«Περίσσεψε το άσχημο»

5' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το ασανσέρ με έφερε ακριβώς έξω από την Κεντρική Σκηνή του Εθνικού. Ελάχιστοι κυκλοφορούσαν εκείνη την ώρα στο κτίριο της Αγίου Κωνσταντίνου. Στη σκηνή, γύρω από ένα τραπέζι, ο σκηνοθέτης Μιχαήλ Μαρμαρινός συζητούσε με δυο τρεις βασικούς συνεργάτες του, για τις λεπτομέρειες της παράστασης που ετοιμάζει για φέτος στην Επίδαυρο: τη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη, σε μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη.

Στην Κεντρική Σκηνή συνυπήρχαν αντικείμενα από τις παραστάσεις του χειμώνα και όσα θα εντάξει στο σκηνικό της «Λυσιστράτης» ο Μιχαήλ Μαρμαρινός: μερικά στεφάνια από λουλούδια, ασημένια ποτήρια, ασημένιες κανάτες, ένα ψυγείο, ένα στρογγυλό τραπεζάκι μπαλκονιού, ένα πανέρι με φρούτα, ένας φαλλός κάτω από μια καρέκλα…

Μόλις τελείωσε τη φωτογράφιση, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός μίλησε για πολλά, όχι τόσο σαν συνέντευξη, αλλά σαν ένα μικρό σεμινάριο – αυτά τα μικρά δώρα των συνεντεύξεων: για την πρόβα, για την κωμωδία, για τη Λυσιστράτη, για τα πρόσημα που κουβαλάει και για τον Αριστοφάνη όπως δεν έχουμε συνηθίσει να τον βλέπουμε. Πριν από τρεις μήνες περίπου, του είχα πει ότι έχω μεγάλη περιέργεια για το τι θα δούμε στην Επίδαυρο. Μου απάντησε: «Κι εγώ». Τρεις μήνες μετά, έχει σχηματοποιηθεί αυτό που θα δούμε ή ακόμα ψάχνει πράγματα;

«Ισχύουν πάντα και τα δύο. Δηλαδή, αλίμονο αν τώρα ήξερα τόσο καλά τι θέλω να κάνω. Ξέρω πολύ καλά τι θέλω να κάνω πριν ξεκινήσω τις πρόβες, αλλά αυτό είναι ανοιχτό, αίολο και ευάλωτο στην πρόβα. Οταν έχεις αυτούς τους ανθρώπους μπροστά σου, δεν είναι δυνατόν να μη δημιουργήσεις μια συνθήκη που θα “πληγώσει” την κρίσιμη ιδέα, κάνοντάς την πιο κρίσιμη, πιο πλούσια. Η πρόβα έχει πάντα μια επιζητούμενη και πάντα δύσκολη λεπτή ισορροπία, να κατευθύνεις κάτι που δεν κατευθύνεται. Και είναι κι αυτά τα μεγάλα έργα, όπως η “Λυσιστράτη”, που σε εκπλήσσουν με όσα έχουν και κυρίως με ό,τι δεν έχουμε δει ότι έχουν.

Νομίζω ότι το πρώτο ζήτημα που καταδυναστεύει τον Αριστοφάνη είναι μια παραστατική πρακτική, που σ’ έναν βαθμό κατευθύνει και τις μεταφράσεις, και μ’ ένα συγκεκριμένο πρόσημο, που είναι πρόσημο “κωμωδία”. Πολύ συχνά μπερδεύουμε την κωμωδία με το χιούμορ. Δεν είναι το ίδιο. Το χιούμορ είναι σατανικό σ’ αυτόν τον ιδιοφυή ποιητή. Και αυτό επηρεάζει τα πράγματα.

»Για να συμβεί αυτό που αισθανόμουν ότι πρέπει ν’ αντικρίσουμε, υπήρχε η αναγκαιότητα μιας εξαρχής νέας μετάφρασης (την οποία ανέλαβε ο Δημήτρης Δημητριάδης), που δεν θα είχε αυτό το πρόσημο. Κι αυτό δεν είναι απλό. Εχουμε δει πολλές σημαντικές παραστάσεις στον Αριστοφάνη, που χαρακτηρίζουν μία εποχή. Αλλά μ’ αυτή την εποχή τελειώσαμε. Να δούμε αν υπάρχει κάτι άλλο εκεί;».

Για να το δει κατέφυγε στο αρχαίο κείμενο. «Συμβαίνουν και λέγονται γεγονότα και πράγματα, που συνήθως δεν εμφανίζονται στο γκροτέσκο των παραστάσεων του Αριστοφάνη. Και είπα ότι εδώ έχουμε άλλες ιδιότητες. Υπάρχει η ακρίβεια και το πραγματικό, σ’ έναν βαθμό που μοιάζει με ρεπορτάζ εποχής. Κάποια στιγμή λέει η Λυσιστράτη “την έπιασα πάνω στο σπουργίτι”, έτοιμη να φύγει δηλαδή. Στον Αριστοφάνη οι ιδέες δεν γίνονται σύμβολα, γίνονται σώματα. Ετσι, έχουμε τη Σαγήνη, την Εμπιστοσύνη, τη Συμφιλίωση, την Ειρήνη, που είναι γυναίκες. Εννοιες, που γίνονται πραγματικά πρόσωπα. Κι έχει μια ποίηση αυτό.

»Οταν απογυμνώσεις την ενδυμασία του γκροτέσκου, μένει κάτι πολύ πραγματικό και θα έλεγα ότι μένει μια πραγμάτευση, ειδικά σ’ αυτό το έργο, του κάλλους, που είναι πολύ μεγάλο θέμα. Ισως είναι το κρυφό επιχείρημά του. Ο πόλεμος είναι η αφορμή. Το θέμα του έργου είναι ο εσωτερικός διχασμός. Δεν είναι το πρώτο φεμινιστικό μανιφέστο. Οχι. Συνειδητά όχι, αν διαβάσει κανείς το έργο με ακρίβεια. Το κάλλος σ’ αυτό το έργο σου δίνει ένα χαστούκι επαναφοράς, γιατί, το λέει κιόλας ο Αριστοφάνης, “περίσσεψε το άσχημο”. Δεν χρειάζεται καμία απόπειρα μεταφοράς του έργου και του θέματος αυτού εις τα καθ’ ημάς. Διότι εις τα καθ’ ημάς είναι ή με άλλα λόγια εμείς, εις εκείνα τα καθ’ έκαστα είμαστε. Νομίζω ότι οι απόπειρες να μεταφερθεί στα καθ’ ημάς, είναι προδοσία του ποιητή. Και αν το μεταφέρεις, κάτι δεν καταλαβαίνεις από το έργο. Και δεν το έχει ανάγκη το έργο». Ποιο ήταν το δικό του κλειδί που του άνοιξε τη νέα «όψη» της «Λυσιστράτης»; «Το τεράστιο επιχείρημα του έργου είναι ότι πρόκειται για ένα κρυφό δοκίμιο ενδοκρινολογίας των ανδρών.

Είναι δοκίμιο περί τεστοστερόνης. Αυτό κατάλαβε αυτή η γυναίκα εγκαίρως και καίρια και το έβαλε εμπρός. Και σκέφτηκε ότι πρέπει να στήσουμε μια ενδοκρινολογική παγίδα. Δεν έχει πιθανότητα να μην πετύχει, εάν την κάνουμε σωστά, γιατί βασιζόμαστε στη Φύση και η Φύση είναι πανίσχυρη».

Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός αφηγείται με τον δικό του τρόπο το πώς διάβασε τη «Λυσιστράτη» και ταυτοχρόνως, εμμέσως, γιατί ποτέ δεν θέλει να λέει από πριν για τις παραστάσεις του, μας βάζει στο σύμπαν και στη αντίληψη της παράστασης που θα δούμε. Και μας καλεί, ασφαλώς, να δούμε μ’ έναν άλλο τρόπο τον Αριστοφάνη. Κι αυτό είναι το μεγάλο στοίχημά του.

Τα πρόσωπα

Οσο για το ποιος ηθοποιός υποδύεται ποιο πρόσωπο, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός κρατάει ακόμα κλειστά τα χαρτιά του. Κι όχι από στυλ, αλλά γιατί είναι μέρος της παράστασης αυτή η «ασάφεια». Εκτός από τον ρόλο της Λυσιστράτης, που τον έχει αναλάβει η Λένα Κιτσοπούλου «δεν μπορώ να σου πω κάστινγκ, γιατί όλο το έργο είναι ένα γυναικείο επιχείρημα. Είναι ένα ακόμη από τα πρόσημα που λέγαμε: “Ποια παίζει τη Λυσιστράτη;” Μα δεν είναι η Λυσιστράτη, είναι αυτές οι γυναίκες όλες. Που βεβαίως, και από τη δραματουργία, από κάπου ξεκινάει. Η Λυσιστράτη εκκινεί αυτό το σχέδιο. Η Λυσιστράτη το υποστηρίζει και το στηρίζει στις πολύ κρίσιμες στιγμές. Δεν έχει σημασία ποια υποδύεται ποιαν. Θα δούμε ποιος/ποια κάνει τι, μόνο όταν δούμε την παράσταση. Εκεί θα καταλάβουμε τι συμβαίνει».

«Την αφιερώνω σε Χατζησάββα και Λούκο»

Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, στη συνέντευξη Τύπου του Εθνικού Θεάτρου, είχε αφιερώσει την παράσταση αυτή σε δύο πρόσωπα: στον Μηνά Χατζησάββα και στον Γιώργο Λούκο. «Θέλεις να πεις κάτι γι’ αυτή την αφιέρωση»; τον ρώτησα. «Φυσικά. Πρώτα στον Μηνά γιατί θα ήταν εδώ, στην παράσταση και γιατί τίποτα απ’ όλα αυτά τα πράγματα δεν γίνεται χωρίς μνημοσύνη. Και το δεύτερο πρόσωπο είναι ο Γιώργος Λούκος στον οποίο θεωρώ ότι από την καρδιά μου αφιερώνεται αυτή η παράσταση. Μ’ έναν τρόπο η παράσταση αυτή είναι και μια πρόποση –και ξέρεις οι προπόσεις, απ’ τον πολιτισμό που τις έμαθα εγώ, από τους Γεωργιανούς, που είναι το απόγειο του πολιτισμού των προπόσεων– δίνει τη δυνατότητα και έχει τη θεία ιδιότητα να καταργεί χώρο και χρόνο. Μέσω της πρόποσης ο Γιώργος Λούκος θα είναι κάπου εκεί. Είτε είναι με το σώμα του είτε όχι. Οσο για τον Μηνά, εξάπαντος θα είναι εκεί. Τα τραγούδια και οι προπόσεις σε βρίσκουν όπου κι αν βρίσκεσαι».​

Η «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη, η τρίτη παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου για τα φετινά Επιδαύρια, θα κάνει πρεμιέρα στις 5 και 6 Αυγούστου στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Καλλιτεχνική συνεργάτης, Εφη Θεοδώρου. Τη μουσική υπογράφει ο Δημήτρης Καμαρωτός, τα σκηνικά ο Γιώργος Σαπουντζής, τα κοστούμια η Μαγιού Τρικεριώτη. Παίζουν: Γιάννης Βογιατζής, Αθηνά Δημητρακοπούλου, Λένα Δροσάκη, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Αννα Κλάδη, Λένα Κιτσοπούλου, Σοφία Κόκκαλη, Ειρήνη Μαρκή, Αθηνά Μαξίμου, Γιώργος Μπινιάρης, Ελένη Μπούκλη, Ηλέκτρα Νικολούζου, Θέμης Πάνου, Αγλαΐα Παππά, Λένα Παπαληγούρα, Μαρίνα Σάττι, Μαρία Σκουλά, Ελενα Τοπαλίδου, Χάρης Τσιτσάκης, Αιμίλιος Χειλάκης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή