Ο Αντι Γουόρχολ της μουσικής

Ο Αντι Γουόρχολ της μουσικής

6' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Νέα Υόρκη. «Η Γη τού ανήκε», «Ο καλλιτέχνης που έκανε τον κόσμο πιο τολμηρό και ελεύθερο», «Ζώντας με πνεύμα και στυλ», «Είσαι αρκετά άνδρας για τον Μπόουι;», είναι μερικοί από τους τίτλους άρθρων του περιοδικού Rolling Stone μετά τον θάνατο του Ντέιβιντ Μπόουι (1947-2016).

Δεν είναι εύκολο να περιγράψεις τον Μπόουι σε μια πρόταση. Ισως ήταν ο καλλιτέχνης που μας έμαθε να βλέπουμε μουσική. Αυτός που κατάφερε να συνδυάσει το αβανγκάρντ με το μέινστριμ. Χαμαιλέων, ανοιχτός σε όλα, ιδιοφυΐα… Μπορείς να περάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου διαβάζοντας για τον Μπόουι. Ομως, το πρώτο πράγμα που ακούς τον ίδιο να λέει στην έκθεση «O Ντέιβιντ Μπόουι είναι» («David Bowie is») στο μουσείο του Μπρούκλιν, είναι η ικανότητά του να δανείζεται κουλτούρες, να τις δουλεύει, και να τις κάνει δικές του: «Πάντα εκμεταλλευόμουν ό,τι μπορούσα περισσότερο».

Η αναδρομική, οπτικοακουστική έκθεση «O Ντέιβιντ Μπόουι είναι» αποτελεί προϊόν συνεργασίας. Στημένη από το Μουσείο Βικτωρία & Αλμπερτ του Λονδίνου, υποστηρίζεται από τη Spotify, τη Sennheiser, και την –όχι τόσο αβανγκάρντ– BMW. Η Νέα Υόρκη είναι το γκραν φινάλε (μετά τον γύρο του κόσμου: Λονδίνο, Σάο Πάολο, Παρίσι, Μελβούρνη, Τόκιο, Βαρκελώνη), με εκατοντάδες προσωπικά αντικείμενα, κοστούμια, φωτογραφίες, χειρόγραφα, σκίτσα, ηχογραφήσεις, και βίντεο από σπάνιες εμφανίσεις, όπως στο Saturday Night Live το 1979 και στο Μπρόντγουεϊ («Ο Ανθρωπος Ελέφαντας») το 1980.

Αυστηροί κανόνες

Πρόκειται για μοναδική έκθεση. Οι ώρες άφιξης είναι συγκεκριμένες, όπως σε σχολική τάξη. Τα κινητά τηλέφωνα κλείνουν. Οι φωτογραφίες απαγορεύονται. Δεν υπάρχει φυσικό φως, κάτι που κάνει τα φαντασμαγορικά κοστούμια και τα παραισθησιογόνα βίντεο πάνω στα ολόμαυρα περίπτερα να δημιουργούν ένα τεράστιο καλειδοσκόπιο μέσα σε κατακόμβη.

Στο πρώτο περίπτερο ο Μπόουι αφηγείται πως νέος, παρόλο που δεν καταλάβαινε την τζαζ, τη λάτρευε επειδή ήταν κουλ μουσική. Εμπαινε σε λεωφορεία με προχωρημένα βιβλία (μπορεί να μην τα είχε διαβάσει, ή κατανοήσει, μας λέει) τοποθετημένα προσεκτικά στην τσέπη του παλτού του, έτσι ώστε ο τίτλος του βιβλίου να περισσεύει. «Να βλέπουν τι διαβάζω».

Σιγά σιγά αυτές οι κουλτούρες τον μπόλιασαν. Εγινε κουλ. «Ηθελα να γίνω διάσημος», εξομολογείται με αφοπλιστική ειλικρίνεια· ή και όχι: με τον Μπόουι ποτέ (ακόμα και μετά θάνατον) δεν είσαι σίγουρος εάν η θέση του είναι φυσική ή στημένη. «Τραγουδιστής ήταν το τελευταίο που πέρασε από το μυαλό μου. Μου άρεσε να γράφω ιστορίες. Η μουσική ήταν τρόπος να τις πω».

«Ο Ντέιβιντ δεν φοβόταν την αποτυχία», μου λέει ο Τόνι Ζανέτα, μάνατζερ των περιοδειών του Μπόουι από το 1972 έως το 1975, και συγγραφέας της βιογραφίας «Stardust: The David Bowie Story». «Ο Ντέιβιντ πήγε από αποτυχία, σε αποτυχία, σε αποτυχία, αλλά αυτό δεν τον πτοούσε. Ηταν απίστευτα φιλόδοξος. Τίποτα δεν τον σταματούσε. Ηταν έξυπνος και ανοιχτός σε όλα».

Πέρα από τα μεταβατικά χρόνια, όταν από φολκ τραγουδιστής με μια επιτυχία-ατύχημα («Space Oddity») που δεν «έγραφε» στις συναυλίες, έγινε σούπερ σταρ τη δεκαετία του ’70, ο Ζανέτα μου μιλάει για την πιο σημαντική «μετενσάρκωση» του Μπόουι, το 1972. «Ο Ziggy Stardust ήταν ένας φανταστικός ροκ σταρ που εμπνεύστηκε ο Ντέιβιντ, έντυσε, και υποδύθηκε στη σκηνή. “Μασκαρεμένο ροκ-εντ-ρολ”, το λέγαμε. Μέχρι τότε, οι ροκ σταρ τραγουδούσαν φορώντας τζιν, δεν έκαναν σόου. Ο Ντέιβιντ έκανε το ροκ-εντ-ρολ θεατρική εμπειρία».

Ο Αντι Γουόρχολ της μουσικής-1

Με τον Ziggy Stardust, ο Μπόουι έβαλε στον χάρτη το ανδρόγυνο λουκ, που ήταν επανάσταση το 1972.

Επίσης, με τον Ziggy Stardust έβαλε στον χάρτη το ανδρόγυνο λουκ, που ήταν επανάσταση. Τα ντοκιμαντέρ της εποχής δεν το χαρακτηρίζουν υποχρεωτικά έκφραση σεξουαλικότητας ή φύλου, αλλά ένα καινούργιο τρόπο για να «την πεις» στους γονείς σου, σε περίπτωση που τα μακριά μαλλιά δεν έφταναν.

Τα δάνεια, ο πειραματισμός (κινηματογράφος, καμπούκι, μιμητική, γράψιμο), και οι συνεργασίες με ειδικούς όπως τους Τόνι Βισκόντι και Νάιλ Ρότζερς (παραγωγή), Κανσάι Γιαμαμότο και Αλεξάντερ Μακουίν (κοστούμια), Πιερ Λα Ρος (μέικαπ), Τζουλς Φίσερ (φωτισμοί) βρίσκονται στο επίκεντρο της έκθεσης. Στην εμφάνισή του στο «Saturday Night Live», ο Μπόουι φοράει μια 1920s καμπαρέ πανοπλία με μαύρη γραβάτα. Ο Κλάους Νόμι και ο Μαρκ Ράβιτζ, που τραγουδούν μαζί του, τον μεταφέρουν σηκωτό στο μικρόφωνο.

«Με τον Ντέιβιντ γνωριστήκαμε το 1971, όταν μου ζήτησε να του γνωρίσω τον Αντι Γουόρχολ. Είχε εμμονή με τον Αντι. Τους σύστησα. Ο Ντέιβιντ τότε ήταν εσωστρεφής, έμπαινε κάπου και δεν τον κοίταζε κανένας. Ετσι δεν είχε κάτι αξιοπερίεργο να προσφέρει στον Αντι, ο οποίος έμεινε εντελώς αδιάφορος», λέει ο Ζανέτα. Το ότι η γνωριμία δεν προχώρησε, είναι εύκολα κατανοητό. Και οι δύο ήταν παρατηρητές και σφουγγάρια στα ερεθίσματα. «Ο Ντέιβιντ είχε υπερβολικά δημιουργική ενέργεια γύρω του», λέει ο Ζανέτα. «Και έπαιρνε από αυτή. Εκλεβε από παντού. Του άρεσε η γκέι υποκουλτούρα. Οι μπότες, τα βερνίκια, οι περούκες, οι ντίσκο… Ηταν γκέι; Οχι. Ηταν στρέιτ; Οχι ακριβώς. Ενα βράδυ κοιμόταν με την Αντζελα, ένα με τον Τομ… Ηταν πολύ σεξουαλικός. Αλλα το σεξ εκείνη την εποχή δεν ήταν “θέμα”, οι ταμπέλες δεν είχαν τη σημασία που έχουν σήμερα».

Η συνέπεια του Μπόουι φαίνεται στους πλασματικούς του χαρακτήρες (Major Tom, Alladin Sane, Halloween Jack, The Thin White Duke, The Minotaur) που συνεχίζουν να προκαλούν το στάτους κβο. Πόση από αυτή την πορεία είναι οργανική και πόση δανεισμένη (ακόμη και εάν υπάρχει φόρος τιμής) είναι υπό συζήτηση. «Τα πρώτα χρόνια ήταν εξόφθαλμα “Κουρδιστό Πορτοκάλι”», λέει ο Ζανέτα. «Ο Λίντσεϊ Κεμπ (σ.σ. δάσκαλος μιμητικής και εραστής του Μπόουι) έχει μιλήσει ανοικτά για το πώς δούλευε ο Ντέιβιντ. Επαιρνε λίγο τσίρκο, λίγο ποπ κουλτούρα, λίγο ντραγκ, και τα έβαζε μαζί σε μια καινούργια φόρμα: “Ψώνιζε από τα καλύτερα μαγαζιά”. Επηρεάστηκε από πολλά, αλλά τα έκανε με τον δικό του τρόπο, άρα έγιναν δικά του».

Ο Αντι Γουόρχολ της μουσικής-2

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν ηχογραφούσε το άλμπουμ «The Man Who Sold The World».

Με το άλμπουμ «Alladin Sane» (1973) ο Μπόουι πουλάει το πρόσωπό του. Μερικοί καλλιτέχνες είναι συμβατικά όμορφοι (Σάρον Στόουν, Μπραντ Πιτ), κάποιοι αντικομφορμιστικά όμορφοι (Σαρλότ Γκενσμπούρ, Πινκ), όπου η εμφάνιση γίνεται μέρος της προσωπικότητάς, και λίγοι εξωγήινα όμορφοι (Τίλντα Σουίντον, Γκρέις Τζόουνς). Αν ο Μπόουι δεν ανήκε στην τελευταία κατηγορία, τότε ήταν μια φυλή από μόνος του.

Ισως λόγω ξενοφοβίας, ή ομοφοβίας και πουριτανισμού, η Αμερική έγινε η πιο δύσκολη πόρτα. Τελικά άνοιξε για τα καλά το 1975 με το «Young Americans». Ρωτάω τον Ζανέτα πώς ήταν να είσαι σε περιοδεία με τον Μπόουι, τότε. «Υπήρχε μια τρομερή πίστη σε αυτό που κάναμε. Αλλά κανένας προγραμματισμός. Εγώ έβαλα μια τάξη στα πράγματα. Οι πρώτες συναυλίες μας στην Αμερική (1972, 1973) μπορεί να είχαν κριτική επιτυχία, όμως “έμπαιναν” μέσα ή απλά ρεφάρανε. Κάτι που έκανε το κλείσιμο των επόμενων συναυλιών δύσκολο».

Εως εδώ έχουμε μιλήσει για σεξ και ροκ-εντ-ρολ… Για ντραγκς; «Κοίτα, τα Ziggy Stardust χρόνια ήταν καθαρά. Το “Diamond Dogs” (1974) και το “Young Americans” (1975) ήταν βουτηγμένα στην κοκαΐνη».

Αιχμάλωτος

Στη μεγαλύτερη σκηνή της έκθεσης, οι εικόνες, τα χρώματα, οι ρυθμοί των «Rebel Rebel», «Fame», «Heroes» σε βομβαρδίζουν από παντού. Περικυκλωμένος απο μία προσομοίωση συναυλίας, γίνεσαι αιχμάλωτος του Μπόουι. Κόσμος καθισμένος στο πάτωμα, δακρύζει. Δύο-τρία δωμάτια νωρίτερα, φιλοξενείται μια πιο νουάρ εποχή. Ο Μπόουι φοράει ένα γκόθαμ κοστούμι με μυτερούς ώμους, σαν από κόμικ Μπάτμαν, για το «Earthling» (1997), ένα άλμπουμ στο οποίο συνεργάστηκε με τον Αλεξάντερ Μακουίν. Παραδόξως, οι οθόνες δείχνουν το «Blackstar» (2016), το αινιγματικό βίντεο που με μια μάσκα λεπρού ο Μπόουι προδίδει τη θνησιμότητά του. Είναι ενδιαφέρον ότι πίσω από τις συγκεκριμένες οθόνες βρίσκεται η έξοδος της έκθεσης. «Ακόμα και την αρρώστιά του την έκανε τέχνη», λέει ο Ζανέτα. «Αυτό δείχνει πραγματικό καλλιτέχνη. Ο μόνος τρόπος που ο καλλιτέχνης καταφέρνει να αντιμετωπίσει τη ζωή, είναι να την κάνει τέχνη». Αφήνοντας την έκθεση, μας τυλίγει ο φυσικός φωτισμός του αιθρίου. Σταματάω και κοιτώ αυτούς που βγαίνουν έπειτα από εμένα. Μερικοί βάζουν γυαλιά ηλίου. Δεν υπάρχει ούτε ένα χαμόγελο.

* Ο κ. Ιωάννης Πάππος είναι σύμβουλος επιχειρήσεων και συγγραφέας. Ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή