«Οταν ήταν να διαλέξω το πεπρωμένο μου, διάλεξα την παραφροσύνη»
Ταντέους Μιτσίνσκι
Ο θεατής στα πρώτα δέκα λεπτά της παράστασης της «Αντιγόνης» του Ζαν Ανούιγ στο «Υπόγειο» του Θεάτρου Τέχνης βιώνει ένα αίσθημα δυσφορίας, κυκλώνεται από τον φόβο της πλήξης, αισθάνεται ένα ξάφνιασμα, αλλά και μία περιέργεια, καθώς, απροετοίμαστος, δεν περιμένει να δει στις ερμηνείες των ηθοποιών την πρόβα της παράστασης αλλά την ίδια την παράσταση. Εμπλέκεται αναμφίβολα στη μετα-θεατρική πιραντελική αντίληψη πως ό,τι γράφει ο Ανούιγ αλλά και ό,τι βλέπει ο ίδιος ως θεατής, είναι θέατρο. Ετσι, ο θεατής και οι παραταγμένοι σε οριζόντια διάταξη ηθοποιοί, διαλέγονται σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, καθώς συμφωνούν σιωπηλά ότι εγκαταλείπουν τη θεατρική σύμβαση και αποδέχονται τον ρεαλισμό της συνειδητοποίησης ότι θα βιώσουν με διαφορετικό τρόπο την αλήθεια του θεατρικού φαινομένου.
Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε πόσες φορές έχει εφαρμοστεί αυτή η τεχνική στην ελληνική σκηνή. Θυμάμαι ως εξαιρετικό εγχείρημα τον «Εθνικό Υμνο» του Μ. Μαρμαρινού (2001). Το σημαντικό είναι ότι η Μαρία Πρωτόπαππα αναλαμβάνει ένα ρίσκο και το υλοποιεί. Επιχειρεί μία ειλικρινή ανάγνωση του έργου και καταφέρνει να πάρει σιγά σιγά μαζί της τον θεατή και σταδιακά του προκαλεί την έκπληξη της ανακάλυψης αυτού του κλασικού πια έργου, της «Αντιγόνης» του Ανούιγ. Επιλέγει την οδό της ερευνητικής δουλειάς, της διερευνητικής σκηνοθετικής εργασίας και απορρίπτει τη μέθοδο της διδασκαλίας των ηθοποιών με την αντίληψη της μίμησης ενός ρόλου. Αναζητά να βρει μέσα από την καθοδήγηση των ηθοποιών στην πρόβα, τον τρόπο να αναδείξει τον ηθοποιό και ως δρων πρόσωπο και ως θεατή του εαυτού του, μία μέθοδο αποστασιοποίησης στο θέατρο, που όρισε πρώτος δύο αιώνες νωρίτερα από τον Μπρεχτ, ο Γάλλος θεωρητικός του δράματος, Ντ. Ντιντερό.
Δεν κατάλαβα τον λόγο για τον οποίο ενέπλεξε τη νοηματική γλώσσα ενώ έχει την πρόθεση να απογυμνώνει μία παράσταση από τα «περιττά στολίδια» και να αποκαλύπτει το πραγματικό «υλικό των χαρακτήρων» των δραματικών προσώπων. Ισως η επιλογή της να συνδέεται με το ασφυκτικό κλίμα σιωπής, της στέρησης της δυνατότητας έναρθρης έκφρασης της Αντιγόνης, όταν στερείται το οξυγόνο και ασφυκτιά, όταν πια συνειδητοποιεί τη θανατική της ποινή. Αλλωστε, έχει δοκιμάσει τη σκηνοθετική της ικανότητα στο «Ρίττερ, Ντένε, Φος» του Τ. Μπέρνχαρντ (2019), στον ίδιο ιστορικό χώρο της σκηνής του «Υπογείου» και έχει αποδείξει ότι πάνω απ’ όλα αναδεικνύει τον προβληματισμό που αφορά την ύπαρξη των δραματικών προσώπων σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον, καταπιεστικό για την οντότητά τους.
Μοναδικής ερμηνευτικής αξίας ηθοποιός, ο Γιάννης Τσορτέκης, αποκάλυψε έναν πολυσήμαντο Κρέοντα.
Σκηνοθέτησε την Αντιγόνη «ως ηθοποιός» και έφερε τον θεατή σε μια διαφορετική νοητική κατάσταση. Επέλεξε ένα έργο που γράφτηκε το 1942 και ανήκει σαφώς στο μεικτό είδος του δράματος με έντονα τα χαρακτηριστικά της «σοβαρής» κωμωδίας, ένα είδος που καλλιέργησε ο Μολιέρος τον 17ο αιώνα. Ολα τα δραματικά στοιχεία του έργου ισορροπούν ανάμεσα στο καλό και στο κακό, στο σοβαρό και στο αστείο, στο όμορφο και στο άσχημο, στο σωστό και στο λάθος. Σε αυτήν την εκδοχή της Αντιγόνης, ο Κρέοντας αναδεικνύεται ως ο κυρίαρχος διεκπεραιωτής της εξουσίας, ως ο επαγγελματίας ηγέτης που εκτελεί καθημερινά το καθήκον του απέναντι στην πόλη και τη διαφυλάσσει από την οποιαδήποτε απειλή. Η «μικρούλα» και «ανώριμη» Αντιγόνη πρέπει να υποταχθεί στον νόμο του κράτους για να λειτουργήσει το σύστημα και να σωθεί η πόλη. Για τον Ανούιγ η αληθινή τραγωδία πρέπει μεταφερθεί στην ανθρώπινη ζωή.
Μοναδικής ερμηνευτικής αξίας ηθοποιός, ο Γιάννης Τσορτέκης, αποκάλυψε έναν πολυσήμαντο Κρέοντα, με αίγλη, εκφραστική δύναμη και ολίγη ανθρωπιά και ευαισθησία. Αγκαλιάζει τη μικροσκοπική Αντιγόνη, την αποκαλεί «μικρή μαϊμού», προσπαθεί με κάθε δυνατό τρόπο να τη μεταπείσει, την πλευρίζει έντεχνα, όπως η αυταρχική εξουσία υποκρίνεται ότι προστατεύει τους αδύναμους, πριν τους εξοντώσει. Την προκαλεί συνεχώς να του απαντήσει στο ερώτημα, αν γνωρίζει αληθινά τον λόγο που θα πεθάνει. Εκκεντρικός και προκλητικός, μέθυσος Κρέων, διεκπεραιώνει ως το τέλος το καθήκον του απέναντι στην πόλη. Ακόμα και την ημέρα που ολομόναχος συνειδητοποιεί τον θάνατο που έχει προκαλέσει, δεν παρεκκλίνει από το πρόγραμμά του και παρευρίσκεται στις πέντε η ώρα ακριβώς στο Συμβούλιο του Κράτους.
Η εικοσάχρονη «αδυνατούλα» Αντιγόνη της Κίττυ Παϊταζόγλου είναι μια ισχυρή σκηνική παρουσία μέσα στον λιτό χώρο που σκηνογράφησε η Εύα Νάθενα. Είναι απλώς έξοχη. Βιώνει τον εσωτερικό διχασμό της ηρωίδας, αξιοποιεί τη βούληση, ως ανώτερη ψυχική λειτουργία, τη συνδυάζει με την κατάκτηση της συνειδητότητας του στόχου της ελευθερίας. Είναι ένα ιδιαίτερα δυνατό ερμηνευτικά πλάσμα, ως αυτοκαταστροφική κραυγή ελευθερίας, μια αυθεντική κραυγή απόγνωσης μέσα στην εύθραυστη παρουσία της. Ισως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και οι δύο, σκηνοθέτης και ηθοποιός, έχουν ερμηνεύσει με διαφορά δέκα ετών, τον σαρκαστικό μονόλογο της «Μαιρούλας» της Λ. Κιτσοπούλου, έχουν διεκδικήσει ως άλλες Αντιγόνες την αίσθηση της ανεξαρτησίας και έχουν εναντιωθεί στην κοινωνική και πολιτική σύμβαση. Εχουν αρνηθεί να ικανοποιηθούν με τις μικρές χαρές της καθημερινότητας κι έχουν αναγνωρίσει την «εξαφανισμένη οργή» από το βλέμμα των κατοίκων της πόλης. Ο Χρήστος Στέργιογλου, χαρισματικός ηθοποιός στον ρόλο του Προλόγου και του Χορού παράλληλα, διακόπτει σε καίρια σημεία τη δραματική ροή και υπηρετεί άριστα τη σκηνοθετική πρακτική της αφηγηματικής σχολιαστικής παρέμβασης. Με την εσκεμμένα ιδιότυπη άρθρωσή του και ηχηρούς τους τόνους της ειρωνείας, του χιούμορ και του σαρκασμού οδεύει έως και την πλήρη εξαφάνιση κάθε ίχνους του τραγικού στοιχείου. Ο Δημήτρης Μαμιός ως Αίμονας και η Αντριάνα Ανδρέοβιτς ως Ισμήνη συμπληρώνουν το υποκριτικό σύνολο που αποδίδει το αστικό υπόβαθρο της δραματουργίας του Ανούιγ. Ο Δημήτρης Μαργαρίτης ως φρουρός και η Ηλέκτρα Μπαρούτα ως αγγελιαφόρος λειτουργούν ως μέλη ενός άρτιου συνόλου και προβάλλουν με το σύγχρονο βλέμμα τους τη δραματική ουσία που τους αναλογεί.
Η «Αντιγόνη» του Ανούιγ ως γήινη, ανθρώπινη ηρωίδα ομολογεί στο τέλος αυτού του οικογενειακού δράματος ότι «ο Κρέων είχε δικαιο… δεν ξέρω πια γιατί πεθαίνω. Φοβάμαι…». Στο φινάλε της παράστασης ο Χορός ενημερώνει με πικρό χιούμορ τους θεατές ότι «όλοι όσοι ήταν να πεθάνουν, πέθαναν, είναι όλοι πεθαμένοι…», ότι η Αντιγόνη «γαλήνεψε» και μία μεγάλη «θλιμμένη γαλήνη» πέφτει πάνω από το άδειο παλάτι της Θήβας. Επιτέλους επικρατεί ηρεμία.
* Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας Θεάτρου – Δραματολογίας στο ΑΠΘ, καθηγήτρια στο τμήμα «Ελληνικός Πολιτισμός», ΕΑΠ.