Παιδικό θέατρο, πιο μαγικό από videogames

Παιδικό θέατρο, πιο μαγικό από videogames

4' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν από τρία χρόνια, την τελευταία φορά που μιλήσαμε, φανταζόταν το μέλλον της στη Νίσυρο. Εβλεπε τον εαυτό της σαν μια «τρελή γριούλα» που θα έλεγε ιστορίες και παραμύθια. Και να τώρα που η Ολια Λαζαρίδου παίζει το δικό της παραμύθι στα παιδιά.

Είναι μέρος της βιωματικής εμπειρίας με τίτλο «Μια Ημέρα στο Θέατρο» που υποδέχεται μαθητές 9 έως 15 ετών καθημερινά (εκτός Σαββάτου και Κυριακής) στο Δημοτικό θέατρο του Πειραιά. Εκεί, στο πλαίσιο ενός εκπαιδευτικού προγράμματος που χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ, τα παιδιά γνωρίζουν τη μαγεία που κανένα ηλεκτρονικό παιχνίδι δεν μπορεί να μεταδώσει και καμία τηλεοπτική σειρά. Πρώτα ανακαλύπτουν τις φανερές και τις κρυφές γωνιές του θεάτρου, ενός σπουδαίου αρχιτεκτονήματος της σύγχρονης Ελλάδας με ιστορία 118 χρόνων. Ξεναγοί τους είναι θεατρολόγοι και ηθοποιοί που τους οδηγούν από το εντυπωσιακό φουαγιέ, στα θεωρεία και την πλατεία ώς τα παρασκήνια με τους «μαγικούς» μηχανισμούς. Κι έπειτα αναλαμβάνει η Ολια το δικό της μέρος. 

Μεταμορφώνεται σε μια δύσπιστη θεατή που επιστρέφει στο θέατρο σαν ξέχασε την αγαπημένη μπλε τσάντα της. Ομως εκεί βλέπει τον μάγο να προβάρει αποτυχημένα ένα νούμερο στην άδεια σκηνή μαζί με τον βοηθό του. Ούτε λίγο ούτε πολύ, παρασύρονται σε μια επεισοδιακή συζήτηση περί ψευδαίσθησης και λογικής. «Είναι ένα 40λεπτο έργο που κουβαλά μια ελαφράδα» λέει η ηθοποιός στην «Κ». «Στις μέρες που ζούμε, αυτό που μας λείπει είναι η χαρά να είσαι δημιουργικός. Αυτό πρέπει να μεταδώσουμε στα παιδιά, γιατί όλοι είμαστε μέρος μιας συλλογικής κατάθλιψης. Είναι ένα ισχυρό όπλο για να αντισταθούμε στο γενικό βούλιαγμα. Αυτό μεταδίδει και η παράσταση, ότι το θέατρο μπορεί να είναι ένας διάδρομος απογείωσης». Αυτό το αναλαμβάνουν μαζί της ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης και ο Αρης Μπαλής ενώ την ξενάγηση που προηγείται, οι: Γιώργος Νανούρης, Χρήστος Σκούρτας, Ιρια Κατσαντώνη, Πάρις Θωμό πουλος,  Σταύρος Γιαννακόπουλος.

«Τα τελευταία χρόνια θέλω να ενώνω όσα κάνω στη σκηνή, με την πορεία μου στη ζωή. Θέλω να κάνω και πράγματα που επιθυμώ να μοιραστώ με τους ανθρώπους. Η ιστορία ξεκίνησε όταν διασκευάζαμε πρόπερσι με τον Ηλία Κουνέλα και τον Γιώργο Νανούρη το «Από τι ζουν οι άνθρωποι» του Τολστόι. Ενα παλιό ρώσικο παραμύθι, που παίζαμε επί δύο χρόνια. Ηταν μια λυτρωτική εμπειρία για μένα. Κυρίως γιατί έρχονταν διαφορετικοί άνθρωποι να δουν την παράσταση κι όχι αυτό το πλαζέ κουλτουριάρικο κοινό που γνωρίζαμε τόσα χρόνια στην Αθήνα. Με το πέρασμα των χρόνων κατάλαβα ότι το βαθύ δεν σημαίνει αναγκαστικά βαρύ, όπως το ελαφρύ δεν σημαίνει αναγκαστικά και ρηχό. Τα πραγματικά βαθιά πράγματα μπορεί να είναι και πανάλαφρα».

Το πρόγραμμα στο οποίο θα τη δούμε από τη Δευτέρα (με ελεύθερη είσοδο) στο Δημοτικό του Πειραιά, ξεκίνησε ως ιδέα -όπως λέει- επί των ημερών του Τάκη Τζαμαργιά και υλοποιείται στη θητεία του Νίκου Διαμαντή. «Εχει σημασία τα πράγματα να έχουν συνέχεια». Οσο για τον χώρο, της θυμίζει αυτό που ονειρευόμασταν μικροί στο άκουσμα της λέξης θέατρο. «Ενα μέρος όπου πέφτουν τα σταγκόνια, με μεγάλη σκηνή, βελούδινη αυλαία, βαρύ πολυέλαιο με χιλιάδες πάνω του λαμπερά κρυσταλλάκια». Δεν κρύβει τη χαρά αυτής της καθημερινής δράσης. Αλλωστε πάντα της άρεσαν οι ιστορίες. Οπως και τα ποιήματα. Τον περασμένο Ιούνιο παρουσίασε το βιβλίο της «Η προσευχή του ελάχιστου» (εκδ. Υποκείμενο), σε μια αξέχαστη -για όσους την έζησαν- βραδιά, χωρίς μικρόφωνα και τεχνητό φωτισμό, στη μικρή καντίνα κάτω από το λεγόμενο «Φουγάρο του Θανάτου», στα Λιπάσματα της Δραπετσώνας. «Ενα μακρύ ποίημα, αρκετά βιογραφικό» λέει με μια μικρή συστολή.

Τώρα ετοιμάζεται να διδάξει στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, να ξαναπαίζει την «Ηλέκτρα» που παρουσιάστηκε για λίγο το καλοκαίρι, και να πάρει μέρος στο αφιέρωμα της Λούλας Αναγνωστάκη που ετοιμάζει ο Μάνος Καρατζογιάννης στο Ιδρυμα Κακογιάννη. Πώς είναι το θέατρο σήμερα, τη ρωτάω προτού κλείσει η συζήτησή μας. «Υπάρχει ένα σπασμωδικό τοπίο στον θεατρικό χώρο. Γίνονται πολλά πράγματα αλλά με άγχος και αγωνία». Εκείνη γνώρισε το θέατρο στα 17 της δίπλα στην Ελλη Λαμπέτη, έπειτα στον Ζυλ Ντασσέν, και όταν όλοι μιλούσαν για το νέο ταλέντο γύρισε το τιμόνι, πήγε στη Γαλλία έγινε πάλι μαθήτρια, στη σχολή του Αντουάν Βιτέζ, ενώ επιστρέφοντας στράφηκε στο εναλλακτικό της εποχής της, δίπλα στους: Λευτέρη Βογιατζή, Μάγια Λυμπεροπούλου, Βασίλη Παπαβασιλείου, Θόδωρο Τερζόπουλο, Δημήτρη Παπαϊωάννου, Γιάννη Κόκκο κ.ά. «Από μικρή είχα ανάγκη τα πρότυπα ανθρώπων που δεν ξεπουλήθηκαν. Αυτό με ενέπνεε. Θυμάμαι ο Χατζιδάκις αντιπροσώπευε στο μυαλό μου έναν πολύ βαθύ καλλιτέχνη, μια ελεύθερη ατρόμητη ψυχή. Δεν τον γνώρισα ποτέ, όμως κάθε φορά που ετοίμαζα μια παράσταση αναρωτιόμουν: “Αυτό θα του άρεσε;”».

Με το πέρασμα των χρόνων ένιωσα πως το ωραίο είναι υποκειμενικό. «Οταν το κατάλαβα ησύχασα από τον ψυχαναγκασμό ότι πρέπει να κάνω κάτι που να αρέσει σε όλους. Ημουν ευάλωτη στην αρνητική κριτική. Τώρα το εμπέδωσα. Είναι ελευθερία να λες: ό,τι κι αν κάνω σε κάποιους θα αρέσει, όχι σε όλους. Τα παιδιά σήμερα τρέχουν αλαφιασμένα να τα κάνουν όλα. Ομως αυτό που θα σε κρατήσει, πάντα πρέπει μέσα σου να το ψάξεις, όχι γύρω σου. Αλλά για να το βρεις μέσα σου κάποιος πρέπει να σε βοηθήσει να το εντοπίσεις». Εκείνη το βρήκε και όσο κυλούν τα χρόνια, προσπαθεί να έρθει πιο κοντά σε όσα λέει η καρδιά της. «Πέρασα κι εγώ από κουλτουριάρικους δρόμους. Τώρα προσπαθώ να απλοποιηθώ».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή