Οι καθρέφτες της αυτογνωσίας

Οι καθρέφτες της αυτογνωσίας

3' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΟΥΙΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ

Aμλετ

σκηνοθ.: Οσκάρας Κορσουνόβας

θέατρο: Πειραιώς 260 (Φεστιβάλ Αθηνών)

Εννέα πλάτες στη σειρά. Εννέα ηθοποιοί μέσης ηλικίας καθιστοί μπροστά σε εννέα τροχήλατα τραπεζάκια του μακιγιάζ, κοιτάζουν ενώ βάφονται το είδωλό τους στους καθρέφτες με ένταση, απορία, ταραχή. Ξεκινά ένα μουρμουρητό, πολυφωνικό και ακατάληπτο, που δυναμώνει, γίνεται άναρθρο, τρομαγμένο, καταλήγει σε φωνητικό χάος. Στην οθόνη με τους υπέρτιτλους διαβάζουμε: «Ποιος είσαι;».

Με την ίδια περίπου ερώτηση αρχίζει και η βαθυστόχαστη τραγωδία του Σαίξπηρ «Αμλετ», πυρήνας για πολλούς της κοσμοθεωρίας και τέχνης του ίδιου και της Αναγέννησης. Τρία γεγονότα μοιάζει να επηρέασαν τη συγγραφή του έργου στο κατώφλι του 17ου αιώνα: η διά πυράς εκτέλεση του Τζορντάνο Μπρούνο στη Φλωρεντία από την Ιερά Εξέταση (17/2/1600), η κομβική επαφή του Σαίξπηρ με τα Δοκίμια του Μονταίνιου και ο βίαιος θάνατος του Κρίστοφερ Μάρλοου λίγα χρόνια πριν.

Ο μύθος του Δανού πρίγκιπα που επιστρέφει από τα ξένα για την κηδεία του βασιλιά-πατέρα του και βρίσκει όχι μόνο στον θρόνο αλλά και στο κρεβάτι πλάι στη μητέρα του, τον θείο (αδελφό και φονιά του πατέρα του) ήταν γνωστός ως παραλλαγή του μύθου του Ορέστη ήδη από τον 12ο αιώνα (Historia Danica ή Gesta Danorum) του χρονικογράφου Saxo Grammaticus.

Η εναρκτήρια εικόνα της παράστασης του Κορσουνόβας κορυφώνεται μ’ ένα αιφνιδιαστικό πανδαιμόνιο σαν επίθεση, όπου τα τροχήλατα τραπεζάκια με τους καθρέφτες σκορπίζονται, καρέκλες αναποδογυρίζονται από αλλόφρονες ηθοποιούς, αντικατοπτρισμοί προσώπων, σωμάτων, μελών και αντικειμένων πολλαπλασιάζουν το χάος που θυμίζει πρόσφατο μακελειό τζιχαντιστών.

«Ποιος είσαι;», ρωτά κι ο Οράτιος τη μυστηριώδη, αμίλητη μορφή που βλέπει μεσάνυχτα στο κάστρο της Ελσινόρης, πριν η ίδια αποκαλύψει στον Αμλετ ως σάρκινος ζωντανός – νεκρός σε φορείο νεκροτομείου πατέρας του τη φοβερή αλήθεια του φόνου του και να του δώσει εντολή για μονομερή εκδίκηση.

Παρακολουθώ με κομμένη ανάσα δράση και κείμενο στην οθόνη με τους υπέρτιτλους (γλαφυρά και με ωμή ποιητικότητα μεταφρασμένους από τη Χριστίνα Παγκουρέλη), και από δω και πέρα διακατέχομαι από τη βεβαιότητα πως όλα είναι γνώριμα αλλά αλλιώτικα, όλα είναι πιστός Σαίξπηρ αλλά ιδιοφυώς μετατοπισμένος. Η σκηνοθετική ορμή και σκέψη του Κορσουνόβας, η δύναμη των εικόνων του, η δεξιοτεχνία των ηθοποιών του δεν αφήνουν περιθώρια αναλογισμού πάνω στο κείμενο, στη σειρά των σκηνών και στις άπειρες, δραματουργικά συνεπείς, μεταθέσεις.

Ο υπερώριμος – ανώριμος Αμλετ του Ντάριους Μεσκάουσκας, αιώνιος φοιτητής, αιώνιος χαμένος, υπερπροστατευμένος από αλήθειες που εδώ και δεκαετίες θα έπρεπε να γνωρίζει και να ορίζει, μας προσφέρει εφιαλτικά αφυπνιζόμενος την πεμπτουσία της άποψης: Εδώ και χρόνια, αντιλαμβανόμαστε τον 21ο αιώνα που μας έχει… επιτεθεί, με τα δεδομένα του 20ού αιώνα. Ωσάν ο 21ος να μη θέλουμε να ανατείλει. Σαν τους νέους σήμερα, που μοιάζουν να αρνούνται μια επώδυνη ωρίμανση και παραμένουν, όσο περισσότερο μπορούν, παιδιά. Θεοποιήσαμε την ψευδαίσθηση της προστασίας και της ασφάλειας αντί να ευχόμαστε να γνωρίσουμε το αενάως μεταλλασσόμενο μυστήριο, μέρος του οποίου είμαστε για να προστατευτούμε από την άγνωστη πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Οντως, χρειαζόμαστε λίγη από την αμλετική «παράνοια» και δυσπιστία απέναντι στις λανθασμένες μεθόδους ερμηνείας όσων μας συμβαίνουν.

Αυτοβιογραφούμενος ο Κορσουνόβας ρίχνει στη σκηνή έναν καταιγισμό από σκηνικά σχόλια, έστω κάπως αφελούς χρωματικής αισθητικής, μα απαράμιλλα απρόβλεπτα, ασυμβίβαστα, τολμηρά και ολοκληρωμένα. Στο πνεύμα του Σαίξπηρ, με τα λόγια του Σαίξπηρ, στη γειτονιά της σκέψης του. Από τη ρομαντικά, πανέμορφα αγόμενη και φερόμενη Οφηλία (Ράζα Σαμουολίτε) και τον φαύλο αυλοκόλακα πατέρα της Πολώνιο (Βαιαντότας Μαρτινάιτις) με το καθυστερημένο και… θεατρικό τέλος του, στο εμβληματικό, λευκό τρωκτικό που στοιχειώνει την αυλή, την εκπληκτική σκηνή των θεατρίνων από τον ίδιο τον θίασο –η σκηνή καθρέφτης της ζωής– μέχρι τη συνταραχτική επανάληψη από τον θνήσκοντα Αμλετ στο αιματοσπαρμένο τέλος, του κεντρικού μονολόγου «να ζει κανείς»… και την ερώτηση «ποιος είμαι;», σε αντίστιξη της αρχικής «ποιος είσαι;». Ολα θεμελιώδη για την τρίωρη παράσταση που είναι «σε εξέλιξη» από το 2008 έως σήμερα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή