Μοναχικές αυτοεξορίες δωματίου

Μοναχικές αυτοεξορίες δωματίου

3' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΛΟΥΛΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ

Η τριλογία της πόλης

(Η Διανυκτέρευση, η Πόλη, η Παρέλαση)

σκηνοθ.: Κωνσταντίνος Χατζής

θέατρο: Πειραιώς 260 (Φεστιβάλ Αθηνών)

Το κτίριο Α της Πειραιώς 260 με τους αχανείς εργοστασιακούς χώρους συνορεύει με τη λεωφόρο Πειραιώς, που ποτέ δεν κοιμάται. Από τους μη ηχομονωμένους τοίχους και τα παλιά ανοίγματα η βουή των τροχοφόρων στη διάρκεια της παράστασης ήταν αυξομειούμενη μα διαρκής.

Οσο και αν δυσκολευόμουν στην αρχή να ακούσω τους ηθοποιούς, δέχτηκα τη βουή αυτή ως ηχητικό «σκηνικό» της παράστασης, κάτι που φαντάζομαι επιδίωξε ή αποδέχτηκε ο σκηνοθέτης Κ. Χατζής για τη συγκεκριμένη τριλογία. Τη θεώρησα ως παράσιτα που παρεμβάλλονται στη διαρκώς ακυρωνόμενη προσπάθεια των προσώπων, άγνωστων, κοντινών ή και συγγενικών, να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Οι ήρωες της Αναγνωστάκη άλλωστε μπορεί να είναι εγκλωβισμένοι σε δωμάτια, να φοβούνται την έκθεσή τους έξω από αυτά, αλλά επιδιώκουν να τους περιβάλλει ο ιστός και ο αχός της πόλης, να βλέπουν σε μεγάλες πλατείες, να παρακολουθούν χωρίς να παρακολουθούνται.

Από το 1965 έως σήμερα, η σκοτεινή ρίζα της Αναγνωστάκειας προφητείας έχει βγάλει λερναίες παραφυάδες. Οι άνθρωποι περιμένουν αδιάκοπα κάτι. Για το οποίο ούτε ξέρουν αν έφταιξαν ούτε και αν μπορούν να αποτρέψουν. Προάγγελοι αυτού του ολέθριου «κάτι» τούς έχουν σημαδέψει (όσο νέοι κι αν είναι). Γι’ αυτό και η «ύλη» που τους ορίζει είναι φτιαγμένη από απειλή. Μια απειλή, πολυ-υπόστατη. Προσωπική, συλλογική, πολιτική, με μνήμες ελληνικές, αναφορές παγκόσμιες και πολύ βαθύτερα μεταφυσικές.

Στις κάμαρες της μετεμφυλιακής Θεσσαλονίκης οι ήρωες της Αναγνωστάκη συναντούν τους ήρωες του Πίντερ, τους μόνους με τους οποίους μπορούν και συνεννοούνται.

Στο τσιμεντένιο δάπεδο της αχανούς αίθουσας, βοηθοί σκηνής σπρώχνουν με ταχύτητα και θόρυβο τα μαύρα σκηνικά (μικρότερα και μεγαλύτερα τροχήλατα πατάρια) σαν επιτιθέμενα μικρά άρματα. Τον χώρο της δράσης μπροστά στις ημικυκλικά τοποθετημένες καρέκλες του κοινού ορίζουν χειροκίνητοι προβολείς «παρακολούθησης». Ηδη αυτή η θορυβώδης «εισβολή» και ο «ανακριτικός» φωτισμός ορίζουν την ατμόσφαιρα.

Στη Διανυκτέρευση, ο Μίμης συναντά στον σταθμό την άγνωστή του Σοφία, την καλεί (με συνωμοτικές προφυλάξεις) να διανυκτερεύσει στο άθλιο σπίτι του, αλλά δεν έχει τίποτε να της πει ή να της προσφέρει πέρα από θραύσματα ενός βασανισμένου παρελθόντος και μιας αέναα αποτυχημένης προσπάθειας να απαλλαγεί από αυτό κι από τις απειλές του. Η Σοφία, που μόλις επιστρέφει απένταρη από τη Γερμανία, διηγείται τα δικά της θραύσματα μεταναστευτικής οδύνης, ενώ προσπαθεί να λύσει τη μυστήρια συμπεριφορά του Μίμη και την παρουσία μιας μυστήριας γριάς στο σπίτι του. Η Κίττυ Παϊταζόγλου (Σοφία), που με σχεδόν παιδική γκρίνια, φόβους και συμπεριφορές προσπαθεί να λύσει τα μυστήρια του Μίμη και να περάσει τη νύχτα της στην άγνωστη, δαιδαλώδη, λασπωμένη πόλη που φοβάται, μοιάζει να μυείται ακούσια στις κάμαρες των αυτοεξόριστων της Αναγνωστάκη ύστερα από τα βάσανα των αυτοεξόριστων της μετανάστευσης. Ο Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος (Μίμης) μαεστρικά μοίρασε τις δόσεις της εθελούσιας μοναξιάς, της απελπισμένης προσδοκίας του Αλλου, της γνώσης των μυστικών που θα τον καταδιώκουν, της θυμωμένης απόγνωσης μπρος σε μιαν ακόμη αποτυχημένη ζαριά ν’ αλλάξει τη σακατεμένη ροή του βίου του. Η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου έδωσε στο μυστηριώδες πρόσωπο της γριάς τη δυναμική ενός συμβόλου παγίδας, ελπίδας, απόδρασης χαρίζοντας στον ρόλο απρόσμενες διαστάσεις από τη σκοπιά του σήμερα.

Στην Πόλη, ζευγάρι αποξενωμένου αντρόγυνου προσπαθεί με παιχνίδι-βασανιστήριο σε βάρος ανυποψίαστων, μοναχικών γειτόνων να ξεφύγει από μνήμες, φόβους, φαντασιώσεις, νευρώσεις, ίσως και από την ίδια τη ζωή. Εξαιρετικοί, πολυεπίπεδοι, βιρτουόζοι μιας αόρατης παρτιτούρας, η Ελισάβετ της Αλεξάνδρας Σακελλαροπούλου και ο Κίμων του Γιάννη Χαρτοδιπλωμένου συμπαρασύρουν στην ακρίβεια ρυθμών, συναισθημάτων, κινήσεων τον δεξιοτέχνη φωτογράφο των ζώντων-νεκρών του Γιώργου Συμεωνίδη.

Η Παρέλαση ήταν το λιγότερο σκηνοθετικά εμπνευσμένο και αναμενόμενα ερμηνευμένο της τριλογίας (μοιραία η σύγκριση με την πρόσφατη δουλειά του Φεζολάρι και των ηθοποιών, που ίσως κριτικά αδίκησα). Ξεχωρίζει το φινάλε. Η κάθοδος των ηθοποιών από το πατάρι και η αφυπνιστική παρότρυνση προς το κοινό να συνδέσει ό,τι μόλις είδε με ό,τι ζει και πρόκειται να ζήσει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή