«Ορέστεια» υπό τους ήχους ταγκό του ’40

«Ορέστεια» υπό τους ήχους ταγκό του ’40

7' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις 8 και 9 Ιουλίου, ο Γιάννης Χουβαρδάς στο τιμόνι της σκηνοθεσίας επιχειρεί, με πρώτο σταθμό της περιοδείας την Επίδαυρο, να ανεβάσει τη μοναδική σωζόμενη τριλογία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, την «Ορέστεια» του Αισχύλου. Σε μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, τα τρία έργα «Αγαμέμνων», «Χοηφόροι» και «Ευμενίδες» θα ερμηνευτούν από δώδεκα καταξιωμένους Ελληνες ηθοποιούς, οι οποίοι για πρώτη φορά θα εναλλάσσονται σε περισσότερους από έναν ρόλους, υποδυόμενοι ισοτίμως ακόμη και τον Χορό. Σε σκηνικό εσωτερικού χώρου, σε ένα αστικό σαλόνι της δεκαετίας του ’40, υπό τους ήχους της μουσικής της εποχής του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της ελληνικής κατοχής, η κατάρα των Ατρειδών ως μια εμφυλιακή παρακαταθήκη πλανάται σαν μια σημερινή ιστορία συγγενικού αίματος, βίας, πτώσης, θεϊκών και ανθρώπινων νόμων καθώς και εσωτερικής συνειδητοποίησης. Για όλο αυτό το απαιτητικό εγχείρημα, η «Κ» μίλησε με έξι από τους πρωταγωνιστές της παράστασης για τη ματιά τους στον ρόλο, αλλά κυρίως για την αναμέτρησή τους με τα δύσκολα έργα.

Κων. Μαρκουλάκης

Ορeστης

«Μια ιστορία ενηλικίωσης»

«Πρώτη φορά Ορέστης, πρώτη φορά Αισχύλος. Ακόμη και εάν δεν μπορείς να ορίσεις τη συνάφεια του ρόλου με τον εαυτό σου, το βρίσκει το σώμα σου. Στον Ορέστη συμβαίνουν μια σειρά από τερατώδη πράγματα.

Για μένα ο Ορέστης είναι μια πορεία ενηλικίωσης ενός ανθρώπου που παλεύει να σταθεί στα πόδια του. Και στο τέλος δεν είναι μόνον η ενηλικίωση, αλλά κερδίζει και την εξουσία. Σε προσωπικό επίπεδο δεν αισθάνομαι φόβο που όλο αυτό ανεβαίνει στην Επίδαυρο, έχω την ανησυχία όπως σε κάθε παράσταση, και ένα θαυμασμό για την Επίδαυρο που δεν εκλείπει με τα χρόνια. Δεν αισθάνομαι αντιδημιουργικό άγχος, ίσα ίσα νομίζω ότι η Επίδαυρος αγκαλιάζει πάρα πολύ μια παράσταση. Μου σηκώνεται η τρίχα από προσμονή τη στιγμή που σηκώνω τα μάτια μου και βλέπω το κοινό απέναντι να περιμένει να τους δώσει η παράσταση και ο χώρος αυτό για το οποίο έχουν έρθει».

Καρυοφυλλιά Καραμπέτη

Κλυταιμνηστρα

«Είναι βαθιά τραγικό όταν συνειδητοποιείς ότι δεν πρόσφερες αγάπη στο παιδί σου»

«Είχα υποδυθεί την Κλυταιμνήστρα μόνο στον “Αγαμέμνονα”. Ποτέ ξανά συνολικά. Αυτό σημαίνει ότι προχωρώ παρακάτω και βλέπω την εξέλιξη του ρόλου. Επιπλέον, το μέγεθος του αρχετυπικού συνόλου της Κλυταιμνήστρας εδώ με την τοποθέτηση του Χουβαρδά στο 1940, φέρνει όλους αυτούς τους ρόλους πιο κοντά. Η Κλυταιμνήστρα συγκεκριμένα αποκτά μια πιο ανθρώπινη διάσταση. Είναι βασίλισσα βέβαια, αλλά είναι χαμηλών τόνων και δεν έχει καμία σχέση με τη λέαινα, με αυτή την αρρενωπή γυναίκα που συνηθίζεται. Είναι ένα πρόσωπο εξουσίας αναγκαστικά, φέρει ένα δημόσιο προσωπείο, αλλά φέρει το βάρος της πράξης της, είναι συντετριμμένη από αυτό που έχει συμβεί, είναι μια γυναίκα ταπεινωμένη. Είναι φυσικός νόμος η αντιπαλότητα των γενεών. Και αυτό γιατί οι νεότερες γενιές δεν είναι ικανοποιημένες από την κατάσταση των πραγμάτων. Αρα είναι φυσικό να αποδίδουν ευθύνες στους μεγαλύτερους. Οταν βρίσκεις κάτι διαμορφωμένο, είναι δύσκολο να κάνεις την ανατροπή και να πας παρακάτω, κατανοώντας τις ιδιότητες και των δύο πόλων. Δεν είναι ευχάριστο να σε κρίνουν και να σε απορρίπτουν· από την άλλη, η πείρα δεν μπορεί να μεταδοθεί αν δεν υπάρχει βίωμα. Για παράδειγμα, η Κλυταιμνήστρα συντρίβεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με τη συνειδητοποίηση ότι δεν υπήρξε ιδανική μητέρα για τον Ορέστη, έχει δημιουργήσει η ίδια ένα τέρας. Αυτή η σκηνή της αναγνώρισης της ευθύνης έχει μεγάλη τραγικότητα και πολλά ανάμεικτα πράγματα. Δεν είναι μόνον ο φόβος μπροστά στον θάνατο, είναι και η ανακάλυψη ότι δεν μπόρεσε να προσφέρει αγάπη στο παιδί της».

Νίκος Κουρής

Αγαμεμνων, Τροφος

«Στην τραγωδία δεν υπάρχει κάτι που πρέπει να καταφέρεις»

«Εδώ ο Αγαμέμνονας δεν είναι ο αγέρωχος στρατηλάτης όπως τον ξέρουμε, ίσα ίσα είναι ένας κατεστραμμένος άνθρωπος από τα δέκα χρόνια του πολέμου. Το μεγάλο ερώτημα είναι πόσο εύκολα υποχωρεί στην Κλυταιμνήστρα, ενώ ανθίσταται τόσο σθεναρά. Η τραγωδία για μένα δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με ψυχαναλυτική λογική, διότι τα πρόσωπα της τραγωδίας είναι δυνάμεις, είναι μια ολόκληρη μυθολογία. Το στοίχημα είναι να βρει ο ηθοποιός τη μεταφυσική των κειμένων, τη δύναμη και το μοιραίο που διαπνέει όλη την τριλογία. Εμένα με απασχολεί πιο πολύ η αίσθηση ότι, ενώ είναι νικητής, είναι τόσο κατεστραμμένος που με τον θάνατο δεν έχει τίποτα να χάσει.

Σε αυτήν τη μετάφραση πριν από αρκετά χρόνια είχα υποδυθεί τον Ορέστη, τότε για μένα ήταν πολύ κακή εμπειρία και γιατί ήμουν πολύ νέος και άπειρος. Από τότε πέρασαν δεκαπέντε χρόνια και, ευτυχώς, έχω έκτοτε πολλές εμπειρίες, και είναι μεγάλη τύχη για έναν ηθοποιό να βρίσκεται στην Επίδαυρο. Παρόλο που θα ήθελα τα πράγματα να γίνονται αλλιώς, με άλλη προετοιμασία, με άλλη διάρκεια. Πολλά γίνονται με την κακή έννοια φεστιβαλικά. Δεν προλαβαίνεις να βρεις τον εαυτό σου, γίνονται όλα με φρενήρη ρυθμό, παρ’ όλα αυτά είναι ευλογία και νιώθω κάθε χρόνο όλο και πιο έτοιμος να το ευχαριστηθώ. Γιατί για μένα αυτό έχει σημασία. Δεν θα αφήσω τις συνθήκες να μου στερήσουν την καλλιτεχνική χαρά. Αλλωστε, στην τραγωδία τελικά δεν υπάρχει κάτι που πρέπει να καταφέρεις. Σημασία έχει ο τρόπος που προσπαθείς».

«Μεταμορφωνόμαστε, αλλάζοντας ρόλους»

Στεφανία Γουλιώτη

Ηλεκτρα, Αθηνα

«Ο άνθρωπος μπορεί να προλάβει τα πράγματα πριν γίνουν χείμαρρος»

«Είναι πολύ διαφορετική η προσέγγιση και η οπτική με την Ηλέκτρα του Στάιν. Ο κόσμος του Χουβαρδά έχει ησυχία και αυτό με βοηθάει να πάω τη σχέση μου με τον ρόλο σε βαθύτερα επίπεδα. Τα θέματα που καίνε την Ηλέκτρα καίνε όλους τους ανθρώπους καθημερινά. Το πώς θα σκοτώσουμε τη μητέρα μέσα μας. Και δεν εννοώ το φυσικό πρόσωπο, εννοείται, αλλά το πρόσωπο που έχουμε πλάσει εμείς στο κεφάλι μας, από το οποίο αποδεσμευόμαστε πάρα πολύ δύσκολα σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Ξαναπιάνω από την αρχή αυτό το θέμα, πιο ενδοσκοπικά. Τότε με είχε απασχολήσει πολύ το ζήτημα της επιβίωσης πάνω στη σκηνή, επειδή ήταν ένας τεράστιος όγκος κειμένου και αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να τον φέρω εις πέρας. Τώρα μπορώ να δουλέψω βαθύτερα. Γίνονται λοιπόν σημαντικά πράγματα για την υποκριτική μου ποιότητα. Σε αυτή την παράσταση εντόπισα το σημείο που αρχίζει η Ηλέκτρα να μισεί. Ενώ όλοι έχουμε στο μυαλό μας την Ηλέκτρα ότι γενικά μισεί τη μάνα της, τον πατριό της, δεν είναι έτσι. Υπάρχει ένα σημείο γέννησης του μίσους. Και αυτό με απασχολεί ως προς τι θα μπορούσε να έχει κάνει προκειμένου να αποφύγει να βουτήξει σε τέτοιο μίσος. Αυτό με κάνει να αισθάνομαι ότι ο άνθρωπος έχει τη δύναμη να προλαβαίνει τα πράγματα πριν αυτά γίνουν χείμαρρος».

Νίκος Ψαρράς

Απολλων, Πυλαδης

«Πώς να φτιάξουμε ανθρώπινο κάτι που δεν είναι»

«Στον “Αγαμέμνονα” κάνω τον Χορό, τον Πυλάδη στις “Χοηφόρες” και τον Απόλλωνα στις “Ευμενίδες”. Ψήγματα του Απόλλωνα υπάρχουν από την αρχή. Αυτός είναι περίεργος, απόμακρος, που δεν καταλαβαίνεις τι ακριβώς κάνει και γιατί φέρεται έτσι. Και όταν τον δεις στις “Ευμενίδες” τότε καταλαβαίνεις γιατί συμπεριφερόταν έτσι στα δύο προηγούμενα έργα. Είναι ένας θεός με έπαρση. Το εγώ είναι μία λέξη που αναφέρεται συχνά στον λόγο του. Εκεί σταθήκαμε όσον αφορά στη συμπεριφορά του, αλλά αυτό επηρέασε και τον Χορό και τον Πυλάδη. Είναι απόμακρος γιατί οι θεοί είναι απόμακροι. Και πάντα όταν καλούμαστε να ενσαρκώσουμε θεούς στην αρχαία τραγωδία αναρωτιόμαστε πώς να φτιάξουμε ανθρώπινο κάτι που δεν είναι. Η θεματολογία στο αρχαίο δράμα έτσι και αλλιώς είναι η αγωνία του ανθρώπου να ξεπεράσει την ανθρώπινη φύση του και βάλλεται από το θείο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει ύβρις και τιμωρία. Ο θεός που έχει πάρει ανθρώπινη μορφή, μόνο με μια απόμακρη συμπεριφορά μπορεί να αποδοθεί. Ο Πυλάδης είναι ένα σιωπηλό πρόσωπο, που δεν τον αναφέρει κανένας άλλος εκτός από τον Ορέστη που τον βλέπει μια στιγμή. Ο Πυλάδης εδώ δεν μιλάει ανθρώπινα ούτε συμπάσχει. Δεν είναι ο Πυλάδης που βλέπουμε στον «Ορέστη» του Ευριπίδη. Κάθε φορά που καταπιάνομαι με τέτοια κείμενα νιώθω λίγος. Και αναρωτιέμαι πώς αυτό το κείμενο θα το κάνω να ακουστεί από το στόμα μου και να πείσει».

Αλκηστις Πουλοπούλου

Κασσανδρα, Πυθια

«Γίνε η αλλαγή που θέλεις να δεις»

«Εχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον που όλοι ξαναμπαίνουμε στον Χορό και αυτό διαρκεί καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου. Νομίζω πως μεταμορφωνόμαστε μέσα στο έργο για να πάμε από τον έναν ρόλο στον άλλο. Εγώ ξεκινώ ως Κασσάνδρα, στο δεύτερο μπαίνω στον Χορό και μετά γίνομαι Πυθία. Ετσι υπάρχει μια μεταμόρφωση. Την Κασσάνδρα τη νιώθω σαν ένα φορέα της σκοτεινής συνείδησης, είναι αυτό που δεν θέλουν οι άνθρωποι με τίποτα να παραδεχτούν ή να πιστέψουν. Αν το δούμε λίγο ψυχαναλυτικά, είναι αυτό που δεν αντέχουν να δουν οι άνθρωποι και οι κοινωνίες για τον εαυτό τους. Και γι’ αυτό η όψη της Κασσάνδρας είναι μιας γυναίκας τρελής, μιας γυναίκας στο περιθώριο. Δυσκολεύομαι πολύ να αποδώσω αυτή την αίσθηση του αποδιοπομπαίου. Τελευταία με κυνηγά αυτή η ρήση του Γκάντι, ότι πρέπει να γίνουμε η αλλαγή που θέλουμε να δούμε. Δεν μπορούμε να βασιστούμε πουθενά, σε καμία ιδεολογία, σε κανέναν πολιτικό, και αυτό μας κάνει φοβισμένους και κατακερματισμένους. Το βλέπουμε σε όλους τους πολέμους αυτό να συμβαίνει. Εγώ πιστεύω ότι πρέπει να αντισταθούμε σε αυτό.

​​Πληροφορίες:

www.lykofos.org

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή