Γιατί η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει…

Γιατί η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει…

3' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΑΒΡΙΑΝΟΣ

Αβελάρδος και Ελοΐζα

σκηνοθ.: Γιάννης Καλαβριανός

Θέατρο: Πειραιώς 260 (Φεστιβάλ Αθηνών).

ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΜΠΑΣΔΕΚΗ

Ραμόνα travel / Η γη της Καλοσύνης

σκηνοθ.: Γιάννης Σκουρλέτης

Θέατρο: Πειραιώς 260 (Φεστιβάλ Αθηνών)

Κρίμα που ο Γιάννης Καλαβριανός των εξαίρετων «Παραλογών», του αξιόλογου (ιδίως ως ιδέα κι έρευνα) «Γιοι και κόρες» δεν πρόλαβε ακόμη να σπουδάσει (εκτός από ιατρική, θεατρολογία κ.ά.) και μουσική. Στη θέση τού δραματουργικά ανέμπνευστου και άτολμου κειμένου του (βασισμένου σε έρευνα μεσαιωνικών πηγών –δίχως καθόλου στοιχεία μύθου– για τον έρωτα ενός ώριμου καθηγητή θεολογίας και της έφηβης μαθήτριάς του υπό τα σκανδαλισμένα κι εκδικητικά όμματα Εκκλησίας και κοινωνίας του 12ου αιώνα) θα έγραφε, ίσως, ένα πικρό ορατόριο.

Για κάτι τέτοιο άλλωστε προδιέθετε ο αχανής χώρος Δ της Πειραιώς 260 με την εκκλησιαστική ατμόσφαιρα (φωτισμοί Σάκης Μπιρμπίλης), τους παραταγμένους, μοναστηριακούς πάγκους (σκηνικά Εύα Μανιδάκη) και τους 13 δοσμένους ερασιτέχνες ηθοποιούς – χορωδούς, συνεχώς παρόντες στα λευκά τους άμφια (κοστούμια Ιωάννα Τσάμη).

Για κάτι τέτοιο προδιέθεταν και τα δύο μοναδικά φωνητικά όργανα στην τριπρόσωπη διανομή του: Η Ελένη Κοκκίδου και η Χριστίνα Μαξούρη, ταλαντούχοι ερμηνεύτριες και ικανές να τραγουδήσουν… παπάδες! Η πρώτη υπηρέτησε με άνεση αλλόφυλους, πρωτοπρόσωπους ή αφηγηματικούς ρόλους, που όμως δεν γινόταν να τους αναδείξει. Η δεύτερη παραδόθηκε στον δίχως αιφνιδιασμούς ρόλο της Ελοΐζας, ευρυμαθούς έφηβης, που κεραυνοβολείται από τον έρωτα ενός ινδάλματος, φλέγεται και θυσιάζεται γι’ αυτόν. Η μουσική αξιοποίησή τους από τον Αγγελο Τριανταφύλλου, ισχνή.

Ο Αβελάρδος του Γιώργου Γλάστρα, ο πιο ενδελεχής από τους ρόλους, έδωσε άριστα την αντιφατικότητα του εγωκεντρικού άντρα και φιλοσόφου, τόσο ως έρμαιο του πάθους του όσο και των μετέπειτα, θεοκεντρικών μεταστροφών του χωρίς όμως να μπορέσει να καλύψει τις δραματουργικές και σκηνοθετικές ανεπάρκειες του όλου εγχειρήματος.

ΚΤΕΛ ο Νταλκάς

Η «ομιλούσα» μυώδης πλάτη του ηθοποιού Κρις Ραντάνοφ που αντικρίσαμε μπαίνοντας στην «Αποθήκη» της Πειραιώς 260 –εικαστική αποτύπωση Ελλάδας του ’50– μισοκαλύπτει τα μυώδη μπράτσα του Κοβάλσκι/Μπράντον στην κλασική ταινία του Καζάν που προβάλλει η τηλεόραση. Ο Βούλγαρος (ηθοποιός και ρόλος) Ζλατάν/Κοβάλσκι την παρακολουθεί νευρικά από το ξέστρωτο ράντζο του.

Η τυραννισμένη από τον βάρβαρο έρωτά του Στέλλα (Λένα Δροσάκη) καθαρίζει φασολάκια. Στο βάθος, πάνω στο νυφικό κρεβάτι, ως κατάκοιτος Βούδας, ο δύσαρθρα κραυγάζων Αλβανός Μάρκο (Δημήτρης Μοθωναίος), προστατευόμενος της Ραμόνας/Μπλανς (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη), λαϊκής σαντέζας από το Διδυμότειχο, που τον κουβάλησε μαζί της, στο σπίτι της νιόπαντρης αδελφής της, εξαγριώνει τον Βούλγαρο γαμπρό – στο μεταξύ και δικόν της εραστή.

Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο θαυματούργησε ο Γιάννης Σκουρλέτης των Bijoux de Kant, εικαστικός σκηνοθέτης, ρομαντικός πράκτορας των πιο σύνθετων και πολυεπίπεδων εξερευνήσεων σε έννοιες σκληρές κι εξευτελισμένες όπως: ελληνικότητα, διεθνισμός της μοναξιάς, Βαλκάνια των μύθων, θρύλων, μεταφυσικών προικισμάτων, πεισιθάνατες τελετουργίες, θεολογίες της μνήμης και του έρωτα κ.ά. Ολα αυτά, μέσα από το τολμηρό, γλωσσικό βάσανο-βάλσαμο του ποιητικού ποταμού σε θρακιώτικο ιδίωμα, της Γλυκερίας Μπασδέκη και τις εξομολογητικές σωματικές διαδρομές των τεσσάρων ηθοποιών με τη συνοδεία του ακορντεονίστα Βασίλη Ζιάκα.

Το έργο αρχίζει και τελειώνει μέσα στους καπνούς των τσιγάρων, τις αναθυμιάσεις του αλκοόλ και των μεταδοτικών, φωνητικών, ψυχοσωματικών δονήσεων της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη. Που «γιόρτασε» μια μεγάλη, απόλυτη υποκριτική έξοδο στην απελευθερωμένη ωριμότητα του ταλέντου της. Εξοχη. Ανεπανάληπτη. Παράφορη, απύλωτη και ένθεη Ραμόνα, μοιράζει τα χαρτιά ζωής, θανάτου, μνήμης, γύρω της με λόγο σφάχτη, ταχτάρισμα ή φάρμακο, με τραγούδι δωρικό και ατσάκιστο.

Ορίζει έρωτες, σμιξίματα, θαύματα. Σαν Ελλάδα μικρών, οικογενειακών δραμάτων τις Κυριακές, μεγάλων συγχωρέσεων τις καθημερινές. Πλάι της, η εύθραυστη, αλαφροΐσκιωτη Στέλλα της Δροσάκη συναγωνίζεται σε αυθεντικό σπαραγμό και δύναμη. Ο Κρις Ραντάνοφ «γράφει» με τον άθλο του λόγου του την κυριαρχία του σώματος και το μέτρο των σιωπών του. Ο Δημήτρης Μοθωναίος, αντικείμενο της καλοσύνης και του θαύματος, ξαναγεννιέται άσπιλος στην άγραφη γύμνια του πριν αρθρώσει δυνατά, με λόγια και σώμα, ένα μέλλον ευχής κι ελπίδας πλάι στο αναπηρικό του καρότσι και σε τόσους ανάπηρους έρωτες. Παράσταση, που και από μόνη της δικαιώνει την απόφαση Λούκου για μιαν… απόβαση νέων στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή