Κέφι, νιάτα, ωραίο τραγούδι και χορός

Κέφι, νιάτα, ωραίο τραγούδι και χορός

3' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με το παραπάνω τίμησε φέτος η Καμεράτα την επέτειο 400 χρόνων από τον θάνατο του Σαίξπηρ: και οι δύο σκηνικές παραγωγές που παρουσίασε ήταν εμπνευσμένες από τη δική του τραγωδία «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ωστόσο, οι προτάσεις κινήθηκαν στα δύο άκρα: αφενός, επελέγη η σπανιότατα παρουσιαζόμενη όπερα «Ιουλιέτα και Ρωμαίος» του Νικολό Τσινγκαρέλι, αφετέρου, το δημοφιλέστερο όλων των μιούζικαλ, το «Ουέστ σάιντ στόρι» του Λέοναρντ Μπέρνσταϊν. Το πρώτο έργο παρουσιάστηκε με διανομή διεθνών αστέρων σε συναυλιακή μορφή στο Φεστιβάλ της Πεντηκοστής στο Ζάλτσμπουργκ (14 Μαΐου), το δεύτερο με νέους Ελληνες καλλιτέχνες σε σκηνική μορφή στην αίθουσα «Τριάντη» (πρεμιέρα 16 Ιουλίου).

Μουσική και θέαμα

Μετά το αμήχανο περυσινό «Φίλησέ με Καίτη» στο ακατάλληλο Ηρώδειο, η επιμονή του Γιώργου Πέτρου και η αγάπη του για το αμερικανικό μιούζικαλ φέτος δικαιώθηκαν. Ο ίδιος με την εμπλουτισμένη Καμεράτα υπήρξε για ακόμα μία φορά το πιο δυνατό χαρτί της παράστασης, καθώς ανέδειξε την ευρηματική ενορχήστρωση, χρωμάτισε και έδωσε παλμό στη μουσική μέσα από διαρκείς διαβαθμίσεις δυναμικής και «έβαλε φωτιά» στη σκηνή με τους ζωηρούς χορευτικούς ρυθμούς. Προφανώς η διακριτική ηλεκτρική ενίσχυση της ορχήστρας έπαιξε τον ρόλο της σε ό,τι αφορούσε τη λαμπρότητα του ήχου, αλλά η ακρίβεια στον συντονισμό, το κέφι και η ζωντάνια προέρχονταν αποκλειστικά από τους μουσικούς.

Αποφασιστικής σημασίας για την επιτυχία ενός μιούζικαλ είναι οι χορογραφίες, που στην ουσία επέχουν θέση σκηνοθεσίας. Ο έμπειρος Τζον Τοντ κινήθηκε ευρηματικά, με σαφείς αναφορές στην αρχική, φλογερή χορογραφία του Τζερόμ Ρόμπινς. Αξιοποίησε άριστα τους χορευτές, οι οποίοι αποδείχτηκαν καλά συντονισμένοι, και κίνησε τους τραγουδιστές έτσι ώστε να μη φαίνεται ότι υπολείπονται σε δυνατότητες των χορευτών. Από κάθε άποψη το σύνολο «Gee, officer Krupke», που αποδίδουν μέλη της συμμορίας «Σίφουνες» στη Β΄ πράξη του έργου, δεν ήταν μόνο μία από τις καλύτερες στιγμές της βραδιάς, αλλά υπήρξε και συνολικά μια εξαιρετική ερμηνεία αυτής της εμπνευσμένης σελίδας. Ορχήστρα, φωνές και κίνηση λειτούργησαν άψογα, ως ενιαίο σύνολο, αξιοποιώντας στο μέγιστο το κείμενο και τη μουσική. Ηταν επίσης η μοναδική εξαίρεση σε όλη την παράσταση, κατά την οποία ένα μουσικό μέρος τραγουδήθηκε στα ελληνικά, προφανώς επειδή το συγκεκριμένο περιλαμβάνει αρκετή πρόζα και η πρόζα επελέγη να αποδοθεί στα ελληνικά. Η μεικτή αυτή λύση, πρόζα στα ελληνικά (σε μετάφραση του Πέτρου) και μουσικά μέρη στα αγγλικά, λειτούργησε σαφέστατα υπέρ της αμεσότητας την οποία οφείλει να έχει ένα μιούζικαλ, ενώ ταυτόχρονα διατήρησε το στενό πάντρεμα πασίγνωστων στίχων με τις εξίσου γνωστές μελωδίες, που μοιάζουν αξεδιάλυτες με αυτούς.

Το ίδιο έξοχο πάντρεμα ανάμεσα στη μουσική δραματουργία και τη σκηνική υλοποίηση σημειώθηκε λίγο πριν από το τέλος της Α΄ πράξης, όταν το περίφημο «Tonight», ένα ντουέτο ανάμεσα στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι, επιστρέφει ως σύνολο, κατά το οποίο τα βασικά πρόσωπα του έργου και οι δύο συμμορίες εκφράζουν διαφορετικά συναισθήματα. Η συνθετότητα της μουσικής αποδόθηκε σκηνικά μέσα από έναν κινούμενο πολυεπίπεδο χώρο, αποτέλεσμα της ανύψωσης και στη συνέχεια της καταβύθισης τριών παράλληλων ζωνών του δαπέδου της σκηνής της αίθουσας «Τριάντη» σε τρεις διαφορετικές καθ’ ύψος στάθμες. Στο εξαιρετικό αποτέλεσμα συνέβαλαν οι επιδέξιοι φωτισμοί του Γιώργου Τέλλου.

Οπως οι χορογραφίες έτσι και η όψη της παράστασης είχε αναφορές στην πασίγνωστη ταινία των Ουάιζ και Ρόμπινς, ξεκινώντας από την ίδια την αφίσα της, με τις σκάλες υπηρεσίας στην πίσω όψη των νεοϋορκέζικων πολυκατοικιών. Η δουλειά του σκηνογράφου Πάρι Μέξη υπηρέτησε λιτά και έξυπνα το ζητούμενο –έξοχη ήταν η αφαιρετική απόδοση της Νέας Υόρκης στο βάθος– όπως και τα κοστούμια της Γιωργίνας Γερμανού, που έδιναν το στίγμα κάθε προσώπου χωρίς να υπερθεματίζουν.

Ισορροπημένη διανομή

Σε ό,τι αφορά τη διανομή, ευτυχώς δεν ακολουθήθηκε η «blow-up» λογική των μεγάλων λυρικών φωνών, τις οποίες επέβαλαν στην ηχογράφηση του Μπέρνσταϊν η αισθητική της δεκαετίας του 1980 και το hype της Ντόιτσε Γκραμοφόν την εποχή της έκρηξης του δίσκου compact. Στην Αθήνα πρωταγωνιστικοί και υποστηρικτικοί ρόλοι στελεχώθηκαν έξυπνα. Ο Γιάννης Καλύβας ως Τόνι και η Μαρίνα Σάττι ως Μαρία ενσάρκωσαν ιδανικά το κεντρικό ζευγάρι. Εκείνος διαθέτει ωραία λυρική φωνή και ευγενές τραγούδι, εκείνη, παρουσία μικροσκοπική και εύθραυστη, έχει καθαρή φωνή που εκφράζει αγνότητα και τρυφερότητα. Τα τραγούδια τους όπως και το μεταξύ τους ντουέτο ανήκαν στις πιο όμορφες στιγμές της βραδιάς. Τη φλογερή Ανίτα και τον αψύ Ριφ απέδωσαν η Ελένη Σταμίδου και ο Ιάσονας Μανδηλάς, εκείνη με άνεση στο τραγούδι και αρκετά εκρηκτική, εκείνος με πολύ καλή κίνηση. Η γλυκιά φωνή της Βάσιας Ζαχαροπούλου έκανε τη Ροζαλία να ξεχωρίσει, όπως και η καλή παρουσία του Αντρέα Βούλγαρη στήριξε με επιτυχία τον ρόλο του Μπερνάρντο.

Σπάνια συναντά κανείς σε ελληνική παράσταση διανομή τόσο ισορροπημένη, με αποτέλεσμα όχι μονάχα οι μεμονωμένες συνεισφορές αλλά και τα σύνολα να είναι εξαιρετικά δουλεμένα ως προς την κίνηση και τη μουσική.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή