Εξερευνώντας τον κόσμο του Τσέχοφ, μακριά από τα συνηθισμένα

Εξερευνώντας τον κόσμο του Τσέχοφ, μακριά από τα συνηθισμένα

4' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με το που ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο το «Καγκουρώ» του Βασίλη Κατσικονούρη, ένα έργο που μιλάει για τη σύγχρονη ελληνική κρίση και τη μετανάστευση, ο Δημήτρης Μυλωνάς ετοιμάζεται για νέα πρεμιέρα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, όπου σκηνοθετεί την παράσταση «Τσέχοφ». Μια σκηνική σύνθεση από θεατρικά έργα, νουβέλες, διηγήματα και αλληλογραφία του Ρώσου δραματουργού και συγγραφέα, επενδυμένη με πρωτότυπη μουσική και τραγούδια που φτάνουν ώς και το μιούζικαλ. Επιμένει μάλιστα πως είναι κωμωδία. Ενα «παιχνίδι εξερεύνησης» στον κόσμο του Α.Π. Τσέχοφ. Ομως το μυαλό του ταξιδεύει και σε ακόμη δύο έργα που πρόκειται να σκηνοθετήσει. Τη μαύρη κωμωδία του Τζο Ορτον «Διασκεδάζοντας με τον κύριο Σλόουν» που ακολουθεί στο «Αγγέλων βήμα» με τον καινούργιο χρόνο, καθώς και το «Μια πάπια μα ποια πάπια» του Ντέιβιντ Μάμετ. Ενα άγνωστο στο ελληνικό κοινό έργο που οι κριτικοί χαρακτηρίζουν «αστραφτερή κωμωδία», στο οποίο κρατά τον ένα από τους δύο ρόλους.

Βαθύτερη επιθυμία

Τέσσερις σκηνοθεσίες σε μία σεζόν; «Θα κριθώ από το αποτελέσματα όλων αυτών», είναι η απάντηση που δίνει, ξεκαθαρίζοντας πως η σκηνοθεσία ήταν βαθύτερη επιθυμία. «Ημουν μαθητής του Λιβαθινού από το 1995 στη δραματική σχολή “Καρέζη” και αργότερα στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Εκεί μας έμαθε όσα διδάχθηκε στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας με συνειδητό τρόπο. Οτι το θέατρο είναι επιστήμη κι όχι μάννα εξ ουρανού, δηλαδή δεν φτάνει το ταλέντο, θέλει σκληρή δουλειά για να το υπηρετήσεις. Μάθαμε επίσης να είμαστε και ηθοποιοί και φωτιστές και μουσικοί και μαζί μικροί “σκηνοθέτες” στις παραστάσεις που κάναμε».

Οσο τον συγκινεί η θεματολογία του Κατσικονούρη που αντανακλά στη δραματουργία του τις αγωνίες τού σήμερα, άλλο τόσο τον συγκινεί και ο κόσμος του Τσέχοφ και η διαρκής φθορά της καθημερινής ζωής που αποτυπώνεται στο έργο του. «Σχεδιάζοντας σε δύο χρόνια να σκηνοθετήσω ένα έργο του, ήθελα να αρχίσω από τα διηγήματα και τις νουβέλες του. Αλλωστε απ’ αυτά προέκυψαν τα μονόπρακτα και τα θεατρικά του, δεν ξεκίνησε γράφοντας αμέσως τον “Βυσσινόκηπο”. Το νόημα της ζωής τον απασχολούσε σε όλα του τα κείμενα. Σιγά σιγά κατέληξε στη συμπύκνωση που είναι το θεατρικό έργο και ύστερα την αφαίρεση που ήταν το απόσταγμα».

Πάντως κλασικό Τσέχοφ δεν θα δείτε (6/11). «Εχει ενδιαφέρον όμως να σταθεί κανείς στο ότι ανακαλύπτουν οι νέοι ηθοποιοί το έργο του. Βλέπετε δεν είναι διδακτικός αλλά σχολείο για την εκφραστικότητα, την ψυχή και την πνευματικότητά τους». Ο Αλέξανδρoς Αχτάρ, η Μυρτώ Γκόνη, ο Πάρης Θωμόπουλος, ο Παναγιώτης Μπρατάκος (ομάδα «Εν Δράσει» ) έχουν ζωντάνια, ενέργεια, διάθεση για παιχνίδι και, όπως τονίζει, σεβασμό στο υλικό. Αλλά όχι φόβο. «Κι αυτό δημιουργεί έντονα κωμικά στοιχεία που μετατρέπονται σε τραγωδία, γιατί σε κάθε κωμικό υπάρχει πάντα και το τραγικό και το αντίστροφο». Η παράσταση στο Θέατρο του Νέου Κόσμου κινείται γύρω από τις γυναίκες του Τσέχοφ και τι παθαίνουν οι άνδρες απ’ αυτές. Η γυναίκα επαναστάτρια, ερωμένη, μάνα, πόρνη, υπηρέτρια. «Ολο αυτό είναι εμπλουτισμένο με πολλή μουσική, την οποία αναφέρει κι ο συγγραφέας στα έργα του, με πρωτότυπα τραγούδια στην παράσταση που φτάνουν ώς το μιούζικαλ, τα οποία όλα έχουν στίχους από τα διηγήματα και τα κείμενα του Ρώσου δραματουργού».

Οταν ρωτάς τον Δημήτρη Μυλωνά για την εικόνα του θεατρικού τοπίου είναι κατηγορηματικός: «Είναι απαράδεκτο το κράτος να μη βοηθάει τις τέχνες. Υπό τις παρούσες συνθήκες είναι φανερό, οι θεατρικές ομάδες δεν θα αντέξουν. Το πρόβλημα ξεκινάει από τη θεατρική παιδεία. Οποιοσδήποτε ανοίγει μια θεατρική σχολή, δίνει σεμινάρια, χωρίς άδεια και έλεγχο. Από την άλλη, η τηλεόραση δημιουργεί την εντύπωση ότι είναι εύκολο να γίνεις ηθοποιός αρκεί να είσαι όμορφος. Ολα αυτά δημιούργησαν πληθώρα σχολών και υπερπληθώρα άνεργων ηθοποιών. Ελάχιστοι απ’ αυτούς μπορούν να απορροφηθούν από τις πρώτες σκηνές.

Επειδή μπήκε το ψώνιο μέσα τους και είναι δύσκολο -ειδικά στην Ελλάδα- να παραδεχθούν ότι πρέπει να αλλάξουν επάγγελμα, ενώνονται μεταξύ τους και ανεβάζουν παραστάσεις μήπως και τους δει κάποιος.

Ορισμένες ξεχώρισαν για να λέμε και τα θετικά. Είναι ωστόσο υπερβολή να έχουμε 1.000 και πλέον παραγωγές τη σεζόν. Δεν μπορείς να τους σταματήσεις. Μπορείς όμως να θωρακίσεις τη θεατρική παιδεία. Ο Λιβαθινός από τη δεκαετία του ’90 μιλάει για σχολή σκηνοθεσίας. Αυτό προσπαθεί επί χρόνια και τώρα που είναι στο Εθνικό δεν τον αφήνουν να το κάνει. Αυτό που χρειάζεται είναι έλεγχος, το αυτονόητο δηλαδή, όμως σκεφτόμαστε πια να πούμε τη λέξη, διότι στην Ελλάδα όλα παρερμηνεύονται. Το μέτρο θα δημιουργήσει την ισορροπία ανάμεσα στην παραγωγή των ηθοποιών και την κατανάλωσή τους, δηλαδή ποιοι θα παίξουν στο θέατρο. Πρέπει να καταλάβουν πως ηθοποιός δεν είναι κάτι εύκολο, αλλά απαιτεί σπουδές και κόπο. Η άγνοια οδήγησε στη σημερινή εικόνα, να βγαίνουν 1.000 ηθοποιοί τον χρόνο από τις σχολές και τα σεμινάρια».

«Φρένο – γκάζι»

Ο ίδιος πάντως, εκτός από υποκριτική, σπούδασε και χρηματοοικονομικά. «Το θέατρο απογειώνει, τα οικονομικά προσγειώνουν. Είναι ένας συνδυασμός φρένο – γκάζι που δημιουργεί την ισορροπία». Τι λέει στους νεότερους συναδέλφους του; «Μπορεί να γίνει μια καλή παράσταση με υγεία, αυτό που λέμε χαρά. Βλέπετε, δεν πιστεύω στις προσβολές και στην τιμωρία, στην καταπίεση, στις οκτώ μήνες πρόβα όταν μπορούν να γίνουν τέσσερις. Ο σκηνοθέτης-δυνάστης έχει μια προτεσταντική λογική. Προτιμώ την αναγεννησιακή».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή