Αυτή η «Νυχτερίδα» είναι οπερέτα-πραξικόπημα

Αυτή η «Νυχτερίδα» είναι οπερέτα-πραξικόπημα

4' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η προετοιμασία των παραστάσεων της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, πολύ πριν φτάσουν στο Ολύμπια, γίνεται σε ένα τυπικά δημοσιοϋπαλληλικό κτίριο στο Μοσχάτο, ανάμεσα σε βιοτεχνίες και συνεργεία αυτοκινήτων. Το ραντεβού για τη συνέντευξη με τον Αλέξανδρο Ευκλείδη, σκηνοθέτη της νέας παραγωγής που ετοιμάζει η Εθνική Λυρική Σκηνή, της «Νυχτερίδας» του Γιόχαν Στράους του νεότερου, είχε οριστεί στον κενό χρόνο ανάμεσα στη δουλειά με τους χορωδούς και τους μονωδούς. Φτάνοντας, οι πρώτοι μόλις τελείωναν την πρόβα τους και οι αποχαιρετισμοί στις σκάλες είχαν μια μουσικότητα που άλλαζε την ατμόσφαιρα στη γειτονιά.

«Η διαφορά ανάμεσα στη σκηνοθεσία του θεάτρου πρόζας και της όπερας είναι η διαφορά ανάμεσα στη βιοτεχνική και τη βιομηχανική παραγωγή», σχολίασε αμέσως μόλις αρχίσαμε τη συζήτηση, αναφερόμενος στις απαιτητικές συνθήκες οργάνωσης (μια μεσαίου μεγέθους παραγωγή όπως η συγκεκριμένη απασχολεί περίπου 200 επαγγελματίες, καλλιτέχνες και τεχνικούς) και τον πιεστικό, πολύ περιορισμένο χρόνο. «Αλλά αυτό είναι μια διεθνής πρακτική», συμπλήρωσε. «Οι πρόβες της όπερας κρατούν 4-6 εβδομάδες το πολύ. Διαφορετικά, το κόστος θα ήταν ασύμφορο και κανείς δεν θα ανέβαζε μουσικό θέατρο. Είμαστε αρκετά ωμοί εμείς της όπερας, ξέρετε. Ο ίδιος δε, ίσως λόγω μιας μικρής διαστροφής, ευχαριστιέμαι να δουλεύω σε συνθήκες πίεσης».

«Γιατί όχι το ’67;»

Καθίσαμε στην άκρη μιας μεγάλης, άχαρης αίθουσας, που ήταν όμως σπαρμένη με διάφορα ενδιαφέροντα αντικείμενα: ένα κουτσό σιδερένιο αναλόγιο, μια καφέ πολυθρόνα ’60s από δερματίνη με σκισμένο κάθισμα, ένα τραπεζάκι καφενείου όπου ακουμπούσε ένα ανδρικό καπέλο και ένα ψεύτικο πιστόλι, ένα άλλο με πλαστικά ποτήρια κοκτέιλ και χρωματιστή καράφα. Γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι η διάσημη βιεννέζικη οπερέτα του Στράους επρόκειτο να μεταφερθεί για αυτό το ανέβασμα από τη Βιέννη του 1874 στην Αθήνα του 1967, παραμονές μάλιστα της 21ης Απριλίου, σκέφτηκα ότι κάπου θα κρύβεται και το έμβλημα, ο χουντικός φοίνικας που αναγεννάται από τις στάχτες του.

Προς τι όμως αυτή η μεταφορά στον χρόνο, αναρωτήθηκα. «Και γιατί όχι;», απάντησε ο σκηνοθέτης. «Η “Νυχτερίδα” μου πετάει στο σπίτι μας, στη χώρα μας, επειδή αφενός είναι ένα έργο που έχει ήδη “ελληνοποιηθεί” λόγω της ταύτισής της με τη μεταπολεμική μουσικοθεατρική ζωή του τόπου. Με αυτήν ξεκίνησε τη λειτουργία της η Εθνική Λυρική Σκηνή, το 1940, και έκτοτε γνώρισε αναρίθμητες επιτυχημένες παραστάσεις. Αφετέρου, η σύνδεση της όπερας με την ελληνική ιστορία είναι μια προσωπική επαγγελματική εμμονή. Για τη “Νυχτερίδα” έπαιξε τον ρόλο της η έκφραση “πραξικόπημα-οπερέτα”. Οι συνειρμοί μου με οδήγησαν στο απριλιανό πραξικόπημα και άρχισα να στήνω την υπόθεσή μου: όλα ξεκινούν το βράδυ της 20ής Απριλίου 1967, πρώτα σε μια καμπάνα του Αστέρα Βουλιαγμένης και έπειτα στο πάρτι του βαρύθυμου Σοβιετικού πρέσβη Ορλόφκι, για να καταλήξουν σε ένα κρατητήριο, ξημερώματα του πραξικοπήματος. Σε αυτές τις τρεις εικόνες οι στρατιωτικοί συναντούν Σοβιετικούς κοσμοναύτες, τα μπαλέτα Κίροφ συνδιαλέγονται με αυτά του Δαλιανίδη, ενώ οι αντίπαλες δυνάμεις του Ψυχρού Πολέμου αναθερμαίνουν τις σχέσεις τους πίνοντας σαμπάνια».

Και πώς εντάσσεται στην παράσταση το σοβιετικό φολκλόρ; «Για να πω την αλήθεια, ήθελα να στήσω μια φανταστική ελεγεία προς τιμήν του και προς τιμήν ολόκληρης της δεκαετίας του 1960. Προφανώς πρόκειται για μια αυθαίρετη επιλογή, η οποία ωστόσο δημιουργεί έναν δραματουργικό πυρήνα που πιστεύω ότι έχει ενδιαφέρον για την παράσταση. Και ενδεχομένως θα καταφέρει να πετύχει τον τελικό στόχο που είναι το γέλιο. Κάτι καθόλου εύκολο. Να το πω απλά: Θεώρησα ότι αυτή η ιδέα θα είχε πλάκα, και το αστείο, το παιχνίδι, είναι βασικό κίνητρο της δουλειάς μου».

Επιλέγοντας όχι το ρετρό αλλά το χιούμορ

Στην πορεία της συζήτησης υπήρξαν και άλλες εξίσου αφοπλιστικές απαντήσεις, απλές αλλά ποτέ αβασάνιστες. Αυτός ο τρόπος σκέψης ταιριάζει στον Αλέξανδρο Ευκλείδη, έναν σκηνοθέτη που εργάζεται αποκλειστικά στο μουσικό θέατρο και αποτελεί μέλος μιας νέας γενιάς καλλιτεχνών που ανανεώνουν το είδος. Εχει στο ενεργητικό του γερές σπουδές Θεατρολογίας εδώ και στο εξωτερικό, διαθέτει γνώσεις και άποψη. Δεν φοβάται να παραδεχθεί ότι τον ενδιαφέρει τόσο να διασκεδάζει με τη δουλειά του όσο και να πειραματίζεται. Με άλλα λόγια, αρνείται να δεχθεί ότι τα οπερατικά πράγματα πρέπει να μείνουν περιορισμένα σε ένα μικρό, συντηρητικό κοινό, είτε συνεργάζεται με την ΕΛΣ είτε με την πρωτοποριακή Οπερα του Νοϊκάιλν του Βερολίνου.

«Ασχολούμαι 11 χρόνια με τη σκηνοθεσία του μουσικού θεάτρου, αλλά καταπιάστηκα με την οπερέτα όψιμα. Μέχρι τότε ακολουθούσα κι εγώ από άγνοια τα κοινωνικά και μουσικά ταμπού, που την έστειλαν στο περιθώρια της σοβαρότητας και την ξέχασαν», σχολιάζει. Προφανώς λοιπόν δεν πρόκειται για μια ρετρό επιλογή που είναι τόσο της μόδας τον τελευταίο καιρό; «Σε καμία περίπτωση», διευκρινίζει. «Γυρίζουμε στο παρελθόν για να μιλήσουμε πιο άμεσα και ξεκάθαρα για το σήμερα. Το ενδιαφέρον μου για την οπερέτα ξεκίνησε όταν αντιλήφθηκα πόσο παραποιημένη εικόνα είχαμε για αυτήν σε σχέση με την πραγματικότητα που ίσχυε κάποιες δεκαετίες νωρίτερα. Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου το ελαφρύ μουσικό θέατρο, αν και δυτικότροπο, υπήρξε δημοφιλές σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Αυτό σημαίνει ότι κατάφερνε να συγκεντρώνει ένα κοινό πολυπληθέστατο για την εποχή κάνοντας επιτυχίες ανάλογες με τα σημερινά κινηματογραφικά μπλοκμπάστερ. Η συγκεκριμένη κατάσταση ανατράπηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και το γεγονός διαγράφηκε από τη μνήμη της καλλιτεχνικής ζωής της χώρας. Ποιος θυμάται ότι ο Ορέστης Μακρής υπήρξε καταπληκτικός τενόρος της οπερέτας, ότι οι αγαπημένοι ηθοποιοί της παλιάς ελληνικής κωμωδίας έπαιζαν στο ελαφρό μουσικό θέατρο, σε οπερέτες και επιθεωρήσεις;».

Μας εξηγεί πώς η λογοκρισία του Ιωάννη Μεταξά έκανε αβίωτη τη ζωή των ηθοποιών του ελαφρού θεάτρου, το οποίο άρχισε να σβήνει. «Η οπερέτα καταδικάστηκε ως παρακμιακό και ξενόφερτο είδος από δεξιούς και αριστερούς, αυτό είναι το ενδιαφέρον. Και οι μεν και οι δε της φόρτωσαν έναν ιδεολογικό χαρακτηρισμό που την απαξίωσε οριστικά. Αλλά στην πραγματικότητα αυτό αλλοιώνει την εικόνα της καλλιτεχνικής μας ιδιοσυγκρασίας ως λαού. Οι Ελληνες αγαπούσαμε τη δυτική μουσική και ξέραμε να διακρίνουμε τη διαφορά ανάμεσα στο ελαφρό και το ευτελές. Στην οπερέτα το κωμικό είναι ζητούμενο, χωρίς αυτό να μειώνει την καλλιτεχνική της αξία. Ο μεταπολεμικός συντηρητισμός ίσως τελικά μας στέρησε το χιούμορ».

​​Η «Νυχτερίδα», η δημοφιλέστατη οπερέτα του Γιόχαν Στράους του νεότερου, παρουσιάζεται σε νέα παραγωγή στην Εθνική Λυρική Σκηνή (Θέατρο Ολύμπια, Ακαδημίας 59), από τις 22 Φεβρουαρίου και για 15 παραστάσεις.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή