«Δεν μπορούμε να είμαστε αξιοπρεπείς άνθρωποι στο σπίτι, αγνοώντας τα κακά του κόσμου», σημειώνει ο μεταφραστής της αγγλικής εκδοχής του έργου «Ο Μπίντερμαν και οι εμπρηστές» Αλιστερ Μπίτον. Η σκηνοθέτις, υπεύθυνη του Μικρού Εθνικού και παιδοψυχίατρος Σοφία Βγενοπούλου, όταν επέλεγε το έργο του Μαξ Φρις να ανεβάσει στην εφηβική σκηνή, δεν μπορούσε να φανταστεί σε τι συγκυρία θα παιζόταν. Μπορεί η πανδημία να μας προετοίμασε για τον ζόφο των ημερών, σήμερα όμως το έργο του Φρις, όπου πραγματεύεται τη συλλογική ευθύνη απέναντι σε έναν κίνδυνο που μας αφορά όλους, είναι δυστυχώς περισσότερο επίκαιρο από ποτέ.
Η Σοφία Βγενοπούλου με τις καλλιτεχνικές ευαισθησίες και επιστημονικές της γνώσεις ξεκινάει την επαγρύπνηση από τις μικρότερες ηλικίες. Από τους εφήβους, εκεί όπου όλα ακόμα διαμορφώνονται. Συνομιλήσαμε μαζί της προτού ξεκινήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και τώρα που ανέβηκε η παράσταση στο Εθνικό Θέατρο, όλα μοιάζουν προφητικά στη συζήτησή μας.
– Το θέατρο επλήγη πολύ από την πανδημία. Πώς επιλέξατε αυτό το έργο;
– Με έχει συγκλονίσει αυτή η διετία σε σχέση με τα παιδιά, ίσως επειδή είμαι και μαμά. Δεν είναι όμως μόνον τα βιολογικά μου παιδιά –που είναι από 13 ετών έως 22 ετών αυτή τη στιγμή– είναι και όλα μου τα παιδιά που έχω στον χώρο του θεάτρου. Με όλο αυτό που έχει συμβεί και συμβαίνει πρέπει να κρατήσουμε ανοιχτά τα αντανακλαστικά μας. Διότι μας τραβάει η τρύπα του καναπέ μας. Δεν πρέπει να κοιμηθεί η σκέψη μας. Και ό,τι καλό θα προκύψει, εάν προκύψει, είναι επειδή συνεχίζουμε να σκεφτόμαστε και να νοιαζόμαστε. Κάπως έτσι επέλεξα αυτή τη δουλειά. Δεν ήταν από τις αναμενόμενες επιλογές. Θεωρώ ότι κάθε θεατρική δουλειά που γίνεται είναι ένα είδος ηρωισμού. Οι συνθήκες είναι εξαιρετικά δύσκολες, να τραγουδάς, να παίζεις, να κινείσαι με τη μάσκα. Και ταυτόχρονα να συνεχίζεις να πιστεύεις μέσα σου, με όλα αυτά που συμβαίνουν, ότι θα συνεχίσει να υπάρχει κοινό να επικοινωνήσεις αυτά που πιστεύεις.
– Μιλήστε μου για το έργο «Ο Μπίντερμαν και οι εμπρηστές»;
– Το έργο έχει γραφτεί το 1956-1958 από έναν Ελβετό αστό, τον Μαξ Φρις, αρχιτέκτονα που εκπλήρωσε το μεγάλο του όνειρο να γίνει συγγραφέας. Από πολλούς θεωρείται αριστούργημα και για τη φόρμα του και για το μήνυμα που ήθελε να περάσει, σε μια Ευρώπη που ταλαιπωρείται από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά το Ολοκαύτωμα, με τον κομμουνισμό να εισβάλλει σε χώρες της Ευρώπης. Νομίζω ότι το λέει πάρα πολύ ωραία ο ίδιος, στα ημερολόγιά του γράφει ότι «εάν έχω μια ευχή και επιθυμία ο ίδιος είναι να γράψω ένα έργο μια μέρα, από το οποίο φεύγοντας οι θεατές δεν θα μπορούν να ζήσουν στιγμή εάν δεν απαντήσουν το ερώτημα που βάζει».
Και κάπως και εγώ ως σκηνοθέτις το αισθάνομαι μετά από αυτή τη διετία είναι να βγεις και να θέσεις ένα ερώτημα που σε εξαναγκάζει σε μια διαρκή σκέψη. Γιατί το έργο τι λέει; Με τα δεδομένα της εποχής, εκτυλίσσεται σε μια πόλη που ξέρουμε ότι συμβαίνουν εμπρησμοί και διαχέεται συνεχώς μια απειλή, η οποία δεν είναι πραγματική φυσικά, είναι μια παραβολή. Από όλες όμως τις απειλές, η φωτιά έχει τη σημασία της γιατί έχει τη δυνατότητα να σβήσει τη ζωή τελείως. Απανθρακώνει τα πάντα. Και ενώ το γνωρίζει αυτό ο ήρωας του έργου, ο Μπίντερμαν (που στα γερμανικά σημαίνει «ο καλύτερος άνθρωπος») με κάποιο περίεργο τρόπο όχι μόνον αφήνει, αλλά διευκολύνει την εγκατάσταση των εμπρηστών στο σπίτι του προκειμένου να τινάξουν όχι μόνο το δικό του σπίτι στον αέρα αλλά και ολόκληρη την πόλη. Χρησιμοποιεί τη λέξη «πόλη», με την έννοια της κοινωνίας, αφού δεν είναι προσωπική η επίθεση σε αυτόν, αλλά ο στόχος είναι η κοινωνία. Στο έργο του τοποθετεί και τον Χορό με τη λειτουργία της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
– Στο δικό σας έργο, ο Χορός είναι εμπνευσμένος από τη σημερινή εφηβεία και τα ακούσματά τους;
– Αποφασίσαμε να ξαναγράψουμε τα χορικά. Η Τζούλια Διαμαντοπουλου έκανε μια υπέροχη δουλειά με τους στίχους, όσον αφορά το σήμερα και το τι τα νέα παιδιά έχουν να αντιτάξουν σε αυτή την ιστορία καταστροφής. Αυτή είναι η δική μας πρόταση. Τι έχει ένας νέος άνθρωπος να αντιτάξει στην ιστορία καταστροφής. Οντως οι μεγαλύτερες καταστροφές έχουν συμβεί κάτω από τη μύτη μας, και δεν πιστεύαμε ποτέ ότι θα γίνουν, και ξυπνούσαμε μια μέρα και τελικά είχαν γίνει. Και χρόνια μετά δεν πιστεύαμε πώς συνέβησαν κάτω από τη μύτη μας. Ας μην πάμε μακριά, στο Ολοκαύτωμα, μια ολόκληρη χώρα ξύπνησε δεκαπέντε χρόνια μετά. Αλλά είχαν ήδη εγκατασταθεί μέσα στην πόλη μας, στην κοινωνία μας, μέσα μας. Είναι μια πολύ δυνατή παραβολή.
Εχουμε επιλέξει να κάνουμε ένα διαφορετικό φινάλε από τον Φρις. Αυτή η σημαντική δική μας διερεύνηση, ότι προσπαθούμε να καταθέσουμε το ερώτημα, σε αυτόν τον αναπόφευκτο κύκλο της Ιστορίας, πώς είναι δυνατόν ένας νέος άνθρωπος να το θεωρήσει δεδομένο; Υπάρχει μια φράση «μην το πεις ότι είμαστε από την αρχή χαμένοι, ότι η μάχη αυτή είναι εξαρχής προδιαγεγραμμένη». Τι είναι αυτό που θα μας σώσει; Ισως το να κρατήσουμε τη σκέψη μας ανοιχτή, γενναία, να μπορώ να αναγνωρίζω το κακό. Να μην αφήνω την υποκρισία να κυριαρχεί. Και φυσικά να παραδέχομαι και τα λάθη μου. Και ναι, να κάνουμε λάθη, αλλά ας κάνουμε διαφορετικά λάθη κάθε φορά. Οχι τα ίδια και τα ίδια.
– Η ζωή για εσάς τι είναι;
– Μου αρέσει να τη βλέπω σαν ένα μεγάλο μάθημα. Αυτό είναι το δώρο της ηλικίας μου, ότι μπορώ να εκτιμήσω με μεγαλύτερη αντοχή ότι κάτι μαθαίνεις απ’ όλα. Από τη μέση και μετά του έργου έχουμε αυτενεργήσει γιατί πιστεύουμε ότι πρέπει να προετοιμαστούμε και για τη μάχη που έρχεται στη ζωή. Στην πρόβα λέμε ότι στο έργο αυτή η ιστορία είναι τελειωμένη. Δεν είναι όμως τελειωμένη η ιστορία έξω, όταν θα βγεις από την πόρτα του θεάτρου.
Η καλοσύνη θα έπρεπε να είναι το ύψιστο μάθημα στα σχολεία
– Εστιάσατε από πολύ νωρίς στη θεατρική αγωγή των παιδιών και των εφήβων συνδυασμένη με την επιστημονική σας σκευή, την ψυχιατρική. Πώς συνδυάζονται;
– Για μένα είναι αυτονόητη η πορεία γιατί ήμουν από πολύ νωρίς αποφασισμένη και για τα δύο στη ζωή μου. Χόρευα και έπαιζα μουσική και θέατρο από παιδί στο δωμάτιό μου. Και ήξερα ότι ήθελα να γίνω και παιδοψυχίατρος. Τα διέπει και τα δύο μια περιέργεια για την ανατομία των ανθρώπινων σχέσεων. Εχω από τη μια την επαφή με τον πραγματικό πόνο και η δημιουργικότητα να φτιάχνεις ιστορίες είναι το βέλος μπροστά, κοιτάζεις τον τρόπο που οι ιστορίες αντί να μας χωρίζουν, μας ενώνουν. Το θέατρο είναι μια πολύ συνεργατική διαδικασία, δουλεύω μόνο με σύνολα, με δημιουργικές ομάδες που είμαστε μια «γροθιά». Είμαι πολύ τυχερή για τους συνεργάτες που έχω, για την καταπληκτική ομάδα 12 ηθοποιών που εργάζονται σε αυτόν τον δύσκολο χώρο. Η απάντηση στον ανθρώπινο πόνο είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, η αλυσίδα που φτιάχνουμε, το ότι είμαστε πολύ πιο ίδιοι από ό,τι νομίζουμε. Και μπορούμε να είμαστε και πολύ πιο μαζί.
– Γιατί «κλείνουμε» όσο μεγαλώνουμε οι άνθρωποι; Γιατί δυσκολευόμαστε να παραμείνουμε ένα ανοιχτό «σύστημα»;
– Το «κλειστό» σύστημα είναι ένα είδος παθογένειας γιατί δεν επικοινωνείς με τον άλλο. Δεν ξέρω γιατί όλοι «κλείνουμε»; Θα δανειστώ αυτή τη φράση από το έργο, «ίσως είναι γλυκός ο καναπές». Εγώ το έχω νιώσει πολύ αυτή τη διετία, πόσο έχω βυθιστεί μέσα. Πόσα πράγματα έχω όρεξη να κάνω, και δεν με ακολουθεί το σώμα μου. Για αυτό χρειαζόμαστε τα αντανακλαστικά. Οπως λέμε και στην παράσταση «Παναγία μου, να μην υπνοβατήσουμε μέχρι το μνήμα».
– Η συμμόρφωση είναι όμως ένα ζητούμενο στην αγωγή των παιδιών.
Η απάντηση στον ανθρώπινο πόνο είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, η αλυσίδα που φτιάχνουμε, το ότι είμαστε πολύ πιο ίδιοι από ό,τι νομίζουμε.
– Ναι, γιατί ίσως σχετίζεται με την ακαδημαϊκή απόδοση και σε αυτό το αξιακό σύστημα στο οποίο έχουμε όλοι επενδύσει. Το σχολείο πρέπει να σε κάνει άνθρωπο. Η καλοσύνη θα έπρεπε να είναι το ύψιστο μάθημα, ενώ πιστεύω ότι σήμερα στα σχολεία μαθαίνουν τα πάντα εκτός από αυτό.
– Πώς επηρέασε η πανδημία τα παιδιά και τους εφήβους;
– Απομονώθηκαν. Εχασαν την ευκαιρία του κοινωνικού μαθήματος. Και φέρθηκαν υποδειγματικά τα παιδιά στους νέους κανόνες. Αλλά τι συμβαίνει με εκείνες τις ηλικίες που θέλουν να ερωτευτούν, να πειραματιστούν, να πάρουν τα ρίσκα τους; Γιατί και το ρίσκο είναι ένα μάθημα, άλλο που στους γονείς τρέμει η ψυχή τους. Νομίζω ότι όλα τα παιδιά συνολικά αυτά τα δύο χρόνια έχασαν πολύ από την αυτοπεποίθησή τους. Και πρέπει να δώσουμε τα συγχαρητήρια που πρέπει σε αυτά τα παιδιά, γιατί άντεξαν δύο ολόκληρα δύσκολα χρόνια και το έφεραν εις πέρας.
– Το πιο οδυνηρό πράγμα είναι ότι ήδη οι νέοι άνθρωποι ξεκινούν τη ζωή τους με ένα αίσθημα ότι τίποτα δεν αλλάζει.
– Δεν σας κρύβω ότι έχουμε όλοι αναρωτηθεί εάν αυτό το πολιτικό έργο θα ενδιαφέρει τους εφήβους γιατί αισθάνομαι ότι μεγάλες μερίδες παιδιών είναι απολιτίκ. Δεν ξέρω εάν συνδέουν τη δική τους καθημερινότητα με το μεγάλο πολιτικοοικονομικό γίγνεσθαι. Αυτό με αφορά πάρα πολύ πια, γιατί το αντίθετο οδηγεί σε μια μεγάλη αβοηθησία. Μήπως τους νέους μας τους έχουμε καταστήσει εκτός κέντρων ελέγχου, εκτός κέντρων αποφάσεων; Πόση ελευθερία δίνεις σε έναν δεκαπεντάχρονο την ώρα που αυξάνεται η εγκληματικότητα; Δεν έχω καμία απάντηση. Αλλά πόσο θα κρατάμε μέσα τα παιδιά;