Μουσικό επίτευγμα από ένα ελληνικό συγκρότημα

Μουσικό επίτευγμα από ένα ελληνικό συγκρότημα

3' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηταν τέλος του 2014 και η τότε νεοσύστατη Six d.o.g.s records κυκλοφορούσε έναν από τους πρώτους της δίσκους. Το άλμπουμ τιτλοφορείτο «Yearling» και η μπάντα έφερε το παράξενο όνομα «Whereswilder», που απ’ όσο θα μάθαινα στη συνέχεια αποτελεί παραφθορά του«Where’s Waldo? », του τίτλου δηλαδή του κοσμαγάπητου παιχνιδιού. Θεωρητικά, το τέλος μιας χρονιάς είναι εποχή ευλογημένη και μαζί καταραμένη για να ανακαλύψει κανείς ένα νέο συγκρότημα: υπάρχουν οι ανασκοπήσεις και οι λίστες με τα καλύτερα άλμπουμ που δίνουν μια δεύτερη ευκαιρία σε σχήματα τα οποία έχουν μάλλον παραγνωριστεί ή είναι καταδικασμένα να παραμείνουν έτσι κι αλλιώς στην underground αφάνεια· υπάρχει επίσης ο ψυχαναγκασμός της ακρόασης των δίσκων που δεν προφτάσαμε να παίξουμε στη διάρκεια της χρονιάς ή ακούσαμε αλλά δεν τους δώσαμε την προσοχή που τους άξιζε. Στην πράξη, η περιέργεια σμπαραλιάζει τους δισταγμούς που αναπτύσσουμε λόγω έλλειψης χρόνου και υπερπροσφοράς πειρασμών: η laissez – faire λογική της διαδικτυακά διαχεόμενης μουσικής δεν αφήνει περιθώρια για αδράνεια ή απλώς γίνεται κι αυτή μια μορφή αδράνειας. Ετσι, η δοκιμή ενός άγνωστου συγκροτήματος, στη σελίδα του στο Bandcamp ή στο κανάλι του στο YouTube, έχει πάψει εδώ και χρόνια να είναι μια τελετουργία· αποτελεί πια μηχανική συνήθεια.

Μακάρι πάντως να ήταν όλοι οι αυτοματισμοί τόσο παραγωγικοί όσο η αναζήτηση ευφρόσυνων σχημάτων. Το ντεμπούτο των Whereswilder, ένα κράμα νοσταλγίας για τα ’60s και επίγνωσης των κινδύνων της προσκόλλησης στο παρελθόν, διαμεσολαβημένης ψυχεδέλειας και ανομολόγητου art-rock, μου ακούστηκε αφοπλιστικά φρέσκο και καλοπαιγμένο. Από τα άλμπουμ της εγχώριας παραγωγής που κατάφερα να ακούσω από τα τέλη του 2014 έως το τέλος του επόμενου χρόνου, μονάχα η «Καλλιθέα» του Φοίβου Δεληβοριά διέθετε μεγαλύτερη ευφράδεια και πλατύτερο εύρος συναισθηματικών διακυμάνσεων. Κι αν απ’ τον Δεληβοριά δεν περιμένει κανείς κάτι διαφορετικό, στην περίπτωση των Whereswilder, τηρουμένων των αναλογιών, η συνθετική τους ωριμότητα δεν μπορεί παρά να εκληφθεί ως μικρό θαύμα.

Παρότι, επίσης, οι τέσσερις νεαρότατοι μουσικοί δεν υστερούσαν σε τεχνική κατάρτιση έναντι φτασμένων συναδέλφων τους ακόμη και της jazz-rock, κανείς τους, ούτε καν ο Μανώλης Γιαννίκιος, ένας ντράμερ ασύλληπτης δεξιοτεχνίας, που ήδη σπονσοράρεται από διεθνή εταιρεία τυμπάνων, στα πρότυπα των μεγάλων ντράμερ του εξωτερικού, δεν έκαναν επίδειξη ικανοτήτων. Αυτό κι αν ήταν θαύμα.

Ο  νέος  δίσκος  τους με τίτλο «Hotshot» κυκλοφόρησε στα τέλη Μαρτίου από την Inner Ear, μια δισκογραφική εταιρεία που διανύει τα χρόνια της μεγάλης ακμής της. Εχοντας απεξαρτηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό από τις ουσίες που τους μετάγγιζαν οι Tame Impala και στυλώνοντας τις συνθέσεις πάνω σε παλιομοδίτικα αλλά τετραπέρατα riffs, βγαλμένα κατευθείαν από ό,τι πιο στακάτο ανέδειξε η rock στα ’70s –Free, Thin Lizzy, ΖΖ Top κ.ά.– οι Whereswilder καταθέτουν ένα μουσικό επίτευγμα. Οσο ρηξικέλευθο για την ελληνική σκηνή ήταν το πάντρεμα kraut-rock, pop και ψυχεδέλειας που επιχείρησαν οι Baby Guru, οι οποίοι επίσης επέστρεψαν πρόσφατα με καινούργιο άλμπουμ και ανανεωμένη ταυτότητα, άλλο τόσο σημαντικό είναι αυτό που κάνουν οι Whereswilder με το «Hotshot». Διότι τουλάχιστον το kraut δεν έπαψε ποτέ να θεωρείται η μουσική του zeitgeist: απ’ τον υπνωτιστικό ρυθμό των Can, σαν ατέλειωτη ευθεία στον εθνικό καρδιογράφο, ώς τους This Heat και τα μασίφ κομμάτια τους –κάποια μιμούνταν τους θορύβους της γραμμής παραγωγής ενός εργοστασίου– και κατόπιν με όλα τα γνωστά post-punk, electronic και industrial συγκροτήματα. Ομως στο «Hotshot» οι Whereswilder στράφηκαν στις παλαιωμένες, διόλου ελκυστικές φόρμες του κλασικού rock, σαν τους καλλιτέχνες που φτιάχνουν έργα τέχνης από πεταμένα αντικείμενα και εντούτοις αυτές οι φόρμες, φορεμένες όπως πρέπει στη μοντέρνα ψυχεδέλεια, ηχούν βιώσιμες και αναγεννημένες. Κάτι τέτοιο, όπως και να το κάνουμε, είναι όντως επίτευγμα.

Ενα επίτευγμα, μεταξύ άλλων, και σύζευξης ανόμοιων τεχνοτροπιών και κυκλοθυμικών μοτίβων. Το «The Love There Is», για παράδειγμα, μεταφέρει τον Ελληνα ακροατή στην ποίηση της αμερικανικής υπαίθρου με τους τρόπους που τη μελοποίησε η ακουστική κιθάρα του John Fahey. Ενώ το «What You Need» ξεκινάει παραπλανητικά μ’ ένα ρομαντικό bluesy θέμα για να εκτιναχθεί κατόπιν σαν μια prog-rock φωτοβολίδα διασχίζοντας την επικράτεια της σκηνής του Canterbury. Από εκτελεστική σκοπιά, το επίπεδο της μπάντας αφήνει τον ακροατή με το στόμα ανοικτό· ειδικούς επαίνους, ωστόσο, αξίζει η κιθαριστική δουλειά του Γιάννη Ράλλη, που, αν επιδείξει συνέπεια στην καριέρα του, ίσως μια μέρα να μνημονεύεται πλάι σε ονόματα όπως αυτά των Μπάμπη Παπαδόπουλου και Γιώργου Καρανικόλα.

Υποθέτω ότι ο Ράλλης, ο Γιαννίκιος και τα άλλα μέλη του συγκροτήματος γνωρίζουν ότι, αν είχαν τη βάση τους σε κάποια ευρωπαϊκή μητρόπολη, η μουσική τους θα είχε απείρως περισσότερες ευκαιρίες προβολής και επιτυχίας. Εάν ωστόσο διαβάσει κανείς τα σχόλια κάτω από το «Yearling» στο YouTube, θα διαπιστώσει ότι η πλειονότητα όσων εκθειάζουν τους Whereswilder είναι ξένοι. Το γεγονός ότι το ταλέντο αυτών των παιδιών έχει αρχίσει να εξακτινώνεται σε μήκη και πλάτη μακρινά είναι δικαίωση για τους ίδιους και παρηγοριά για όλους μας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή