Η «Γενούφα» στα τσέχικα και με αιχμές

Η «Γενούφα» στα τσέχικα και με αιχμές

3' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ακουγα κρυφά τους περαστικούς, διάβαζα τις εκφράσεις του προσώπου τους, ήθελα να συλλάβω κάθε δόνηση της φωνής. Στη μελωδία του λόγου αισθάνθηκα τον τρόπο με τον οποίο ξεδιπλωνόταν μια εσωτερική, κρυμμένη διαδικασία. Σε αυτή τη διαδικασία βρήκα τη θλίψη και στιγμές χαράς, αποφασιστικότητα και δισταγμό», έλεγε ο Λέος Γιάνατσεκ για τον τρόπο με τον οποίο κατέγραψε τη μουσικότητα της διαλέκτου των Μοραβών στην πρώτη όπερά του, τη «Γενούφα» (1903). Ετσι ανακάλυψε κάτι πρωτότυπο και αυθεντικό, που του έδωσε τη δυνατότητα να δημιουργήσει μια ολότελα προσωπική μουσική γλώσσα. Αυτή θα μεταφέρει στη σκηνή η σημερινή παράσταση, μια παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ) με λαμπρούς διεθνείς συντελεστές.

Η όπερα παρουσιάζεται σε πανελλήνια πρώτη στην αρχική μουσική της μορφή, η οποία αποκαταστάθηκε και εκδόθηκε από τον αρχιμουσικό Τσαρλς Μακέρας μόλις το 1996. Συνεπώς, θα ακουστεί στα τσεχικά, τη μητρική γλώσσα του συνθέτη, και χωρίς τις τροποποιήσεις που επί χρόνια είχε επιφέρει στο έργο η εκτέλεση στη λεγόμενη «εκδοχή της Πράγας» – η όπερα παιζόταν μεταφρασμένη στα γερμανικά και με το μουσικό κείμενο «χωρίς αιχμές, ρομαντικά λείο». Για κάποιον που δεν είναι πολύ εξοικειωμένος με την όπερα, ή τουλάχιστον δεν απομακρύνεται από το Μπελ Κάντο, ίσως αυτά τα στοιχεία ακούγονται αποκαρδιωτικά. Είναι η «Γενούφα» μια «δύσκολη» παράσταση; Μιλώντας με τον καλλιτεχνικό διευθυντή της ΕΛΣ Γιώργο Κουμεντάκη για την επιλογή να ξεκινήσει τη νέα σεζόν με αυτή την όπερα –πέρυσι σε δική της παραγωγή και πάλι, η ΕΛΣ ανέβασε την «Υπόθεση Μακρόπουλος» του ίδιου συνθέτη– μας είπε: «Ο Γιάνατσεκ, μεταμορφώνοντας την παράδοση σε ένα προσωπικό ιδίωμα, ανοίγει την όπερα στον 20ό αιώνα με έναν ουσιαστικό τρόπο.

Αφαιρεί το κλασικό της πρόσωπο και μας δείχνει τον σκελετό, τη ραχοκοκαλιά της. Εργάζεται πάνω στις λέξεις σαν ξυράφι, τονίζει το συναίσθημά τους και σκάβει με εμμονή τον ανθρώπινο ψυχισμό. Ομως, όλο αυτό το σύνθετο οικοδόμημα παραδίδεται στο κοινό με ευκολία, και έχει τη δύναμη να το καθηλώνει». Γι’ αυτή την ιδιαίτερη μελωδική γλώσσα έχει μιλήσει και ο άλλος σπουδαίος Τσέχος, ο συγγραφέας Μίλαν Κούντερα. Στο βιβλίο του «Συνάντηση» έγραψε για τον συμπατριώτη του: «Αν με ρωτούσαν με τι εγγράφηκε μόνιμα στα αισθητικά γονίδιά μου η γενέτειρά μου, θ’ απαντούσα αμέσως: με τη μουσική του Γιάνατσεκ».

«Μονοπόδαρος δρομέας»

Του αφιερώνει, λοιπόν, το κεφάλαιο με τίτλο «Η μεγάλη κούρσα ενός μονοπόδαρου», όπου εξηγείται η μοναξιά που βίωσε ο συνθέτης. «Η καινοτομία της μουσικής του χρειάστηκε να προχωρήσει μόνη της, χωρίς κανένα θεωρητικό στήριγμα, σαν μονοπόδαρος δρομέας», γράφει ο Κούντερα. Αλλά τα κατάφερε. Οσο για τη «Γενούφα», στην οποία φαίνονται ήδη οι νεωτεριστικές δυνάμεις της τέχνης του, μολονότι στην εποχή της πολεμήθηκε για τη διαφορετική αισθητική της, είναι η όπερα που τον καθιέρωσε παγκοσμίως.

Το έργο, ένα από τα πρώτα σε πρόζα, βασίζεται σε κείμενο του συνθέτη και στηρίζεται στο θεατρικό έργο «Η ψυχοκόρη» της Γκαμπριέλα Πρεϊσόβα, που ήταν σύγχρονη του συνθέτη. Η όμορφη Γενούφα και ο έρωτάς της θα φέρουν αντιμέτωπους δύο αδελφούς, και θα δώσει την ευκαιρία στη μητριά της να ξεδιπλώσει τον άκρως ενδιαφέροντα, σύνθετο και αντιφατικό της χαρακτήρα. Η σκηνοθέτιδα Νίκολα Ράαμπ εστιάζει για τη δουλειά της αφενός στον ρεαλισμό της πλοκής και αφετέρου στη λεπταίσθητη πνευματική πλευρά του Γιάνατσεκ, τη «μαγεία» του. Ετσι, επάνω στη σκηνή, τρεις γενιές γυναικών –γιαγιά, μητέρα, κόρη– και το πανίσχυρο σπίτι τους, φωλιά και φυλακή μαζί, τραβούν το ενδιαφέρον και σηκώνουν το βάρος της πλοκής. Τις περιτριγυρίζει ένα δάσος που η παρουσία του είναι διαρκής, κυκλώνει το σπίτι και κρύβει τα μυστικά των γυναικών. Ακριβώς όπως περιγράφεται στις αρχικές σκηνικές οδηγίες του συνθέτη, αυτό το μεταφυσικό στοιχείο αποτελεί «μια υπόμνηση της πνευματικής διάστασης της ανθρώπινης ύπαρξης», σχολιάζει η σκηνοθέτις.

Για την προετοιμασία της ορχήστρας, της χορωδίας και των λυρικών τραγουδιστών, «ώστε να αποδοθεί με τρόπο αβίαστο, φυσικό και ρέοντα» η μελωδική γλώσσα του Γιάνατσεκ στη «Γενούφα» χρειάστηκε περισσότερο από 1,5 μήνας δουλειάς, μας είπε ο αρχιμουσικός Λουκάς Καρυτινός που έχει τη μουσική διεύθυνση. «Τα πάντα στη μουσική του είναι έκφραση», διευκρίνισε, «και καμία νότα δεν έχει θέση εδώ, αν δεν εκφράζει κάτι». Για να το πούμε και με τον τρόπο του Κούντερα, «ο εξπρεσιονισμός του Γιάνατσεκ είναι μια ιλιγγιωδώς πυκνή αντιπαράθεση ανάμεσα στην τρυφερότητα και στη βιαιότητα, στην παραφορά και στη γαλήνη».

​​Λέος Γιάνατσεκ «Γενούφα», Εθνική Λυρική Σκηνή, Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Πρεμιέρα 14 Οκτωβρίου στις 6.30 μ.μ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή