Ο Δ. Καραντζάς στην «Κ»: «Σήμερα οι “Πέρσες“ είναι επίκαιροι»

Ο Δ. Καραντζάς στην «Κ»: «Σήμερα οι “Πέρσες“ είναι επίκαιροι»

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς μιλάει για το σπουδαίο έργο του Αισχύλου και τη διαχρονική καταδίκη του πολέμου

7' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι «Πέρσες» του Αισχύλου καταδιώκουν τον Δημήτρη Καραντζά από τότε που πρωτοδιάβασε το έργο. Ηταν πρωτοετής στη δραματική σχολή. «Με συγκλόνισε ότι, ενώ ξεκινάει με την εκκωφαντική ησυχία της αναμονής και της επίγνωσης της πανωλεθρίας που επίκειται, όλο το έργο είναι μια ανατομία για τη διαχείριση της ήττας. Τι ελπίζει ο λαός, καθώς, από επεισόδιο σε επεισόδιο, εγκαταλείπεται από τον όποιο μονάρχη, αρχηγό ή πολιτική εξουσία».

Τώρα, στα 35 του χρόνια, ο σκηνοθέτης ετοιμάζεται να παρουσιάσει στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου (15 και 16/7) και έπειτα στην Ελευσίνα Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης (30 και 31/7) τη διασκευή, που συνυπογράφει με την Γκέλυ Καλαμπάκα, πάνω στο σπουδαιότερο έργο του Αισχύλου –την παλαιότερη σωζόμενη τραγωδία–, που πραγματεύεται την οδύνη των Περσών όταν πληροφορούνται τη συντριβή τους στη Σαλαμίνα. Ο Αισχύλος υμνεί τον νικηφόρο αγώνα των Ελλήνων εναντίον της εισβολής των Περσών και συνάμα προειδοποιεί διαβλέποντας την επεκτατική διάθεση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.

Ο Δ. Καραντζάς καταπιάνεται με τον θρήνο, την ψευδαίσθηση του μεγαλείου, την ιδεολογικοπολιτική σύγχυση, τον πλανημένο πιστό που περνάει από την αμφισβήτηση στη σύγκρουση. Ας δούμε πώς προσέγγισε τους «Πέρσες» χρησιμοποιώντας τη μετάφραση του Παναγιώτη Μουλλά, στελεχωμένος από διαλεχτούς ηθοποιούς: Ρένη Πιττακή, Χρήστο Λούλη, Γιώργο Γάλλο, Μιχάλη Οικονόμου, Γιάννη Κλίνη, Αλεξία Καλτσίκη, Θεοδώρα Τζήμου, Αινεία Τσαμάτη, Ηλία Μουλά, Μάνο Πετράκη, Τάσο Καραχάλιο, Βασίλη Παναγιωτόπουλο, Γιώργο Πούλιο:

Με όλα όσα συμβαίνουν στο βασίλειο του Δαρείου, ο Αισχύλος υμνεί και προειδοποιεί. Υμνησε τον νικηφόρο αγώνα της μικρής Ελλάδας εναντίον της εισβολής της τεράστιας Περσικής αυτοκρατορίας και με τον θρήνο των Περσών για τους αμέτρητους νεκρούς τους καταδίκασε κάθε πόλεμο, διαβλέποντας την επεκτατική διάθεση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου θα είναι δημόσιο βήμα, η Εκκλησία του Δήμου, η πόλη. Οι θεατές θα παρακολουθούν την είσοδο δεκάδων ανθρώπων στον χώρο, των πολιτών, από διάφορα σημεία: τα πεύκα, το σκηνικό οικοδόμημα, το κοίλον. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης θα έρχονται ηθοποιοί, ο Xορός στον οποίο θα δούμε και γυναίκες, καθώς και 40 εθελοντές όλων των ηλικιών – μέλη του Εξωραϊστικού Συλλόγου Επιδαύρου.

«Οπως σε μια πόλη υπάρχουν ανήλικοι έως ηλικιωμένοι, έτσι κι εδώ θα καταφθάνουν έχοντας το ίδιο αίτημα. Ολοι τους αναζητούν το νήμα της ύπαρξής τους μετά την καταστροφή. Δεν θέλω να δούμε πώς πάσχουν κάποιοι, αλλά πώς πάσχουμε όλοι. Ενας διάλογος για την ήττα».

Πόσο επηρεάστηκε η σκηνοθεσία του από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά και τη διεθνή αντιμετώπιση του πολέμου; «Οταν πρότεινα τους “Πέρσες”, δεν υπήρχε πόλεμος. Ομως με απασχολούσε κι ας το απευχόμουν, ότι μπορεί να φτάσουμε να συζητάμε με όρους πολέμου άλλων δεκαετιών. Οτι βρισκόμαστε τώρα μπροστά σε μια τέτοια εισβολή που καταπατά την ανθρώπινη ζωή, με κάνει να παγώνω. Παγώνω με τον άνθρωπο που δεν έχει βρει άλλον τρόπο να συνυπάρχει. Βιώνουμε μια κρίσιμη πολιτική στιγμή παγκοσμίως».

«Δεν θέλω να δούμε πώς πάσχουν κάποιοι, αλλά πώς πάσχουμε όλοι. Ενας διάλογος για την ήττα».

Λόγια και θέσεις του Αισχύλου περί επεκτατισμού και άμετρης έπαρσης η οποία οδηγεί στον αφανισμό των λαών έχουν αντίκτυπο και εδώ. «Οσα περιγράφει στους “Πέρσες” συμβαίνουν σήμερα δίπλα μας».

Η αλήθεια είναι ότι η ανθρωπότητα την τελευταία 20ετία γνώρισε τρεις μεγάλες παγκόσμιες ήττες: την οικονομική, την υγειονομική και τώρα τον πόλεμο. Ποιο είναι το κοινό ψυχολογικό αποτύπωμά τους; «Σε όλες τις περιπτώσεις έχεις να αντιμετωπίσεις ένα ανίκητο και απόλυτο κακό, έναν εχθρό», λέει στην «Κ» ο Δ. Καραντζάς. «Οταν η οικονομία βάλλεται, καταλήγει να είναι μια ταξική σύγκρουση που για το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας εξελίσσεται σε αγώνα επιβίωσης. Αυτό είναι πόλεμος. Η πανδημία που σε κάνει να υπακούσεις –πρέπει να υπακούσεις για να μπορέσει να αντιμετωπιστεί–, δημιουργεί φόβο: δηλαδή ψυχολογικό πόλεμο. Γύρω μου, αλλά και σε μένα τον ίδιο, διακρίνω συμπτώματα κλινικής κατάθλιψης».

«Διαχείριση σπαραγμού»

Στην παράστασή του ο Δ. Καραντζάς αντικατέστησε το τρίτο στάσιμο με στίχους των Κωνσταντίνου Καβάφη, Γιώργου Σεφέρη, Γιάννη Ρίτσου, Πέρσι Σέλεϊ, Τόμας Ελιοτ, Ζωής Καρέλλη, Σταύρου Βαβούρη κ.ά. Ξεχωρίζει τον στίχο της Καρίν Καρακασλί που αφορά το σήμερα: «Οι εξαντλημένοι του καιρού μας χρειάζονται μια στιγμή να ανασάνουν, μια στιγμή να κοιμηθούν».

«Ολα αυτά που συνέβησαν την 20ετία που αναφέρατε, είναι μια εξέλιξη πραγμάτων που έρχονται πάνω μας και εμείς πρέπει να διαχειριστούμε τον σπαραγμό. Γιατί και στις τρεις περιπτώσεις υπάρχει ο θάνατος, ο αφανισμός των ανθρώπων που πρέπει να συνηθίσεις, να συμφιλιωθείς για να μπορέσεις να ζήσεις μετά το κακό. Ολα αυτά είναι πολύ δικά μας. Εχει τεράστια διαφορά να ανεβάζεις τους “Πέρσες” παρελθοντολογώντας, κι άλλο να βρίσκεσαι και ο ίδιος σε μια μάχη, διεκδικώντας το αναφαίρετο δικαίωμά σου να ζεις».

Ο χορός των Περσών δεν είναι γερόντων «γιατί θέλω να υπάρξει η ταύτιση με το σήμερα. Η σχέση πολιτικής εξουσίας –δηλαδή της Ατοσσας, του Δαρείου, του Ξέρξη και του Χορού–, είναι η σχέση που μπορεί να έχει ένας λαός με τους πολιτικούς του ηγέτες. Γι’ αυτό και οι εθελοντές στην παράσταση είναι άντρες, γυναίκες, μικροί αλλά και μεγάλοι σε ηλικία. Ο,τι συνιστά μια κοινωνία που προσπαθεί να βρει πού θα υπακούσει. Μια κοινωνία που ξεκινάει με πίστη, τη χάνει όταν μαθαίνει την τραγωδία στη Σαλαμίνα και σιγά σιγά αρχίζει να φαντασιώνεται τη διαδικασία της εξέγερσης».

Ο σκηνοθέτης περιγράφει τη συνάντηση των πολιτών με τον παράτολμο Ξέρξη, αρχηγό της εκστρατείας των Περσών κατά των Ελλήνων: «Γίνεται για πρώτη φορά τόσο ευθεία ρήξη με την πολιτική αρχή. Δημιουργείται τέτοιος κλυδωνισμός, σαν να καταστρέφεται εντελώς στην τελευταία σκηνή η πιθανότητα δόμησης μιας κοινωνίας, καθώς έχει αφανιστεί ο λαός της. Βλέπουμε ένα πλήθος να αποχωρεί σχεδόν αποδομώντας και αλληλολιντσάροντας ο ένας τον άλλον».

Ο Δ. Καραντζάς στην «Κ»: «Σήμερα οι “Πέρσες“ είναι επίκαιροι»-1
Ο Δημήτρης Καραντζάς.

Να κάνουμε διάλογο και ας διαφωνούμε, η πόλωση δεν βοηθάει κανέναν

Οταν ρωτάμε τον Δ. Καραντζά για τη διασκευή των «Περσών», την αναθεωρημένη προσέγγισή του, υποστηρίζει ότι πρόκειται «για μια ερμηνεία του έργου». Αφαιρεί και προσθέτει – δεν το αρνείται, αλλά, όπως τονίζει, «συμβαίνει ανά τον κόσμο και ανά τα χρόνια και οι υπερασπιστές της Ελλάδας έχουμε το μοναδικό προνόμιο να λέμε “πώς γίνεται να το κάνεις στην τραγωδία;”. Παντού γίνεται: στον Σαίξπηρ, στον Τσέχοφ, οπουδήποτε. Γιατί απ’ αυτούς τους σπουδαίους κληρονομήσαμε τόσο βαθιά κείμενα και στοχασμούς, που τροποποιούνται ανάλογα με την εποχή τους, ανάλογα με το πού βρισκόμαστε».

Μπορεί να κατηγορηθεί ότι αλλάζει και τον Αισχύλο. «Αυτοί που θα με κατηγορήσουν τον ξέρουν;» απαντά. Η διασκευή είναι ένας τρόπος να συστήσουμε αυτά τα κείμενα στο νεότερο κοινό, όπως συμβαίνει και με πολλά κλασικά τραγούδια; «Εχει σημασία να περνάνε από γενιά σε γενιά. Δεν ξέρω αν θα πετύχει, όμως πρόθεσή μου είναι να ξανάρθουμε σε επαφή με την ουσία όσων έλεγε ο Αισχύλος, παρά να τον παραποιήσω. Ως αναγνώστης, αντιμετωπίζω ένα κείμενο, με τα εργαλεία του σήμερα».

Λέει ακόμη ότι το να παρουσιάζεται ο χορός με συγκεκριμένο τρόπο και κοστούμια που παραπέμπουν στην αρχαία Ελλάδα «μπορεί να έχει την αξία του για να θυμόμαστε κάτι, αλλά τι ακριβώς θυμόμαστε; Ξέρουμε ακριβώς τον τρόπο που παρουσιάζονταν; Αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς, πρέπει να χρησιμοποιούμε και μάσκες που επίσης χρησιμοποιούσαν. Γιατί το άλλο είδος που θεωρούμε κλασικό ανέβασμα, εγώ το λέω μπάσταρδο. Οχι ότι το δικό μου δεν είναι, αλλά εγώ δεν υποστηρίζω ότι το παρουσιάζω με τον κλασικό τρόπο. Η σκηνοθεσία για μένα είναι μια ερμηνεία, μια μεταγραφή. Αλλο πράγμα έγραψε ο συγγραφέας, άλλο ερμηνεύεις, κάτι άλλο επικοινωνείς με τους ηθοποιούς, και όλο αυτό μεταγράφεται σε ένα άλλο τώρα, που επιχειρεί να επικοινωνήσει με τους θεατές».

«Χωρίς φτιασίδια»

«Ωμή», έτσι περιγράφει τη διασκευή του ο σκηνοθέτης. «Μια παράσταση χωρίς φτιασίδια και αυτό αφορά από την ερμηνεία μέχρι τον ήχο της. Η μουσική του Γιώργου Πούλιου είναι ηλεκτρονική και ψυχεδελική και έχει μέσα της μια λειτουργία κραυγών, οι οποίες γίνονται μουσική μέσα από ενίσχυση και παραμόρφωση».

«Μπορεί να ακούσετε τα σχολιανά σας», σχολιάζω στο τέλος της συζήτησης. «Δεν είναι η πρώτη φορά, πολλοί τα “άκουσαν” στην Επίδαυρο. Θυμηθείτε τι έγινε με την Αννα Μακράκη όταν άναψε τσιγάρο το 1986 υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Ρόμπερτ Στούρουα. Αλλοι τα άκουσαν γιατί πάτησαν στη θυμέλη κ.ο.κ. Αυτό το θέατρο είναι σπουδαίος τόπος, ένα ελεύθερο θέατρο. Και αν δεν είναι ελεύθερο και πρέπει να κάνει τικ σε κουτάκια κολλημένων εγκεφάλων, νομίζω ότι έχουμε χάσει το παιχνίδι».

Τι θέλει να μας δείξει στους «Πέρσες»; «Οτι είναι ακόμη μια μάχη στην οποία ο λαός προδίδεται. Με ενδιαφέρει να βγει το κομμάτι της αναρώτησης: πώς ζούμε, πώς υπακούμε, πόσο ελεύθεροι είμαστε στο να θεωρούμε ότι συνεχίζουμε μια αίσθηση δημοκρατίας. Να κάνουμε διάλογο και ας διαφωνούμε. Αλίμονο αν η υποστήριξη μιας ιδεολογίας, ενός κόμματος, σημαίνει τυφλό φανατισμό. Η πόλωση δεν βοηθάει κανέναν. Το βλέπουμε στα σόσιαλ μίντια, όπου ο καθένας είναι ακραίος υπερασπιστής της γνώμης του και δεν δέχεται άλλη. Η εποχή είναι ανησυχητική. Ο διάλογος είναι η λύση».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή