Ο σκούφος του τρελού και ο Αμλετ

Ο σκούφος του τρελού και ο Αμλετ

3' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΟΥΙΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ

Aμλετ

σκηνοθ.: Γιάννης Χουβαρδάς

θέατρο: Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών

Μπερδεύομαι. Νομίζω πως θα ξαναδώ τον «Ματωμένο γάμο» (σκηνοθεσία Λένας Κιτσοπούλου) στο Φεστιβάλ Αθηνών. Το ταπεινό ξυλόσπιτο αριστερά (Εύα Μανιδάκη, φωτισμοί Λευτέρης Παυλόπουλος) με παραλληλόγραμμο παράθυρο σαν ζώσα τηλεοπτική οθόνη (με κουρτίνες – αυλαία) απ’ όπου παρακολουθούμε σκηνές και διαλόγους μικροφωνικά υποστηριγμένους, θυμίζει απροσχημάτιστα το σκηνικό της Eλλης Παπαγεωργακοπούλου αλλά και το χαρακτηριστικό σκηνοθετικό εύρημα της λορκικής παράστασης με τα φωτισμένα παράθυρα – οθόνες και τους ενισχυμένους ήχους από το εσωτερικό του. Ε και; Το θέμα με τη δίχως παρθενογένεση τέχνη είναι να λειτουργεί, σκέφτηκα. Ακόμη κι αν αυτό το ξυλόσπιτο της βασιλικής σαιξπηρικής Δανιμαρκίας (περιστρεφόμενο, ανοιγόμενο, ξεσκεπαζόμενο) αποκάλυψε στη συνέχεια ένα μικροαστικά επιπλωμένο εσωτερικό –ενώ παρίστανε επάλξεις με φαντάσματα, δώματα βασιλικά, δώματα της οικογένειας του αρχιθαλαμηπόλου Πολώνιου, αίθουσα για θεατρίνους, νεκροταφείο, ποταμό κ.ά.– μετά το πρώτο παραξένισμα λειτούργησε ως τόπος οικογενειακών δραμάτων, συγκρούσεων, ευρύτερων συμβολισμών: εστία, χώρα, κενοτάφιο, θέατρο στο θέατρο κ.λπ. Οπως κι αν είχε, το σπιτόπουλο έπαψε να με απασχολεί ως ύφος και οι όποιες αντιρρήσεις μου δεν κατοικούν σε αυτό.

Στη δεξιά πλευρά της σκηνής, μοντέρνα σφραγίδα. Ενας γυάλινος διάδρομος με αδιαφανή τζάμια και αλουμινένια κάγκελα στο υπερώο του, είσοδος κι έξοδος προσώπων, τεμαχιστήριο της σορού του Πολώνιου από τον Αμλετ πριν τον στοιβάξει σε σακούλα απορριμμάτων, τόπος ψυχικού μαρτυρίου και παραφροσύνης της Οφηλίας, τηλεφωνικός θάλαμος για συσκευή που φωτιζόμενη χτυπάει διαπεραστικά σε καίριες στιγμές της πορείας του Αμλετ.

Μέσα στην εσκεμμένα θολή ατμόσφαιρα-εφιάλτη, την πολυσημία συμβόλων, ευρημάτων και συμβολισμών εντεινόμενων από τεράστια, πλαστικά παραπετάσματα που ανοιγοκλείνουν, χωρίζουν κι ενώνουν δίχως σαφήνεια στόχου, η μετάφραση – απόκτημα του Διονύση Καψάλη αποτελεί ίσως τη μόνη σταθερά. Ποιητική, γλαφυρή, ολοζώντανη στη θεατρικότητα, στον σαρκασμό, στην αβίαστα τολμηρή ευστοχία των μεταφορών και αναφορών της σημαδεύει παλλόμενη τον λόγο και την ερμηνεία των ρόλων, όποια κι αν είναι αυτή. Και πλάι σ’ αυτά, μεταθέτει τόσο αθόρυβα και ουσιαστικά τον πιο συνήθη φιλοσοφικό προσανατολισμό μεταφράζοντας το «Να ζει κανείς ή να μη ζει;» ως «Να είσαι; Να μην είσαι;» βάζοντας πλάι στη μεταφυσική του ερωτήματος την πολιτική των ρόλων που υποδύεται η ζωή κι εμείς, οι θεατρίνοι της.

Ο Γιάννης Χουβαρδάς ευφυώς δόμησε την παράσταση γύρω από τους ρόλους, το φαίνεσθαι, το είναι, την υποκρισία, την απάτη, την αμφιβολία κι έναν Αμλετ παγιδευμένο στις διαφορετικές παγίδες των γονιών του, υπαρκτές η φανταστικές, συνειδητές ή ασυνείδητες, πάντως θανατηφόρες. Δύσκολο να αναλύσει κανείς τα ψυχρά υλικά που επιστρατεύτηκαν για τις πολύ προσωπικές εικονοπλασίες του σκηνοθέτη. Με παρηγόρησε η Οφηλία της Αλκηστης Πουλοπούλου με μιαν ευανάγνωστη ερμηνεία στο νεανικό της πάθος, στον σωματικό σπαραγμό της απόρριψης, στην οργή και στο πένθος για τον πατέρα της, στις ψυχικές οδύνες μπρος στο ταπεινωτικό και ανεξήγητο πλήγμα του έρωτα, τραγουδισμένο μάλιστα εξαιρετικά (μουσική, Δημοσθένης Γρίβας). Οι μόνες στιγμές κάποιου ρίγους, που μου το στέρησε ο Αμλετ του Χρήστου Λούλη. Ή μήπως ήταν αυτό το ζητούμενο; Γιατί έμοιαζε σαν κάποιος να του ψιθύριζε: κρύβε ταλέντα, κρύβε λόγια, συναισθήματα, χάρες, κρύψου μόνο κάτω από τον σκούφο του τρελού, κάνε την αμφισημία των λόγων σου α-σημία, ασημαντότητα. Στις λίγες στιγμές έντασης ενός νέου, έστω και με το κυρτωμένο σώμα κάποιου ραγδαία γηράσκοντος (από το βάρος της σήψης γύρω του και της πατρικής απαίτησης για εκδίκηση που δεν έγινε ποτέ δική του), μπορούσες να ξεχωρίσεις και τον άλλον Αμλετ. Αυτόν, που δεν είδαμε.

Από την υπόλοιπη επίλεκτη διανομή, που έντυσε η Ιωάννα Τσάμη, κρατάω την αμήχανη ελαφρότητα και το κοσμικο-σέξι χαμόγελο της Γερτρούδης (Αμαλία Μουτούση), το ιδιαίτερο σκηνικό εκτόπισμα του Πολώνιου (Νίκος Χατζόπουλος), την προφητική σκοτεινιά του Οράτιου (Κώστας Βασαρδάνης), τη μεταστροφή του Λαέρτη (Πάνος Τοκάκης), την εικαστικότητα του Γιώργου Γλάστρα ως θεατρίνου, την αυτονόητη αθλιότητα του Κλαύδιου (Γιώργος Γάλλος) και την ερμηνευτική συνέπεια των: Χάρη Φραγκούλη, Ορφέα Αυγουστίδη, Νικόλα Παπαγιάννη, Γιώργου Τζαβάρα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή