Ο παράφορος υβριστής των πάντων

Ο παράφορος υβριστής των πάντων

3' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΤΟΜΑΣ ΜΠΕΡΝΧΑΡΝΤ

Ο θεατροποιός

σκηνοθ.: Ακύλλας Καραζήσης

θέατρο: Πόρτα

«Ο θεατροποιός», από τα τελευταία (1985) έργα του Τόμας Μπέρνχαρντ (1931-1989), είναι όπως και τα προηγούμενά του χτισμένος γύρω από μιαν ανδρική φιγούρα που μονολογεί ακατάπαυστα και απορριπτικά, με διαρκώς επανερχόμενα μοτίβα και παράφορες γλωσσικές εκφράσεις, συχνά νεολογικές.

Ο «μέγιστος καλλιτέχνης της υπερβολής», όπως αυτοχαρακτηριζόταν ο συγγραφέας, μπορεί να μη σεβόταν πολλά, αλλά τις ενότητες τόπου, χρόνου, δράσης τις έχει σεβαστεί κι εδώ. Πού; Στο αυστριακό, παραδουνάβιο χοιροχώρι (κατά το κατσικοχώρι) Ούτσμπαχ, μερικών εκατοντάδων κατοίκων, και στην αίθουσα εκδηλώσεων του ταπεινού πανδοχείου «Το μαύρο ελάφι».

Εκεί εισβάλλει, ακολουθούμενος από τον αγαθό και κατάκοπο (μέρα χοιροσφαγίων) πανδοχέα, ο θεατροποιός Μπρουσκόν. Ηθοποιός κρατικού θεάτρου (κάποτε), περιοδεύων καλλιτέχνης και οικογενειακός θιασάρχης πλέον. Το «έργο ζωής» του, «Ο τροχός της Ιστορίας», που παίζει με τη γυναίκα, τον γιο και τη κόρη του κι όπου εμφανίζονται ιστορικά πρόσωπα από Καίσαρα, Νέρωνα ώς Τσώρτσιλ, είναι προγραμματισμένο να παιχτεί σε λίγες ώρες. Υστερα από… άριες αντιρρήσεων για το χάλι και την επαρχιώτικη αισθητική της αίθουσας, παράδοξες προετοιμασίες, ταπεινωτικές προσταγές στα διαταραγμένα (επόμενο) τέκνα και στην, απούσα λόγω ασταμάτητου βήχα, γυναίκα του, έπειτα από ύβρεις προς πανδοχέα, γυναίκες γενικά, καλλιτεχνικό κόσμο και πατρίδα, η παράσταση λίγο πριν από την έναρξη θα ματαιωθεί.

Μια φωτιά εκεί δίπλα κάνει τους κάπου εκατό θεατές να εγκαταλείψουν την αίθουσα για το ζωντανό θέαμα του φλεγόμενου πρεσβυτέριου του Ούτσμπαχ.

Ο,τι συμβαίνει στην αφρόντιστη αίθουσα (σκηνικά-κοστούμια Βασίλης Παπατσαρούχας) είναι ασήμαντο μπρος στο χειμαρρώδες, με διαρκώς ανανεούμενη απέχθεια για τα πάντα, κείμενο. Η δίχως κόμμα και τελεία μονολογούσα και συχνά αφηνιάζουσα φιγούρα (με καμπαρντίνα, καπέλο, μπαστούνι) χρησιμοποιεί τη γλώσσα ως έμβολο άντλησης χολής από κάπου βαθιά μέσα της. Από μια σκοτεινή δεξαμενή όπου μίσος, αρρώστια, αναπηρία και θάνατος συνυπάρχουν.

Αυτή η γνώριμη φιγούρα ενός ασταμάτητα φλυαρούντος εγωμανούς, μισανθρώπου, μεγαλοπιασμένου εχθρού των προλετάριων, ορκισμένου εχθρού της αυστριακής πατρίδας του, καταλαμβάνει στη δραματουργία του Μπέρνχαρντ το κέντρο έργου και σκηνής. Υποβαθμίζει τα υπόλοιπα πρόσωπα σε περίπου κρετίνους ή κομπάρσους πεθαμένου λόγου που έχουν ελάχιστα να πουν.

Εναπόκειται στον σκηνοθέτη, ειδικά αυτού του μονότονου, στατικού έργου, να βρει τα σπάνια κλειδιά ώστε η τυραννία του θεατροποιού τέρατος προς τους επί σκηνής να μην επεκταθεί και προς το κοινό. Ομως μετά τα πρώτα απολαυστικά είκοσι λεπτά, στα υπόλοιπα ογδόντα της παράστασης προσπάθησα πολύ για να μη κλωτσάω τους μπροστινούς από την αταξία των ποδιών μου, προσωπικό σημάδι τυραννίας. Κι αυτό, παρά τον έξοχο Νίκο Χατζόπουλο (Μπρουσκόν), υπέροχα κινούμενο, να συρίζει τον καθαρότερα βρώμικο λόγο με χιούμορ και αναβλύζουσα οργή στην ακριβέστατα δημιουργική μετάφραση του Πέτρου Μάρκαρη.

Αντιστάθηκε στα οποιαδήποτε μπουφόνικα η τσιρκολάνικα κόλπα στα οποία συνήθως καταφεύγουν ηθοποιοί του συγκεκριμένου ρόλου, δεν ενέδωσε στην αυτοϊκανοποίηση της λεκτικής παραφοράς αλλά είχε μιαν ερασιθάνατη σκοτεινιά ο απαξιωτικός του λόγος.

Να μου έφταιξε η προβλέψιμη επανάληψη σκηνικής διάθεσης, ατμόσφαιρας και καταστάσεων; Ή μήπως η απουσία κάποιων ερεθισμάτων που θα παρέσυραν την προσοχή και θα ανανέωναν το ενδιαφέρον ώστε μετά την αρχική έλξη να μην ακούγονται όλα επίπεδα, άσφαιρα και άδεια;

Στην αίσθηση κορεσμού συντελούσαν ίσως και οι ρόλοι γιου (Αρης Μπαλής), κόρης (Δήμητρα Βλαγκοπούλου) και πανδοχέα (Νικήτας Αναστασόπουλος) που κινήθηκαν σκηνοθετικά κι ερμηνευτικά στο εύρος άβουλων ανδρείκελων και βραδύγλωσσου αγαθιάρη, αντίστοιχα.

Ο βωβός και βήχων ρόλος της συζύγου του Μπρουσκόν (Ακύλλας Καραζήσης), στο τέλος της παράστασης, έφερε ένα ρεύμα φαιδρότητας στη σκηνή, που όμως δεν μου διέλυσε την αίσθηση πως φταίει και το έργο.

Φαίνεται πως, μετά τόσα καντάρια χολής, αμβλύνεται η εξουσία του λόγου, το πνεύμα και το πρωταρχικό συστατικό της δραματικής τέχνης κατά τον Μπέρνχαρντ, η ταραχή! Ταραχή μεγάλη μάλιστα, την οποία ένα έργο για την «απαξίωση και το μίσος κατά της τέχνης» θα όφειλε να προκαλεί στον τόπο μας με την εγκληματική ελαφρότητα, άγνοια και υστεροβουλία σε θέσεις και υποθέσεις πολιτισμού, όπως πολύ πρόσφατα ζήσαμε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή