Από την τραγωδία στη φάρσα

3' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η λέξη είναι από τις πιο γνωστές ελληνικές λέξεις παγκοσμίως, στα δε χρόνια της κρίσης, από τις πιο χρησιμοποιημένες στα πρωτοσέλιδα των διεθνών ΜΜΕ: «τραγωδία». Αν και αρχικά η καλλιεργημένη Δύση τη γνώρισε μέσα από τους αρχαίους κλασικούς, και αργότερα, στη δεκαετία του ’50, από την αναβίωση του αρχαίου δράματος στα χορταριασμένα θέατρα της ελληνικής υπαίθρου που είχαν επιβιώσει σε πείσμα του χρόνου, οι Νεοέλληνες δεν είχαν συνήθως αυτή την αναφορά κατά νου όταν την έφερναν στα χείλη τους.

Για τους μακρινούς «απογόνους» του Σοφοκλή, η λέξη παραπέμπει συνηθέστερα στα σύγχρονα «δεινά» του Ελληνισμού. Τα οποία -στη δική τους αντίληψη- είναι πολλά και είναι αδιάκοπα. Το ελληνικό κράτος μπορεί (παρά τη χρεοκοπία του) να εξακολουθεί να θεωρείται μεταξύ των πιο ανεπτυγμένων του κόσμου, μπορεί να είναι, με διαφορά, το πιο πετυχημένο παράδειγμα βαλκανικού κράτους, αλλά στο συλλογικό ασυνείδητο είναι καταγεγραμμένο ως σύγχρονη τραγωδία σε πολλά επεισόδια: εθνικές καταστροφές, εμφύλιοι, δικτατορίες, εκμετάλλευση από ξένες επίβουλες δυνάμεις, και μαζί φτώχεια και ξενιτιά. Μέσα από αυτήν τη διαστρέβλωση προσλαμβάνει κατά κανόνα το παρελθόν του ο μέσος Eλληνας, και αυτή η κρυφή ηδονή της αυτοθυματοποίησης έχει αποτυπωθεί μοναδικά στο παλιότερο λαϊκό τραγούδι, ιδίως του ’60.

Σε αυτό το πλαίσιο, η χρεοκοπία του 2010 και τα διάφορα επακόλουθά της έρχονται υποτίθεται να επιβεβαιώσουν περίτρανα το παραπάνω αφήγημα. Ας θυμηθούμε μόνο την επαναλαμβανόμενη αναφορά στην Ελλάδα ως Ιφιγένεια που έπρεπε να θυσιαστεί για να σωθούν τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης.

Αν απομονώσουμε, ωστόσο, τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων, το πρόσφατο ελληνικό δράμα δεν μοιάζει να προκαλεί τόσο το κλάμα όσο τον κλαυσίγελο. Η χώρα έφθασε στο χείλος του γκρεμού, στις διπλές εκλογές του Ιουνίου του 2012, και αντίκρισε από κάτω την άβυσσο. Δεν ήταν δα τόσο παλιά ώστε να το ’χουμε ξεχάσει.

Το γελοίο και οι μπουφόνοι

Κι ενώ είχε καταστεί παραπάνω από σαφές τι θα σήμαινε αυτό κι ενώ όλοι γνώριζαν ποιες ήταν οι προϋποθέσεις για να μην επαναληφθεί, τίποτα δεν μας εμπόδισε να φλερτάρουμε ξανά με τον όλεθρο, τον Ιούλιο του 2015.

Ο τραγικός ήρωας δεν έχει αυτά τα χαρακτηριστικά. Η τραγικότητά του συνίσταται στο γεγονός ότι πηγαίνει κατευθείαν στην καταστροφή αλλά ο ίδιος δεν μπορεί να έχει συναίσθηση του επικείμενου τέλους του, παρότι το γνωρίζουν κάποιοι από τους γύρω του, οι οποίοι είτε πρέπει να σωπάσουν λόγω των συνθηκών είτε δεν εισακούονται γιατί δεν έχουν το απαραίτητο κύρος. Στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης, όμως, τα δεδομένα είναι γνωστά σε όλους, και πρώτα και κύρια στο ίδιο το «θύμα». Εγχώρια ελίτ και κοινωνία γνωρίζουν, από τα πλέον αρμόδια και σοβαρά χείλη, ποιος είναι ο δρόμος της επίλυσης του αδιεξόδου. Είναι άλλωστε ο μόνος ρεαλιστικός, ο μόνος που μπορεί να χρηματοδοτηθεί από όσους είναι πρόθυμοι να πληρώσουν, ο μόνος που έβγαλε από τη διακεκαυμένη ζώνη της κρίσης και τους υπόλοιπους που είχαν παρόμοια προβλήματα. Παρά ταύτα, η μεγάλη πλειονότητα προτίμησε να επενδύσει στις όμορφες και βολικές ψευδαισθήσεις. Εν γνώσει τους κι εν πλήρει συνειδήσει τους.

Για να φθάσεις όμως από την τραγωδία στην παρωδία, χρειάζεσαι και κάτι ακόμη. Χρειάζεσαι ήρωες μπουφόνους, πρωταγωνιστές που δεν έχουν αίσθηση του γελοίου, που δεν αντιλαμβάνονται ποια λεπτή γραμμή χωρίζει μια τραγική κατάσταση από τον χαβαλέ του τσίρκου. Χρειάζεσαι, για παράδειγμα, νάρκισσους με ένα Εγώ μεγαλύτερο του πλανήτη, κωμικές φιγούρες χολερικών δικτατορίσκων που τους έλαχε κάποια εξουσία, επαγγελματίες κομματανθρώπους των οποίων η πρώτη πραγματική δουλειά ήταν υπουργοί, μικροαστούς καιροσκόπους που είδαν φως και μπήκαν, πλούσιους επαναστάτες της φακής και της ρακής. Το μεγάλο μας τσίρκο δεν θέλει ρόλους αλλά καρικατούρες: δηλαδή αναγνωρίσιμους κοινωνικούς τύπους με υπερδιογκωμένα τα στραβά τους. Και αυτός είναι ο λόγος που τελικά η κρίση δεν έχει οδηγήσει σε κάποιου είδους αυτογνωσία όπως κάνει η τραγωδία, αλλά σε σπαρταριστές καταστάσεις όπου το ηχηρό γέλιο ίσα ίσα που αφήνει να φανεί ο πνιχτός λυγμός που υποφώσκει. Είναι ο λυγμός του θεατή που παρακολουθεί με σκεπτικισμό, έχοντας επίγνωση ότι όλα αυτά είναι θέμα χρόνου να τα ξαναζήσουμε. Πάντα, βέβαια, με πανάκριβο εισιτήριο.

* Ο κ. Δ.Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας και γραμματέας σύνταξης της ΝΕΑΣ ΕΣΤΙΑΣ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή