«Να δαμάσουμε την εσωτερική μας τεμπελιά»

«Να δαμάσουμε την εσωτερική μας τεμπελιά»

4' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Τόμας Μπέρνχαρντ είναι ο συγγραφέας που σφράγισε τον Γιάννο Περλέγκα από παιδί. Αφορμή στάθηκε η παράσταση «Ρίτερ, Ντένε, Φος» το 1991, μια από τις καλύτερες στιγμές του Λευτέρη Βογιατζή και της Νέας Σκηνής που έτυχε να δει δέκα χρονών. Και παρότι ήταν μικρός να κατανοήσει τους φιλοσοφικούς στοχασμούς του Αυστριακού συγγραφέα, κάτι άφησε μέσα του, ώστε να τον ξεκοκαλίσει λίγα χρόνια μετά. Αρχισε από τα πεζογραφήματα, εκεί γύρω στα 15 -16 του, που η δύσκολη εφηβεία του ταίριαζε με τον θυμό, την οργή και τη μελαγχολία των κειμένων του πεζογράφου, ποιητή και δραματουργού. Εγινε ο αγαπημένος του συγγραφέας.

Και τώρα, έπειτα από 15 χρόνια στο θέατρο, σε μια δύσκολη στιγμή, ξαναγύρισε στους μοναχικούς απελπισμένους μονολόγους. «Ηθελα κάτι να αλλάξω, να χειραφετηθώ πιο πολύ, να γίνω πιο δημιουργικός. Αρχισα πέρυσι να διαβάζω τα θεατρικά έργα του Μπέρνχαρντ που δεν είναι τόσο γνωστά στην Ελλάδα». Ξεκίνησε, μάλιστα, να μεταφράζει με τη φίλη του Ισμήνη Θεοδωροπούλου το «Ιμμάνουελ Καντ», που ανέβηκε πρόσφατα στο Θέατρο Τέχνης, στη Φρυνίχου. Είναι, μάλιστα, η πρώτη του σκηνοθεσία.

Πιο πολύ, όμως, μιλάει για τον Μάκη Παπαδημητρίου που παίζει τον Καντ, τον επιστήμονα, φιλόσοφο που βλέπει την ιδιοφυΐα του να θρυμματίζεται. Ηθελε να αποκαλύψει την μη κωμική πλευρά του φίλου του ηθοποιού. «Πολύ περισσότερο που έχει σχέση με την επιστήμη, ξεκίνησε σπουδάζοντας Φυσική, είναι πολύ έξυπνος».

Πνευματική τύφλωση

Το θέμα του έργου, βέβαια, δεν είναι ο Καντ. «Ο Μπέρνχαρντ βάζει το φωτεινό πνεύμα του 18ου αιώνα να συνταξιδεύει στον 20ό αιώνα μέσα σε ένα υπερωκεάνιο προς τη Νέα Υόρκη, με όλους του εκπροσώπους μιας σύγχρονης αντιπνευματικής κατάστασης: το χρήμα, την εκκλησία, την εξουσία, με τα οποία τελικά το πνεύμα κάθεται, τρώει και πίνει μαζί τους παρότι μια ζωή ευαγγελίζεται ότι είναι ανεξάρτητο. Ταξιδεύουν στο ίδιο πλοίο, κι αυτοί, επειδή τον έχουν ανάγκη για να γεμίζουν με περιεχόμενο την κούφια τους ύπαρξη, τον ξεζουμίζουν και τον τρελαίνουν. Επομένως, αυτό το πνεύμα όσες αρετές κι αν έχει, αν δεν μπορεί να δει καθαρά ότι δεν μπορεί να συναγελάζεται με αυτό τον κόσμο, είναι τυφλωμένο». Ο συγγραφέας μιλάει για «την πνευματική τύφλωση που χαρακτηρίζει την εποχή μας».

Ο ήρωας πάει αυτό το ταξίδι, γιατί πρόκειται να ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτορας κι ελπίζει πως οι γιατροί της Αμερικής θα θεραπεύσουν το γλαύκωμα από το οποίο πάσχει.

«Το γλαύκωμα είναι συμβολισμός. Ο πατέρας του Διαφωτισμού τύφλωσε τον εαυτό του επειδή συγκεντρώθηκε τόσο πολύ στη γνώση και τα βιβλία. Ο άλλος συμβολισμός είναι η ελπίδα (δεν υπάρχει όμως) να βρει το φως του στην Αμερική παρότι έχει τυφλωθεί».

Η σκηνοθεσία συνέπεσε με το γεγονός ότι είχε βαρεθεί τα εργαλεία του ως ηθοποιός. «Ενιωθα να επαναλαμβάνομαι. Με αυτό το έργο βρήκα έναν τρόπο να μιλήσω για μένα». Και παρότι μοιράζεται όπως οι άνθρωποι της γενιάς του σε πολλές δουλειές στο θέατρο, αισθάνεται καλύτερα έτσι. «Εχω πια λιγότερη γκρίνια, περισσότερη δύναμη, είμαι πιο δημιουργικός, πιο εξωστρεφής. Ενιωθα εγκλωβισμένος στην εικόνα μου και αυτά που μου ζητούσαν». Του καλού και πειθήνιου παιδιού, στοιχείο του χαρακτήρα του με το οποίο έπρεπε να παλέψει. «Πολλές φορές δεν κατάφερνα να το προσπεράσω, ώστε να προσεγγίσω τον ρόλο». Αισθανόταν, μαζί με την καθυστέρηση που έφεραν όλα αυτά, «νεκρός».

Τώρα, τα Δευτερότριτα στο θέατρο του Νέου Κόσμου, στο έργο που σκηνοθετεί ο φίλος του, Μ. Παπαδημητρίου, το «Loot – Τα λάφυρα» του Τζο Όρτον, παίζει έναν διαφορετικό ρόλο που θυμίζει Κλουζό. Μια καθαρόαιμη φάρσα στην οποία διακρίνει «ένα αντίστοιχα αναρχικό έργο με άλλο βάθος». Και τα δυο που παίζει κατεδαφίζουν θεσμούς και βαρυσήμαντες έννοιες.

Κάποια βράδια, αλλά και μεσημέρι Κυριακής, τραγουδά με τη Λένα Κιτσοπούλου και το συγκρότημα Ραστ Χιτζάζ ρεμπέτικα σε ταβέρνες και μεζεδοπωλεία, «μπουζούκια» όπως τα λέει, κι ας μην έχουν σχέση. Είναι αυτό που τον σώζει για να κάνει όσα θέλει στο θέατρο. «Το τραγούδι με στηρίζει για να βιώνω την περιπέτεια των ποσοστών στο θέατρο. Αν δεν είχα τα ρεμπέτικα, θα έσερνα την γκρίνια μου».

Πίστη στην ανταλλαγή ιδεών

Πιστεύει στην αληθινή σύνδεση και την ανταλλαγή ιδεών, στην προσπάθεια της γενιάς του να μιλήσει γι’ αυτό που τους απασχολεί. «Αυτές οι προσπάθειες αξίζουν. Ούτε η δεξιοτεχνία ούτε να υπάρχουν ομάδες για να υπάρχουν. Από την άλλη, πώς θα πεις σε τόσα παιδιά να βουλιάξουν στη ματαιότητα; Είναι δίκοπο μαχαίρι. Κι εγώ είχα πέσει σε μαρασμό. Θα μπορούσα να μείνω σε κάποιες παραγωγές, να εξασφαλίσω τον χαμηλό μισθό που παίρνουμε στις καλές μόνο περιπτώσεις, και μια συνέχεια». Ενιωθε, όμως, να πνίγεται και παρότι είναι φρέσκος πατέρας (η κόρη του είναι 2,5 ετών) με υποχρεώσεις και άλλη τόση αβεβαιότητα, αισθανόταν ότι πρέπει να τονώσει τη δημιουργικότητά του. «Ακόμη κι αν αποτύχω, θα είμαι σε μια διαδρομή, δεν θα νιώθω μαραμένος».

Αυτό που ζητάει στις συνεργασίες του είναι: «να δαμάσουμε την εσωτερική μας απροθυμία, την τεμπελιά μας. Κι ας μην είναι εύκολο. Οταν ζητάμε κάποιους κανόνες από τον άλλο, δεν είναι πειθαρχία αλλά ένα μέσον να βρεις τον εαυτό σου». Ο Λευτέρης Βογιατζής τού έμαθε πολλά όταν επέμενε να πειθαρχήσουν στις οδηγίες του. «Χρειάστηκαν χρόνια να καταλάβω ότι αυτό είναι μεγαλύτερη ελευθερία από την υποτιθέμενη που μπορεί να σου δώσει κάποιος και να είναι απόλυτη σκλαβιά. Ηταν αυταρχικός, αλλά την ίδια ώρα που σου ζητούσε κάτι τόσο επίμονα κι αυτό σε διέλυε, μόλις το έκανες, σου έλεγε ταυτόχρονα: γιατί κάνεις ό,τι σου λέω; Προσπαθούσε να χειραφετήσει με έναν τρόπο ουσιαστικό. Το καταλαβαίνει κανείς μόνο αν τρέξει μόνος του πολλά χιλιόμετρα, αν τσακιστεί και σηκωθεί πολλές φορές».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή