Ηταν καθ’ όλα σημαντική η παράσταση «Ηλέκτρα/Ορέστης» τoυ Ιβο βαν Χόβε και της Comedie Francaise, που είδαμε στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου (26 και 27 Ιουλίου). Οχι μόνο για την εξαιρετική ποιότητα της σκηνικής πράξης αλλά και ως αφορμή να σκεφθούμε εκ νέου, μέσω των «ξένων», τη δική μας σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και δη με μία από τις κορυφαίες εκφάνσεις του, την τραγωδία. Παράσταση σε πολλά σημεία ανώτερη πολλών ελληνικών, αναγκαστικά μας ωθεί να προβληματιστούμε για την ουσία του «Εμείς και οι Ελληνες», εκείνου του ηθελημένα, σκηνοθετημένα ακραίου κειμένου του Δημήτρη Δημητριάδη.
«[…] Το ελληνικό είναι επίκτητο. Κατακτάται, εάν ευοδωθεί η προσπάθεια της κατάκτησής του. Μπορούμε να γίνουμε ελληνικοί; Γίνεται κανείς ελληνικός όταν αρχίσει να στέκεται αντίκρυ στους Ελληνες. Στέκομαι αντίκρυ, σημαίνει, ανάμεσα σ’ εμένα και στο άλλο υπάρχει απόσταση. Κάτι περισσότερο: ρήξη, χάσμα. Ρήξη μας χωρίζει από τους Ελληνες. Χάσμα χάσκει ανάμεσα σ’ εμάς και την Ελλάδα. Ρήξη και χάσμα, όμως, είναι προϋποθέσεις στοχασμού […]», γράφει ο Δημητριάδης.
Η παράσταση του Χόβε είναι το έτερο ως ελληνικό. Με τόλμη και γνώση αντιμετώπισε τον «Ορέστη» (408 π.Χ.) ως συνέχεια της «Ηλέκτρας» (413 π.Χ.). Αφαίρεσε την τελική σκηνή της «Ηλέκτρας» (οι Διόσκουροι ως από μηχανής Θεοί ορίζουν τη λύση), και τα χορικά (τα μέρη που αντιστέκονται περισσότερο στην επιδίωξη σύγχρονων σκηνικών προσεγγίσεων), έκοψε προλόγους που παρέχουν ήδη γνωστές πληροφορίες, μετακίνησε μία σκηνή. Στη νέα σύνθεση τα επεισόδια εξελίσσονται με σταδιακή αύξηση της έντασης, έως την απελπισμένη, εξτρεμιστική μεταμόρφωση των τριών νέων, του Πυλάδη, του Ορέστη και της Ηλέκτρας. Οι δύο τραγωδίες αποκτούν σφιχτή, πλούσια πλοκή. Η φόρμα γίνεται πιο οικεία, αλλά δεν χάνει το τραγικό της μέγεθος.
Αν και έκοψε τα χορικά, ο Βαν Χόβε, διατήρησε τον Χορό των γυναικών. Μάλιστα στην «Ηλέκτρα» η συμμετοχή τους στη σκηνική δράση είναι συνεχής και σε κάποιες σκηνές, μέσω της χορογραφίας του Βιμ Βαντεκέιμπους, καθηλωτική. Ο βακχικός χορός υπό τον γρήγορο, έντονα ρυθμικό ήχο των τυμπάνων που χορεύουν η Ηλέκτρα ο Χορός αμέσως μετά τον φόνο του Αιγίσθου, είναι μία από τις ψυχαναλυτικές αναφορές της προσέγγισης του Βαν Χόβε. Η Σουλιάν Μπραχίμ, έξοχη στον ρόλο της Ηλέκτρας, μεταμορφώνεται η ίδια στον άνδρα που περιμένει να τη σώσει. Το ότι θα κόψει τον φαλλό του νεκρού Αιγίσθου μπορεί να βρίσκεται σε αντίθεση με το πνεύμα του αρχαιοελληνικού θεάτρου αλλά είναι συμβατό με τις αναφορές του σύγχρονου κοινού (την αισθητική της βίας που κυριαρχεί στον κινηματογράφο κι έχει οικειοποιηθεί και η σκηνική τέχνη).
Στον «Ορέστη» πια, μετά μία σειρά αγώνων λόγου του Ορέστη με τον Τυνδάρεω και τον Μενέλαο, και της περιγραφής της δίκης του, ο Βαν Χόβε εκθέτει το βασικό ζήτημα της διασκευής του: τη ριζοσπαστικοποίηση των νέων που, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα για μια ζωή καλή, δίκαιη και ευτυχισμένη, οδηγούνται σε πράξεις ακραίας βίας.
Αλλά πώς κατορθώνεις την αλήθεια της σκηνικής πράξης όταν αυτή αφορά ένα τόσο οξύ στις μέρες μας πρόβλημα, μ’ ένα θίασο των χαρακτηριστικών της Comedie Francaise, σε μία λαμπρή αίθουσα του Παλέ Ρουαγιάλ; Θα κάνω μία υπόθεση: κι αν ο Βαν Χόβε, σε συνεργασία με τον επί πολλά χρόνια συνεργάτη, και σύντροφό του, σκηνογράφο Γιαν Βερσβέιβελντ, έστησε μία πλεκτάνη, σκεπάζοντας τη σκηνή με λάσπη; Εντελώς κόντρα στην αισθητική της Salle Richelieu, όπου η παράσταση έκανε πρεμιέρα την άνοιξη, οι ηθοποιοί θα αναγκάζονταν να καταβάλουν έντονη προσπάθεια για να κινηθούν, να μιλήσουν, να χορέψουν μέσα στη λάσπη, έχοντας να αντιμετωπίσουν τη δυσανεξία που προκαλεί όπως κολλάει στο πρόσωπο και στο σώμα, και βαραίνει τα ρούχα. Eτσι, νομίζω, τους οδήγησε σ’ ένα παίξιμο που αντλεί από τα πιο εσωτερικά και σκοτεινά του εαυτού. Eξοχοι ως μονάδες και μέλη του συνόλου, με φωνές και εκφορά του λόγου που χαιρόσουν να ακούς (παρά τις «ψείρες»), οι ηθοποιοί της Comedie Francaise είχαν τραγικό μέγεθος χωρίς να χάνουν την ψυχολογική αλήθεια της στιγμής. Μοιάζει υπερβολή αλλά σα να μπορέσαμε να θαυμάσουμε εντελέστερα τον «πατρικό», ελληνικό λόγο μέσα από τη μετάφρασή τους. Μπράβο σε όλους.
Και πρωτίστως στον σκηνοθέτη, ο οποίος «άδειασε» πολλές αμφιβολίες, πολλών εξ ημών, για το πώς ανεβαίνει σήμερα η τραγωδία. Ο Φρύγας, ας πούμε, είναι ένα τραγικό πρόσωπο στην παράσταση του Βαν Χόβε, ένας σκλάβος, έρμαιο στις μεταπτώσεις της Τύχης, και όχι μία χαριτωμένη, queer πινελιά που σπάει τη σοβαρότητα του δράματος, όπως συνήθως αποδίδεται στις ελληνικές παραστάσεις… Και μόνο μία στιγμιαία εικόνα βίας στο τέλος της παράστασης ήταν αρκετή για να δείξει ότι αγαπάμε την τραγωδία αλλά η σημερινή βία δεν είναι θέατρο και από μηχανής Θεοί δεν υπάρχουν.
Ο 60χρονος σήμερα Βαν Χόβε, έχοντας επανειλημμένως αξιοποιήσει στις παραστάσεις του τα πιο σύγχρονα τεχνολογικά μέσα σε απόλυτα μοντέρνες, οπτικές προτάσεις, και μάλιστα στα σημαντικότερα θέατρα και φεστιβάλ, δεν χρειαζόταν να αποδείξει τίποτα. Αλλά μπορείς να μην εκτιμήσεις το γεγονός ότι, δουλεύοντας στην Comedie Francaise, δεν έχασε ποτέ από τον ορίζοντά του την κατάληξη τoυ «Εlectre/Oreste» στο ομορφότερο θέατρο του κόσμου, την Επίδαυρο; Η λάσπη που ήταν κόντρα στην αισθητική της Salle Richelieu ταίριαξε απόλυτα στην ορχήστρα και στο περιβάλλον του αρχαίου θεάτρου. Δεν αφορούσε πια μόνο τη ρευστή, βρώμικη ηθική του ενήλικου, «πολιτισμένου» δυτικού κόσμου που οδηγεί τους νέους στη βία και στην τρομοκρατία, αλλά την πρωτογενή ύλη της φύσης που περιβάλλει το αργολικό θέατρο, μια απροσδόκητη άρση του στερεοτυπικού αρχαιοελληνικού κάλλους και ταυτόχρονα επιστροφή στη βάση της καταγωγής μας. Το έτερον ως ελληνικό. Αυτό.