«Αγριες μέλισσες» στην Επίδαυρο…

«Αγριες μέλισσες» στην Επίδαυρο…

Τα βασικά γνωρίσματα της επίδρασης της τηλεοπτικής αισθητικής –και του αντίστοιχου κοινού– στο νεοελληνικό θέατρο

3' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον για την ιστορία του ελληνικού κι ως εκ τούτου του ευρωπαϊκού θεάτρου: επιτυχημένες καθημερινές τηλεοπτικές σειρές, όπως οι «Αγριες μέλισσες» ή ο «Σασμός», δημιουργούν μικρές «αποικίες» στο πεδίο της αρχαίας τραγωδίας και στον θεατρικό χώρο της επιδαύριας σκηνής. Ειδικότερα, με αφορμή την εισπρακτική επιτυχία της παράστασης της «Αντιγόνης», σε σκηνοθεσία του Λιθουανού Τσέζαρις Γκραουζίνις, τέθηκε γι’ άλλη μια φορά το ζήτημα της σύνδεσης της τηλεοπτικής αισθητικής με την τέχνη του θεάτρου και της αλληλεξάρτησης μεταξύ τους. Το ζήτημα αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν σκεφτεί κανείς την υποχώρηση της δημοφιλίας της τηλεόρασης την τελευταία δεκαετία εν σχέσει με την επικράτηση της διαδικτυακής ενημέρωσης και διασκέδασης.

Πολλά δημοσιεύματα αφιερώθηκαν στη διερεύνηση της σύνδεσης της πολιτιστικής βιομηχανίας της εποχής μας με τη μαζική κουλτούρα που αυτή παράγει κι εστίασαν εύστοχα στον τρόπο με τον οποίο μία καλά οργανωμένη εμπορική παράσταση συντηρεί επαρκώς τους τηλεοπτικούς μύθους, τους αστέρες των καθημερινών σίριαλ, κι επιδρά καίρια στη θεατρική κουλτούρα.

Το ερώτημα αφορά προφανώς τον στόχο μιας θεατρικής παράστασης αυτού του τύπου και σε ποιο βαθμό η τηλεοπτική «σκευή» των ηθοποιών επηρεάζει το σύνολο του αισθητικού αποτελέσματος. Από ιστορική σκοπιά, στο μεταίχμιο του 20ού και 21ου αιώνα, αναπτύσσεται μία ιδιαίτερη κίνηση στο νεοελληνικό θέατρο, η οποία καθιερώνεται στο θεατρικό σύστημα και στο επίπεδο της δραματουργίας και στο επίπεδο της σκηνικής πράξης. Οσο αυτή η κίνηση αναπτύσσεται, με μικρές ή μεγάλες αποκλίσεις, ο δείκτης των προτιμήσεων φαίνεται να σταθεροποιείται προς την κατεύθυνση που ανταποκρίνεται στις προτιμήσεις ενός τηλεοπτικού κοινού. Η κίνηση αυτή αποδίδεται με τον όρο «τηλεοπτικό θέατρο» και τα βασικά γνωρίσματά του μπορούν να συμπυκνωθούν στα εξής:

• Αξιοποίηση τηλεοπτικών ηθοποιών στη σύνθεση των θιάσων, οι οποίοι συνήθως εντάσσονται αρμονικά στο σύστημα του βεντετισμού κι αναπαράγουν τις εικόνες κοινότοπων ρόλων, εύκολα αναγνωρίσιμων ως αναλώσιμων καλλιτεχνικών προϊόντων.

• Λειτουργία των θιάσων παράλληλα με τις τηλεοπτικές σειρές, στις οποίες συμμετέχουν οι πρωταγωνιστές του θιάσου και λειτουργούν βεβαίως ως «κράχτες» που εξασφαλίζουν την εμπορική – οικονομική επιτυχία της παραγωγής.

• Επιλογή ρεπερτορίου έργων με εύπεπτα θέματα που να ικανοποιεί τον «ορίζοντα προσδοκίας» ενός ευρέος κοινού, εξοικειωμένου με τους κώδικες των τηλεοπτικών σεναρίων.

Τα συστατικά της δραματικής γραφής αποτελούνται από ατάκες και συνθηματολογίες.

• Τα συστατικά της δραματικής γραφής αποτελούνται από ατάκες, συνθηματολογίες και γενικότερα στοιχεία του μονοσήμαντου ελλειπτικού λόγου.

• Οι σατιρικές αιχμές στους θεατρικούς διαλόγους των κωμικών έργων είναι προφανείς και απλοϊκά εκφρασμένες, καθώς στοχεύουν περισσότερο στην πρόκληση του γέλιου παρά στη γελοιογράφηση ή κωμική παραμόρφωση προσώπων και φαινομένων της σύγχρονης κοινωνίας. Με τον τρόπο αυτό, υιοθετείται η ίδια ισοπεδωτική λογική που υποτίθεται πως η σάτιρα καταγγέλλει, στο πλαίσιο πάντα της ρηχής ηθογράφησης των δραματικών προσώπων και των καταστάσεων που βιώνουν.

• Οι όροι «ηθογραφία», «σάτιρα», «μαύρη κωμωδία», «ρεαλισμός», «αλήθεια της πραγματικότητας» χρησιμοποιούνται συστηματικά ως θεατρική ορολογία από τους συγγραφείς και τους σκηνοθέτες, κυρίως στις συνεντεύξεις που παραχωρούν στα ΜΜΕ, προκειμένου να κατατάξουν το συγκεκριμένο είδος που καλλιεργούν στην ευρύτερη κατηγορία του κωμικού είδους.

Ο μελετητής του σύγχρονου θεάτρου καλείται να προσδιορίσει τους όρους κάτω από τους οποίους αυτό που θεωρείται «τηλεοπτικό θέατρο» αναδύεται στη θεατρική πρακτική. Καλείται επίσης να προσδιορίσει τον ρόλο και το μερίδιο της ευθύνης που αναλογεί στην ελληνική θεατρική κριτική, όσον αφορά την υποδοχή αλλά και την καθιέρωση αυτής της υποκατηγορίας του εμπορικού είδους, στο εγχώριο θεατρικό σύστημα. Εντελώς συνειρμικά μου έρχεται στη σκέψη και η απάντηση ενός δημοφιλούς συγγραφικού διδύμου για τον χαρακτηρισμό του «τηλεοπτικού ζευγαριού» που του αποδίδεται, σε ερώτηση δημοσιογραφικής συνέντευξης (2002): «Οταν ο μέσος Ελληνας, και δεν βγάζουμε τον εαυτό μας έξω από αυτούς, βλέπει κατά μέσον όρο τρεισήμισι ώρες τηλεόραση, δεν μπορεί να μη σε αφορά. Και σήμερα να ζούσε ο Παντελής Χορν, τηλεοπτικός θα ήταν. Και ο Αισχύλος τηλεοπτικός θα ήταν». Πάντως, εκτός από τον Σοφοκλή, και ο Αισχύλος σημείωσε επίσης μεγάλη εισπρακτική επιτυχία φέτος στην Επίδαυρο, χωρίς να συνδεθεί η επιτυχία της παράστασης των «Περσών» με την ύπαρξη των τηλεοπτικών ηθοποιών ως πόλων έλξης του «φιλοθεάμονος» κοινού.

* H κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας του ΑΠΘ, καθηγήτρια στο τμήμα «Ελληνικός Πολιτισμός» του ΕΑΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή