ετσι, η προβλεπόμενη κρίσιμη συνομιλία ανάμεσα σε αυτά και στις ομάδες των πνευστών, ξύλινων και χάλκινων, παρέμενε διαυγής και τα διαφορετικά ηχητικά επίπεδα ευκρινή. Ο ακροατής μπορούσε να παρακολουθεί με σαφήνεια τις μεταβολές του μουσικού και ηχητικού υλικού ανάμεσα στα πέντε κομμάτια που συνιστούν το έργο του Ντιτιγιέ.

Εξοχος Τσίμερμαν

Η πρώτη συναυλία περιλάμβανε επίσης το πρώτο Κοντσέρτο για βιολί του Μπέλα Μπάρτοκ. Σολίστ ήταν ο Φρανκ Πέτερ Τσίμερμαν, ένας από τους πλέον άξιους σύγχρονους βιολονίστες. Ο ιδιαίτερα καλλιεργημένος, μαλακός και ευχάριστα παλλόμενος ήχος του εκτιμήθηκε εξαρχής στο αργό μέρος αυτού του διμερούς έργου, που συνέθεσε ο 27χρονος Μπάρτοκ, ερωτευμένος με τη βιολονίστρια Στέφι Γκάιερ. Η γεμάτη καμπύλες απόδοση φανέρωνε ευαισθησία και απέπνεε μεγάλη τρυφερότητα. Για το ζωηρό δεύτερο μέρος ο Τσίμερμαν διέθετε στο έπακρο την ακρίβεια και τη δεξιοτεχνία.

Ολότελα διαφορετικό είναι το δεύτερο Κοντσέρτο για βιολί του Μπάρτοκ, γραμμένο 30 έτη αργότερα (1937/8), την εποχή ανόδου των ολοκληρωτικών καθεστώτων στην Ευρώπη. Το έργο ακούστηκε το επόμενο βράδυ. Ηταν και πάλι ο μαλακός, απολύτως ασφαλής ήχος του Τσίμερμαν εκείνος που χάρισε τη μεγαλύτερη απόλαυση, όχι μόνο στην ποιητική αρχή του δεύτερου μέρους, συνομιλώντας με την άρπα, αλλά συνολικά στα τόσα λυρικά σημεία του έργου. Οι αγωνίες του συνθέτη στο πρώτο και στο τρίτο μέρος αποδόθηκαν με ένταση και νεύρο. Τεχνικά και δεξιοτεχνικά ήταν φανερό ότι κανένα από τα δύο κοντσέρτα δεν έκρυβε δυσκολίες για τον Τσίμερμαν, ο οποίος κυριαρχούσε ακόμα και στα πλέον απαιτητικά σημεία της γραφής. Στον διάσημο σολίστα φάνηκε να εναποθέτει ο Αφκχαμ σχεδόν εξ ολοκλήρου την αποκωδικοποίηση και άρθρωση των ενοτήτων της μουσικής, όπως και τους εκφραστικούς τονισμούς. Στη εν λόγω σύνθεση, όμως, ο ενεργός ρόλος της ορχήστρας είναι κρίσιμος για την ανάδειξη της σύνθετης δομής του έργου αλλά και προκειμένου να υποστηριχτεί η δραματουργία της μουσικής, χωρίς την οποία το ακρόαμα ηχεί άμορφο, δίχως ουσία.

Διαφάνεια

Η δεύτερη βραδιά ξεκίνησε με τη σύνθεση «Από μακριά» –«Lontano»– του Γκιέργκι Λίγκετι, ακόμη ένα κομμάτι ηχητικών-μουσικών μεταμορφώσεων, πολύ διαφορετικό όμως από εκείνο του Ντιτιγιέ. Οι ατμοσφαιρικοί, ρευστοί μετασχηματισμοί και οι βαθμιαίες διαβαθμίσεις αποδόθηκαν πειστικά, καθώς τα διαφορετικά όργανα της ορχήστρας αναδύονταν και αποσύρονταν σταδιακά από το ακρόαμα.

Η συναυλία ολοκληρώθηκε με άλλο ένα σημαντικό έργο του Μπάρτοκ, τη Μουσική για έγχορδα κρουστά και τσελέστα. Οπως ζητάει ο συνθέτης, τα έγχορδα χωρίστηκαν σε δύο συμμετρικά τοποθετημένες ομάδες προκειμένου να δημιουργηθεί εντονότερα η εικόνα τού μεταξύ τους διαλόγου. Την προσεκτική, μελετημένη, αλλά δίχως ρίσκο διεύθυνση του Αφκχαμ κατάπιε ακόμη μία φορά ο πάντα στρογγυλός ήχος των εγχόρδων, αμβλύνοντας τις ζητούμενες αιχμές ακόμη και στις δραματικές εντάσεις.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή