Ερωτικά φαντάσματα στο Κεντ του 1941

Ερωτικά φαντάσματα στο Κεντ του 1941

Το «Πονηρό πνεύμα» του Νόελ Κάουαρντ ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά

5' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το δραματουργικό εύρημα του Νόελ Κάουαρντ είναι πρωτότυπο και ώς ένα βαθμό εκκεντρικό: σε μια εξοχική έπαυλη στο Κεντ, τη φρικτή περίοδο του βομβαρδισμού της Μεγάλης Βρετανίας (Blitz, 1941), το ζεύγος Τσαρλς και Ρουθ Κόντομιν καλεί σε κοκτέιλ πάρτι το ζευγάρι Μπράντμαν. Για να διασκεδάσουν την αστική τους πλήξη, προσκαλούν επίσης ένα μέντιουμ, τη μαντάμ Αρκάτι, που θα υλοποιήσει μια μυστικιστική συνάντηση ζωντανών και νεκρών. Το αποτέλεσμα της σεάνς δεν είναι μόνον οι ήχοι, οι φωνές και η κίνηση των αντικειμένων που προκαλούν τα πνεύματα, αλλά και η επιστροφή του φαντάσματος της Ελβίρας, της πρώτης συζύγου του Τσαρλς, ήδη νεκρής επτά χρόνια πριν από τον δραματικό χρόνο του παρόντος.

Το «Πονηρό πνεύμα» («Blithe Spirit», 1941) είναι ένα στοίχημα για τον σύγχρονο μεταφραστή, τον σκηνοθέτη, τον ηθοποιό, αλλά και τον θεατή. Είναι ένα έργο που χαρακτηρίζεται από τον συγγραφέα του «απίθανη φάρσα σε τρεις πράξεις», αλλά στην ουσία πρόκειται για ένα μπουλβάρ, που συνδυάζει την κωμωδία ερωτικών παρεξηγήσεων με τα χαρακτηριστικά του «καλοφτιαγμένου» έργου, όπως ο Ευγένιος Σκριμπ όρισε το είδος «piece bien – faite», τον 19ο αιώνα. Πολλοί μελετητές του αγγλικού θεάτρου θεωρούν τον Κάουαρντ πρόδρομο του Χάρολντ Πίντερ. Ισως υπερβολικό. Το βέβαιο είναι ότι, για να εκτιμήσουμε σήμερα το «Πονηρό πνεύμα», πρέπει να αναγνωρίσουμε τα αστικά ήθη που διακωμωδούνται σε αυτό.

Ο Γιάννης Χουβαρδάς επιλέγει για δεύτερη φορά ένα έργο της δραματουργίας του Νόελ Κάουαρντ. Το 2003 σκηνοθέτησε στην Κεντρική Σκηνή του «Αμόρε» τις «Ιδιωτικές ζωές» («Private lives», 1930) και αιτιολόγησε την επιλογή του με το σκεπτικό ότι πρόκειται για ένα έργο πιο «ελαφρύ» απ’ αυτά που ενδεχομένως είχε συνηθίσει ο θεατής από το Θέατρο του Νότου, αλλά αυτό ακριβώς ήταν και το δέλεαρ για τον ίδιο: να σκηνοθετήσει ένα έργο «που μιλάει πολύ ελαφρά για πολύ σοβαρά πράγματα και πολύ σοβαρά για πολύ ελαφρά πράγματα». Νομίζω ότι το σκηνικό πάρτι που διοργάνωσε στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού ανταποκρίνεται ακριβώς σε αυτήν τη λογική.

Αποδόμησε πλήρως τα υλικά του αστικού έργου, τους ανεκπλήρωτες έρωτες, τις ανατροπές, τις παρεξηγήσεις, αφαίρεσε το περίβλημα της αστικής σκηνογραφίας, προσπάθησε να διασώσει εκείνα τα δραματικά μοτίβα που αγγίζουν το όριο του μοντέρνου και προσφέρουν ένα σύγχρονο τόνο στο νεοαστικό ήθος των δραματικών προσώπων. Εκανε το παν για να δώσει πνοή σε αυτό το είδος, που ο ίδιος o συγγραφέας αναγνώρισε ως «high comedy». Το βέβαιο είναι ότι, αν περιόριζε τη σκηνοθετική οπτική στην αστική αισθητική του οικείου σαλονιού, θα περιόριζε και την ελευθερία των κινήσεων του ερωτικού τριγώνου και το σχόλιο πάνω στον κοινωνικό κομφορμισμό της αστικής σύμβασης θα απλωνόταν ως πέπλο πλήξης στους ήδη επιβαρυμένους θεατές, από την έντονη και σε ένα βαθμό λογορροϊκή συμπεριφορά των δραματικών προσώπων. Ετσι, αφέθηκε στη σκηνοθετική του ευφυΐα και δημιούργησε ένα εικαστικό ερμηνευτικό θέαμα υψηλής αισθητικής ποιότητας, με πινελιές που συνδέουν την οπτική ψευδαίσθηση με τη ρεαλιστική εκδοχή της, τον φυσικό κόσμο των ζωντανών με τον μεταφυσικό των φαντασμάτων. Εστίασε στη διοργάνωση ενός πάρτι σε χώρο σκηνογραφημένο από την Εύα Μανιδάκη, γυμνό από οποιοδήποτε εμπόδιο της ελεύθερης κίνησης και σωματικής δράσης των ηθοποιών. Οι ηθοποιοί, θαυμάσιοι στα εξαιρετικά κοστούμια τους που σχεδίασε η Ιωάννα Τσάμη, βρίσκουν υπέροχους τόνους για την εκφορά των λέξεων, όπως εκφράζονται αβίαστα στην ποιοτική μετάφραση της Ερης Κύργια.

Ενα ζευγάρι καλεί σε κοκτέιλ πάρτι φιλικό του ζευγάρι. Για να διασκεδάσουν την αστική τους πλήξη, προσκαλούν επίσης ένα μέντιουμ, τη μαντάμ Αρκάτι.

Η Αννα Μάσχα, ως το φάντασμα της Ελβίρας, πλανάται αισθησιακή μέσα στο λευκό παραμυθένιο φόρεμά της, ένα αληθινό αερικό, μια ονειρική νεράιδα άλλοτε ως αλαφροΐσκιωτη, υπερκόσμια και αιθέρια, άλλοτε ως δαιμονική ύπαρξη που ταράζει την ισορροπία του συνόλου. Η Μάσχα έχει θηλυκότητα και μια κρυμμένη πονηριά, σχεδόν κοριτσίστικη που την κάνει ερωτικά θελκτική. Εχει βέβαια κι ένα εξαιρετικό ταλέντο να μεταμορφώνεται και να διαπερνά ευέλικτα ως αόρατη Ελβίρα από το ένα επίπεδο του ρεαλισμού στο άλλο του φανταστικού. Κινείται με πλήρη άνεση πάνω στη σκηνή με την ίδια σωματική ευλυγισία που διέσχιζε τον σκηνικό χώρο ως υστερική σύζυγος Αμάντα, στο ερωτικό τρίγωνο των «Ιδιωτικών ζωών» της παράστασης του Αμόρε το 2003.

Ο Αργύρης Ξάφης, εξαιρετικός ως Τσαρλς, για τον οποίο γίνεται το μαλλιοτράβηγμα των φαντασμάτων, πρωταγωνιστής που χορεύει και τραγουδά, «παρτάρει» με κέφι προκαλώντας την αίσθηση πως παίζει σε μιούζικαλ. Κατά τα άλλα, φιλήσυχος συγγραφέας, που αποσύρεται στην εξοχή για να τελειώσει το καινούργιο του βιβλίο. Το παιχνίδι του και ο διάλογος με τις αόρατες υπάρξεις των συζύγων του-φαντασμάτων είναι σημαντικό μάθημα υποκριτικής. Η ζηλιάρα και νευρωτική σύζυγος Ρουθ, ντίβα α λα Φέι Νταναγουέι, της Κωνσταντίνας Τάκαλου συμπληρώνει το ερωτικό τρίγωνο και συμβάλλει δραστικά στις διασκεδαστικές ανατροπές, καθώς καταλήγει μέσω απίθανων συμπτώσεων να μεταμορφωθεί επίσης σε φάντασμα. Η εκκεντρική μαντάμ Αρκάτι της Αμαλίας Μουτούση, μια ακαταπόνητη, απροσδιορίστου ηλικίας, Βρετανίδα ποδηλάτισσα που αλωνίζει τη σκηνή με το ποδήλατό της και καταπιάνεται κάπως αδέξια με τον πνευματισμό, είναι η έκπληξη και ταυτόχρονα η αποκάλυψη στην παράσταση αυτή. Δεν ξέρει κανείς τι να απολαύσει πρώτα, στη σπιρτάδα της, στα χοροπηδητά της, στις κλιμακώσεις της φωνής της, στο τσαχπίνικο και αβίαστο παίξιμό της. Το ζεύγος του γιατρού Μπράντμαν σκηνοθετήθηκε με την οπτική του κόμικς, ερμηνεύτηκε εύστοχα και στυλιζαρισμένα από την Κατερίνα Λέχου και τον Γιώργο Γλάστρα, με άξονα την αισθητική ενός εικονογραφημένου καρτούν. Η δραματουργική μονάδα της υπηρέτριας καθοριστική για τη λύση του αδιεξόδου των σεάνς, η Ειρήνη Λαφαζάνη ως υπηρέτρια Λούσι, πέτυχε να λειτουργήσει ως ιντερμέδιο στα ενδιάμεσα της σύνθετης πλοκής αυτού του «καλοστημένου» ως προς τη δραματική του ανάπτυξη έργου. Ωστόσο, ο θεατρικός πίνακας του Χουβαρδά μάλλον κατέλαβε περισσότερο χώρο και απλώθηκε σε περισσότερο χρόνο απ’ όσο μπορούν οι σύγχρονοι θεατές να αντέξουν.

Το φανταστικό στην τέχνη προκαλεί πάντοτε την ταλάντευση στον δέκτη εάν αυτό που βιώνει είναι αλήθεια ή ψέμα και ένα δίλημμα περί υπαρκτού ή ανύπαρκτου. Οταν όμως το περίβλημα είναι το είδος της κωμωδίας, τότε όλα τα στοιχεία παίρνουν την προφανή εκδοχή τους και φλερτάρουν επίμονα με το παράλογο, το θαυμαστό και το γκροτέσκο. Οι θεατές του «Πονηρού πνεύματος» ίσως να ταλαντεύτηκαν μέχρι να ισορροπήσουν σε ένα σταθερό σημείο ανάμεσα στην αυταπάτη και στη συνείδηση, στην ύπνωση και στην υποβολή, στη νηφαλιότητα και στην ψυχολογική ταραχή.

* Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας Θεάτρου – Δραματολογίας στο ΑΠΘ, καθηγήτρια στο τμήμα «Ελληνικός Πολιτισμός» του ΕΑΠ.

⇒ Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή