Αλήθειες και μύθοι για τη «Μελωδία της ευτυχίας»

Αλήθειες και μύθοι για τη «Μελωδία της ευτυχίας»

5' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η «Μελωδία της ευτυχίας», η ταινία που ζαχάρωσε τα παιδικά μας χρόνια και συνεχίζει να γλυκαίνει τις ημέρες των Χριστουγέννων όταν προβάλλεται στη μικρή οθόνη, έχει τις δικές της αλήθειες, αλλά και ψέματα.

Το μιούζικαλ που μας γέμισε αισιοδοξία, στην ουσία γεννήθηκε μέσα από τη δραματική ιστορία επιβίωσης μιας οικογένειας που μετανάστευσε από το Σάλζμπουργκ στην Αμερική. Οι περιπέτειες της οικογένειας Φον Τραπ δεν είναι ακριβώς όπως τις αγαπήσαμε μέσα από τη χαρωπή γκουβερνάντα, την Τζούλι Αντριους, και τον απρόσιτο πλοίαρχο, τον Κρίστοφερ Πλάμερ. Αυτή η εκδοχή έσωσε τη Fox από τη χρεοκοπία, στην οποία οδήγησε η πολυέξοδη «Κλεοπάτρα» της Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Ομως, η αλήθεια για τους πραγματικούς της ήρωες είναι διαφορετική.

Η γλυκιά Μαρία που άφησε το μοναστήρι για να βοηθήσει στη διαπαιδαγώγηση των ατίθασων ορφανών της οικογένειας Τραπ, δεν παντρεύτηκε τον πλοίαρχο επειδή ερωτεύθηκε τον ίδιο αλλά την οικογένειά του. Ηταν νέα, δυναμική, δραστήρια, «ολίγον κυκλοθυμική». Οσο για τον πλοίαρχο Τραπ, δεν είχε καμία σχέση με τον αυταρχικό χήρο που πρόσταζε τα επτά άτακτα παιδιά του καλώντας τα με τη σφυρίχτρα. Αντίθετα, ήταν ένας γλυκός μπαμπάς που έπαιζε τρία μουσικά όργανα και σιχαινόταν τον Χίτλερ.

Η παράσταση που παίζεται στο Παλλάς από 45μελή θίασο με 18 παιδιά και πρωταγωνιστές τους: Νάντια Κοντογεώργη, Ακη Σακελλαρίου, Ζέτα Δούκα, Αργύρη Αγγέλου σε σκηνοθεσία της Θέμιδας Μαρσέλλου, στηρίζεται στη θεατρική εκδοχή του μιούζικαλ. Ας δούμε όμως μερικές αλήθειες και άλλους τόσους μύθους γύρω από την ταινία που μας χάρισε επιτυχίες, όπως το «My favorite things Edelweiss», «Sixteen Going on Seventeen», «The Lonely Goatherd» μέσα από τη μουσική του Ρίτσαρντ Ρότζερς και τους στίχους του Οσκαρ Χάμερσταϊν.  

Η ιστορία της «Μελωδίας της ευτυχίας» στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα. Κάποια αποδόθηκαν όπως έγιναν και πολλά πασπαλίστηκαν με τη ζάχαρη του Χόλιγουντ. Η Μαρία Αυγούστα Κούτσερα (η μετέπειτα Μαρία φον Τραπ), που γεννήθηκε λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της 25ης Ιανουαρίου του 1905 σε ένα τρένο, έμεινε ορφανή 3 ετών και είχε δύσκολα παιδικά χρόνια. Ο πατέρας της ανέθεσε την ανατροφή της σε θετή οικογένεια, κι όταν έχασε και αυτόν στα εννιά της, την ανέλαβε ένας θείος με τον οποίο δεν είχε τις καλύτερες σχέσεις. Δραπέτευσε από το σπίτι του αφού έκλεψε λίγα χρήματα από το πορτοφόλι του. Κατάφερε όχι απλώς να ξαναγυρίσει στη Βιέννη, αλλά και να φοιτήσει σε κρατική σχολή για δασκάλες.

Η αγάπη για την εκκλησιαστική μουσική ενίσχυσε το θρησκευτικό της αίσθημα. Και όταν μια μέρα πήγε εκδρομή με φίλους της για αναρρίχηση στις Αλπεις, όπως περιγράφει στην αυτοβιογραφία της («Τhe story of the Trapp family singers»), στάθηκε στην άκρη ενός βράχου, άνοιξε τα χέρια της και φώναξε δυνατά: «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ, για τα θαύματα της δημιουργίας σου. Πώς θα μπορέσω να σ’ το ανταποδώσω;». Κάπως έτσι βρήκε τον δρόμο για το μοναστήρι του Σάλτσμπουργκ (Nonnberg Abbey). Ομως εκεί η διορατική ηγουμένη διέκρινε ότι η χαμογελαστή Μαρία δεν ταίριαζε στους μοναστηριακούς κανόνες. Και όταν ο χήρος πλοίαρχος Φον Τραπ ζήτησε βοήθεια για τη μικρή άρρωστη κόρη του, την έπεισε να αναλάβει την κατ’ οίκον διδασκαλία της.

Ο πλοίαρχος, πρώην χειριστής υποβρυχίων, ήταν αριστοκράτης στην καταγωγή και ήρωας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Εχασε την πρώτη του γυναίκα και το 1925 μετακόμισε με τα παιδιά του στη γνωστή έπαυλη που θυμόμαστε από την ταινία. Τη Μαρία ερωτεύθηκε εξαρχής, αλλά εκείνη δίσταζε. Οχι μόνο γιατί ήταν 25 χρόνια μικρότερή του, αλλά και επειδή είχε αποφασίσει να αφιερωθεί στον Θεό. «Συμπαθούσα τον πλοίαρχο, αλλά δεν ήμουν ερωτευμένη μαζί του. Αγαπούσα πολύ τα παιδιά και αυτά είναι που αληθινά παντρεύτηκα εκείνη την ημέρα. Μετά έμαθα να τον αγαπώ όπως δεν αγάπησα κανέναν», έγραψε στην αυτοβιογραφία της.

Η οικονομική κρίση του ’30 αναστάτωσε τη ζωή τους. Τους έσωσε η μουσική και η πρώτη σοπράνο της Βιέννης (μούσα του Ρίχαρντ Στράους), η Λότε Λέμαν, σαν τους άκουσε το 1936 να τραγουδούν. Γρήγορα καθιερώθηκαν υπό τον τίτλο Trap Chamber Choir και ο ήρωας πολέμου μεταμορφώθηκε σε τουρ μάνατζερ της οικογένειας. Ωστόσο η Μαρία παρέμενε το… μυαλό.

Με την προσάρτηση της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία η ζωή τους δυσκόλεψε. Τμήμα του αυστριακού λαού δέχτηκε τον Χίτλερ με ενθουσιασμό, όμως ο Φον Τραπ αρνήθηκε να κρεμάσει τη γερμανική σημαία σπίτι του, να υπηρετήσει σε γερμανικό υποβρύχιο και, επιπλέον, δεν επέτρεψε στην οικογένειά του να τραγουδήσει στα γενέθλια του Χίτλερ. Τελικώς, διέφυγαν μέσω Ιταλίας και Αγγλίας για τη Νέα Υόρκη, έχοντας 4 δολάρια μόνο στην τσέπη αλλά αστείρευτο μουσικό ταλέντο.

Εκεί ξεκίνησαν μουσική καριέρα που κράτησε αρκετά χρόνια, αφαιρώντας το «φον» από τον τίτλο τους, γιατί κουβαλούσε αναμνήσεις πολέμου. Η Μαρία ανέθεσε τη διαχείριση της μουσικής τους καριέρας στην Columbia, αφού δέχτηκε να περιορίσουν το εκκλησιαστικό ύφος και τα παραδοσιακά αυστριακά ρούχα. Εκατό κοντσέρτα τον χρόνο κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν ήταν λίγα.

Βάση τους έγινε η περιοχή του Βερμόντ. Το 1949 ο πλοίαρχος πέθανε. Η οικογένεια ωστόσο κρατήθηκε μουσικά έως το 1955, οπότε πολλά μέλη της προσανατολίστηκαν σε άλλους δρόμους. Το music camp που ίδρυσαν λειτουργεί μέχρι σήμερα στην περιοχή. Οσο για τη Μαρία, όταν αποσύρθηκε αφοσιώθηκε στο ιεραποστολικό έργο. «Δεν ξέρω τι έχει μεγαλύτερη σημασία, ο μύθος ή η πραγματικότητα; Ισως η πραγματική μεταναστευτική ιστορία της οικογένειας να είναι πιο ουσιαστική», υπογράμμισε σε συνέντευξή του ο τελευταίος γιος της οικογένειας.

Το μιούζικαλ ενώνει την οικογένεια

«Η μελωδία της ευτυχίας», που παρουσιάζεται στο Παλλάς, βασίζεται στο θεατρικό ανέβασμα που προηγήθηκε της ταινίας. Υπάρχουν λοιπόν μικρές διαφορές», λέει η Θέμις Μαρσέλλου. Σκηνοθέτις και μουσικός με 25 χρόνια εμπειρίας στο θέατρο και πάθος για τα μιούζικαλ (επτά έχει σκηνοθετήσει), επιμένει πως «αυτά τα έργα που έφτιαξαν άνθρωποι με παράδοση στο είδος, δεν πρέπει να τα πειράζουμε. Από μικρή όταν τα έβλεπα μου προκαλούσαν ενθουσιασμό και ανάταση. Εκείνο το παιδικό συναίσθημα του αγνού θεατή, προσπάθησα να μεταφέρω κι εδώ. Ασχολούμαι με αυτό το είδος, το λατρεύω κυρίως γιατί συνδυάζει όσα αγαπώ: το θέατρο και τη μουσική, τέχνες που σπούδασα. Είναι δύσκολο, αλλά γνωρίζοντας μουσική μπορώ να λύνω τα τεχνικά ζητήματα». Τι είναι αυτό όμως που τα κάνει τόσο δημοφιλή τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα παρότι δεν έχουμε παράδοση στο είδος; «Ισως η κρίση δημιούργησε μια ανάγκη για μεγάλα εντυπωσιακά θεάματα που ταξιδεύουν αλλού, αλλά μαζί, όλη την οικογένεια. Συνήθως στο παιδικό θέατρο τα παιδιά σέρνουν τους γονείς. Στο ενήλικο θεατρο, οι γονείς τα παιδιά κι εκείνα υπομένουν. Το μιούζικαλ είναι παράσταση για όλους».

Στην τρίτη θέση των εισπράξεων

Στην έπαυλη των Φον Τραπ στο Σάλτσμπουργκ μετά την αποχώρησή τους εγκαταστάθηκε έως το 1945 ο Χίμλερ (αρχηγός «http://el.wikipedia.org/wiki/Schutzstaffel»SS). Επειτα δοθηκε σε μοναστήρι και το 2008 πουλήθηκε και μετατράπηκε σε ξενοδοχείο με 700.000 διανυκτερεύσεις ετησίως. Η Μαρία πούλησε τα δικαιώματα του βιβλίου της σε Γερμανούς παραγωγούς (έναντι 3.240 δολαρίων) κι εκείνοι αργότερα στους Αμερικανούς της Fox. Τα δισέγγονα του Φον Τραπ (από τον γιο του, Κουρτ) το καλοκαίρι εμφανίζονταν με τους Pink Martini.

Στον κατάλογο των μεγαλύτερων εισπράξεων η «Μελωδία της ευτυχίας» κατέχει την τρίτη θέση. Το 1965 έσπασε το ρεκόρ που είχε το «Οσα παίρνει ο άνεμος» και το διατήρησε μέχρι το 1977 που το έχασε από τον «Πόλεμο των άστρων».

Οι πρώτες κριτικές χαρακτήριζαν την ταινία «γλυκανάλατη». Σήμερα αποτελεί τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου στις ΗΠΑ.

Ηταν από τις ταινίες που προβάλλονταν επί Ψυχρού Πολέμου στο πρώην ανατολικό μπλοκ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή