Υπέροχος ήχος από τη Φιλαρμονική της Χανγκτσόου

Υπέροχος ήχος από τη Φιλαρμονική της Χανγκτσόου

3' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Χανγκτσόου ξεκίνησε την περιοδεία της στη νοτιοανατολική Ευρώπη από την Αθήνα, όπου εμφανίστηκε στις 16 Απριλίου στο πλαίσιο του «Ετους Ελλάδας – Κίνας». Πρωτεύουσα της πυκνοκατοικημένης επαρχίας Τζετσιάνγκ στην ανατολική Κίνα, η Χανγκτσόου αριθμεί περίπου εννέα εκατομμύρια κατοίκους. Η Φιλαρμονική της ορχήστρα, αποτελούμενη κυρίως από νέους μουσικούς και πιο έμπειρους στις θέσεις των κορυφαίων, δεν μετρά ούτε δέκα χρόνια ζωής: ιδρύθηκε το 2007 και οριστικοποιήθηκε το 2009. Ωστόσο, με βάση την αθηναϊκή της εμφάνιση έχει ήδη κάνει σημαντικά βήματα και επιδεικνύει αρετές, τις οποίες θα ζήλευαν πολλά σύνολα με μεγαλύτερη ιστορία.

Είναι, ίσως, λιγότερο γνωστές στη χώρα μας οι κορυφαίες ερμηνείες συνόλων από την Απω Ανατολή, τα οποία διαπρέπουν διεθνώς εδώ και αρκετά χρόνια. Ασφαλώς το πιο γνωστό είναι το Ιαπωνικό Κολέγκιουμ Μπαχ του Μασαάκι Σουτζούκι, που έχει διακριθεί σε έργα του Μπαχ, δηλαδή σ’ ένα από τα πιο απαιτητικά κομμάτια του ρεπερτορίου και μάλιστα του σκληρού πυρήνα της ευρωπαϊκής μουσικής. Περισσότερο προβεβλημένοι είναι μεμονωμένοι καλλιτέχνες όπως παλαιότερα ο Ιάπωνας αρχιμουσικός Σέιτζι Οζάουα, ο ομότεχνός του Νοτιοκορεάτης Μιουνγκ-Βουν Τσουνγκ και η συμπατριώτισσά του υψίφωνος Σούμι Τζο, και σήμερα οι Κινέζοι πιανίστες Λανγκ Λανγκ, Γιούντι Λι και Γιούτζα Ουάνγκ, η Νοτιοκορεάτισσα τσελίστρια και αρχιμουσικός Χαν-Να Τσανγκ, ο συμπατριώτης της βαθύφωνος Καντσούλ Γιουν και τόσοι άλλοι.

Είναι φανερό ότι ερωτήματα σχετικά με το εάν η ευρωπαϊκή μουσική παράδοση μπορεί –και με πόση επιτυχία– να ερμηνευτεί από μουσικούς προερχόμενους από τελείως διαφορετικούς πολιτισμούς, ανήκουν μονάχα στη σφαίρα των προκαταλήψεων και μάλιστα του παρελθόντος. Οι παλαιότεροι θυμούνται ασφαλώς τις εξαιρετικές ερμηνείες του Τσου Χούι από τη Σιγκαπούρη σε ευρύτατο ρεπερτόριο έργων στην Εθνική Λυρική Σκηνή αλλά και με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών τις δεκαετίες του 1970 και 1980.

Υπέροχος ήχος

Η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Χανγκτσόου εμφανίστηκε στην Αθήνα σε πλήρη ανάπτυξη. Φάνηκε να διαθέτει ήχο πλούσιο, ομοιογενή και ιδιαίτερα ωραίο. Υπό τη διεύθυνση του Γιανγκ Γιανγκ ξεκίνησε το πρόγραμμά της με την ορμητική εισαγωγή στον «Ιπτάμενο Ολλανδό». Ο Κινέζος αρχιμουσικός απέδωσε όσα ζητά η παρτιτούρα, διέθετε δυναμισμό και εκλεπτύνσεις στα αναμενόμενα εδάφια. Παρότι δεν μπορεί να τον ψέξει κανείς για κάτι, ήταν φανερό ότι απουσίαζε η κατανόηση που φωλιάζει πίσω από τις νότες: η αίσθηση του δαιμονικού, η οποία προϋποθέτει μεγαλύτερη βία και αδρότητα στις θυελλώδεις σελίδες, όπως επίσης η διάσταση της λύτρωσης, η οποία δεν σχετίζεται μόνο με τη διαφάνεια των λυρικών παραγράφων αλλά και με μια αίσθηση εύθραυστου και ευάλωτου. Είναι στοιχεία απαραίτητα, στον βαθμό που η εισαγωγική αυτή μουσική σελίδα αφηγείται συνοπτικά την υπόθεση της όπερας που ακολουθεί.

Με πολύ μεγαλύτερη κατανόηση του περιεχομένου της μουσικής δόθηκαν στο δεύτερο μέρος οι «Συμφωνικοί χοροί» του Ραχμάνινοφ. Αν και γραμμένο μόλις το 1940, το έργο στρέφεται προς το παρελθόν της ρωσικής μουσικής, είτε το απώτερο του 19ου αιώνα, είτε το τότε σχετικά πρόσφατο, όπως είχε διαμορφωθεί από τον Στραβίνσκι στα εκρηκτικά παρισινά μπαλέτα του για τον Ντιάγκιλεφ. Ο Γιανγκ Γιανγκ απέδωσε τη νοσταλγία του βαλς στο δεύτερο μέρος με μεγάλη πλαστικότητα και ευελιξία, αποφεύγοντας ταυτόχρονα την υπερβολική γλυκερότητα. Σημαντική υπήρξε συνολικά η συμβολή των μεμονωμένων μουσικών σε πνευστά, όπως το σαξόφωνο ή το αγγλικό κόρνο και στα κρουστά, που ο Ραχμάνινοφ αξιοποιεί ευρηματικά ιδιαίτερα στο τελευταίο μέρος. Ο πολύ καλός συντονισμός των εγχόρδων και η γενικότερη ακρίβεια στην απόδοση συνεισέφεραν στην επιτυχία της απόδοσης.

Τις εντυπώσεις, πάντως, έκλεψε ο βιολονίστας Νινγκ Φενγκ, σολίστ στο πρώτο Κοντσέρτο για βιολί του Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Ο 36χρονος, ο οποίος έχει ήδη συνεργαστεί με σημαντικές ορχήστρες και αρχιμουσικούς σε όλο τον κόσμο, ξεχώρισε κατ’ αρχάς για την εξαιρετική ποιότητα του ήχου του, γεμάτου, υπέροχα παλλόμενου, δίχως αιχμές σε όλη του την έκταση. Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα, όμως, ήταν η αντίληψή του για το μουσικό κείμενο, η μουσικότητα που τον καθοδήγησε τόσο στις εκφραστικές σελίδες όσο και στις έντονα τεχνικές και δεξιοτεχνικές.

Το ίδιο το έργο δίνει στον εκάστοτε σολίστα την ευκαιρία να ξετυλίξει το σύνολο των ικανοτήτων του. Ετσι, στο αρχικό αργό μέρος με διάθεση «νυκτερινού», ο Νινγκ Φενγκ αξιοποίησε τον υπέροχο ήχο του και απέδωσε με μεγάλη πλαστικότητα τη μουσική. Στη συνέχεια ανταποκρίθηκε στο δαιμονικό στοιχείο, ερμηνεύοντας με ένταση και νεύρο, που όμως δεν έπληξαν την ποιότητα του σταθερά γεμάτου ήχου του. Το τρίτο μέρος ανέδειξε την τρυφερή όψη του βιολονίστα ενώ η καντέντσα, η δεξιοτεχνική παράγραφος, προσδιορίστηκε περισσότερο από την εκφραστικότητα της ερμηνείας παρά από την εντυπωσιακή τεχνική. Στο ζωηρό τελευταίο μέρος του έργου εμφανίστηκαν όλα τα στοιχεία της τέχνης του Νινγκ Φενγκ, ανταποκρινόμενα στις απαιτήσεις της μουσικής και οδηγώντας στην τελική εντυπωσιακή κατάληξη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή