Οταν ο Γκαίτε «προβάρει» θέατρο

Οταν ο Γκαίτε «προβάρει» θέατρο

3' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γ.Β. ΦΟΝ ΓΚΑΙΤΕ

Οι συνένοχοι

σκηνοθ.: Αυγουστίνος Ρεμούνδος

θέατρο: Vault

1768: O 19χρονος Γκαίτε μόλις αρχίζει να «παίζει» με το θέατρο και επηρεασμένος ιδίως από τον Λέσινγκ (Μίνα φον Μπάρνχελμ) γράφει την –αρχικά– μονόπρακτη, έμμετρη φαρσοκωμωδία «Οι συνένοχοι». Χρησιμοποιεί γνωστούς τόπους, τύπους και μοτίβα της Κομέντια, όπως τον γκρινιάρη ξενοδόχο με τη νοσηρή περιέργεια, την όμορφη και πρόθυμη καμαριέρα-κόρη του, τον απατημένο απατεώνα σύζυγο, τον μπερμπάντη ευγενή εραστή, που δεν υπολογίζει τιμή. Τους βάζει όλους σ’ ένα πανδοχείο και τους μπλέκει με γάμους ανάγκης, παλιούς έρωτες, ξεπορτίσματα, καρναβάλια, μυστήριες επιστολές, κλοπές δουκάτων από κλειδωμένες κασετίνες, νυχτοπερπατήματα, σκηνές κρυφής παρακολούθησης ερωτικών περιπτύξεων, σχόλια προς το κοινό ή κατ’ ιδίαν, μέχρι να τους ξεμπλέξει αφήνοντας ένα δίδαγμα να αιωρείται, αλλά κυρίως ευδιάκριτη τη σφραγίδα του: Οι ήρωές του που αυτοπαρουσιάζονται ως έντιμοι, ενώ κατηγορούν τους άλλους, ταπεινούς και μεγάλους, όχι μόνον αμαρτάνουν αλλά και δεν υπολογίζουν συγγένεια, ιερό και όσιο μεταξύ τους. Οσο για την πρώτη αναφορά Γκαίτε στον δόκτορα Φάουστ –18 χρόνια πριν αρχίσει τη μακρά πορεία της συγγραφής του– πέρασε σκηνοθετικά και υποκριτικά ανεκμετάλλευτη.

Ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος, γνωστός ως καλός ηθοποιός –ιδίως από παραστάσεις στο θέατρο Σημείο του Διαμαντή– επιχειρεί τα πρώτα του αυτόνομα, σκηνοθετικά βήματα. Η επιλογή του έργου δείχνει γνώση, ανησυχία και διάθεση συστηματικής εκκίνησης από μια ρίζα του ευρωπαϊκού, αστικού θεάτρου. Εστησε την παράσταση οργανωμένα και ευφάνταστα. Η εκμετάλλευση του μπαρ στην είσοδο του πολυχώρου ως πανδοχείο για την πρώτη πράξη της κωμωδίας ήταν από τις πιο ενδιαφέρουσες, θεατρικές ορθοστασίες που έχω ζήσει. Το κοινό μπήκε αβίαστα, έξυπνα, θεατρικά στην ατμόσφαιρα και το νόημα της υπόθεσης, στο περίγραμμα και στις σχέσεις των ηρώων. Πολύ φυσικά τους ακολούθησε μετά στον πρώτο όροφο, στο δωμάτιο του εραστή (σκηνικά – κοστούμια Ιωάννα Τιμοθέου), όπου διαδραματίζονται οι επόμενες δύο πράξεις. Εύστοχη και η δραματουργική αντικατάσταση του ξενοδόχου από ξενοδόχα, ρόλος γάντι άλλωστε για την εξαίρετη καρατερίστα, Βάνα Παρθενιάδου. Μπριόζα, καλόκαρδη και όσο χρειαζόταν τσούχτρα η Σοφί (Κολομπίνα) της Αναστασίας Χατζάρα, έπαιξε με κουκλίστικα ματάκια, αθώο στοματάκι και πρόθυμη θέα ποδιών την πέτρα του σκανδάλου στο πανδοχείο «Μαύρη Αρκτος». Ο Κωνσταντίνος Κυριακού (που μετέφρασε και το έργο) είχε καλές στιγμές ως Ζέλερ (ακαμάτης σύζυγος της Σοφί), με κορυφαία σκηνή τη μεταμφίεσή του σε λαμπατέρ ως κρυψώνα απ’ όπου υποχρεωτικά παρακολουθεί το ερωτικό νυχτοπερπάτημα της Σοφί στο δωμάτιο του Αλσέστ, τον οποίο υποδύεται με χαζοαυτοπεποίθηση και πόζα, ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος.

Μελετημένοι οι φωτισμοί του Βαγγέλη Μούντριχα και η μουσική επιμέλεια της Βάνας Παρθενιάδου στη δροσερή αυτή πρώτη ανάγνωση ενός πρωτόλειου του Γκαίτε.

ΚΑΙΗ ΤΣΙΤΣΕΛΗ

Lapsus

σκηνοθ.: Γιώργος Σκεύας

θέατρο: Προσωρινός

Πάλι στον ελάχιστο και ελάχιστα εξωραϊσμένο «Προσωρινό» της Δεινοκράτους. Παρέα με ήχους δρόμου, τελειώνοντας το ματς στο γήπεδο της Λεωφόρου. Παρέα με γουργουρητά του καυστήρα, κουδούνια και βήματα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Παρέα με τη ζωή, οι θνήσκουσες λέξεις, οι ποιητικές συγκοπές λόγου, μνήμης, συνοχής μιας ξεχωριστής γραφής, που οδεύει προς το τέλος της.

Το Lapsus, που σημαίνει ολίσθημα, βασίζεται στο τελευταίο κείμενο της πεζογράφου Καίης Τσιτσέλη, λίγους μήνες πριν από το θάνατό της καθώς και σε ανέκδοτες σημειώσεις της, αποσπάσματα ημερολογίων, θραύσματα από φράσεις και λέξεις γραπτών της. Τη σύνθεση των κειμένων, τη μετάφραση (η Τσιτσέλη έγραφε, κυρίως, στα αγγλικά), τη σκηνική επεξεργασία και τη σκηνοθεσία έκανε ο Γιώργος Σκεύας. Φαντάζομαι έχοντας κατά νου ένα υποκριτικό όργανο επιπέδου Αμαλίας Μουτούση. Που με ελάχιστα, χειροκίνητα φωτάκια κι έναν φακό παλάμης μέσα σ’ ένα περιβάλλον, σχεδόν ερεβώδες, «φώτισε», «κίνησε», «ζωοδότησε» θνήσκουσες λέξεις, σωματοποίησε φόβους, αγωνίες, τερματικές καταστάσεις, ανθρώπινα αλλά και συγγραφικά άγχη. Η τελείως προσωπική αυτή θεατροποίηση ενός μη θεατρικού, αλλά και μη λόγου, θεωρώ πως είναι μια κατάκτηση ταλέντου, πείρας και άκρως δουλεμένης ευαισθησίας. Βραδιά που κινείται και ψαύει περιοχές σχεδόν χθόνιες με μόνη παρηγοριά την τέχνη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή