Το κοινό ήξερε για τι ακριβώς διψούσε και ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης του το έδωσε κατά παραγγελία, έστω και με μικρή καθυστέρηση: να ζήσει κάθε «παπακαλιατικό» trademark στη μικρή οθόνη, 11 χρόνια μετά την τελευταία φορά (που, όπως αποδείχθηκε, ήταν πολλά).
Νεαρή, λοιπόν, κοπέλα, που τη μία στιγμή βγάζει εφηβική αθωότητα και την άλλη διψά να ανακαλύψει κάθε γυναικεία της πτυχή, με μία Vespa που φέρνει κάτι από «Αμελί» και ένα voice over που προσπαθεί να αποκτήσει αμυδρά κάτι από «Fleabag» συναντά στο νησί άρτι αφιχθέντα, γοητευτικό με μία δόση επηρμένου, 45άρη που αναζητά οδηγίες με ένα γαλάζιο σαραβαλάκι, ο ομώνυμος μαέστρος που βρέθηκε εκεί για να στήσει ένα μουσικό φεστιβάλ.
Οι Παξοί, λοιπόν, γίνονται το σκηνικό ενός εν εξελίξει ειδυλλίου ανάμεσα στην Κλέλια (Κλέλια Ανδριολάτου) και τον Ορέστη (από τον auteur του εγχειρήματος) που προμηνύεται έντονο, ταραχώδες, δραματικό και κάπως απαγορευμένο (θα επανέλθουμε σε αυτό). Και μαζί, το νησί του Ιονίου αποτελεί τη μικρή κοινότητα που παρακολουθούμε από την κλειδαρότρυπα και χωρά πράγματα πέρα από το φολκλόρ της υπόθεσης: τον κακοποιητικό και μέθυσο σύζυγο (Γιάννης Τσορτέκης), την κρυφογκέι υπόνοια ανάμεσα σε δύο φίλους (Γιώργος Μπένος και τον Ορέστης Χαλκιάς) και κατά συνέπεια τον γονιό που του μπήκαν ψύλλοι στα αυτιά (Φάνης Μουρατίδης).
Ο Παπακαλιάτης ξέρει πως η ελληνική επαρχία είναι δοκιμασμένη συνταγή στην τηλεόραση. Την τάση αυτή, λοιπόν, των τελευταίων ετών έρχεται να μεταθέσει σε ένα σκηνικό νησιώτικο και άρα πιο πρόσφορο για κινηματογραφική φωτογραφία -που είναι όντως, μίλια μακριά από οτιδήποτε «παίζει» στην εγχώρια TV- τους Παξούς (μαντέψτε ποιο νησί θα γίνει ανάρπαστο το ερχόμενο καλοκαίρι). Ωραίοι φωτισμοί, πλάνα όχι και τόσο #accidentallyWesAnderson, παραγωγή διαβασμένη.
Γνωρίζει, επίσης, πως η πανδημία «έγραψε» πάνω μας και τοποθετεί την ιστορία του ακριβώς μετά το «άνοιγμα» -είναι ωραίο αφηγηματικό τρικ η μάσκα για την αποκάλυψη των προσώπων, όπως και γίνεται σε κάθε πρώτη συνάντηση του Ορέστη και της Κλέλιας, ίσως λίγο αχρείαστο, βέβαια, να παρελαύνουν μάσκες με τέτοια συχνότητα στην οθόνη.
Ο «Maestro» και συμβολικά, είναι αυτός που έρχεται να φέρει τη μουσική (και άρα τον ρυθμό και τη ζωή) και επίσημα στο νησί. Αυτή είναι και το θέμα που φαίνεται πως θα διαπερνά τη σειρά: «Clair de Lune» (κατά Ντεμπισί) το alter ego της πρωταγωνίστριας, που βαφτίζει και το πρώτο επεισόδιο, ένα πιάνο, στα πλήκτρα του οποίου Ορέστης και Κλέλια συναντιούνται και γνωρίζονται ξανά. Παράλληλα, ακούμε κι ένα soundtrack με το οποίο πολλοί θα θυμηθούν την εποχή που έψαχναν ποιο κομμάτι παίζει εδώ κι εκεί στις σειρές του Πάνου Κοκκινόπουλου.
Το καστ καταφέρνει να είναι σε γενικές γραμμές σφιχτό (μην περιμένετε από τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη να παίξει οτιδήποτε πέρα από έναν τυπικό ήρωα Παπακαλιάτη, με ό,τι κι αν συνεπάγεται αυτό), οι κωμικές φλέβες τονώνονται από ρόλους όπως αυτός της Μαρίας Καβογιάννη που κάνει το Κάλλας-Πάολα ένα τσιγάρο δρόμο, αλλά το πραγματικό γκολ μπαίνει από τα αποδυτήρια. Η Χάρις Αλεξίου, στον πρώτο της τηλεοπτικό ρόλο ως γιαγιά της Κλέλιας, έχει νεύρο, τσαγανό, κωμικότητα, «μικραίνει» οποιονδήποτε δίπλα της για όση ώρα βρίσκεται μπροστά από την κάμερα, κάτι που την έκανε τελικά, με διαφορά την πιο μαγνητική από όλους στο πρώτο επεισόδιο.
Καλά όλα αυτά, δεν μπορούμε, όμως, να γλιτώσουμε από το να πούμε το αναπόφευκτο: το πόσο άβολο γίνεται στο κομβικό του σημείο το πρώτο επεισόδιο (και σε δεύτερη φάση, το πόσο κακό αποδείχθηκε το timing με την τρέχουσα επικαιρότητα). Ναι, είναι ωραία ανατροπή ότι τελικά, η πρώτη γνωριμία των πρωταγωνιστών ήρθε στην Κέρκυρα κι όχι στους Παξούς. Η συνάντηση μέσω dating app ενός 47χρονου με μία 18χρονη, παρ’ ότι είναι καθόλα εντάξει τυπικά και ακόμα κι αν δεν τελικά προχώρησε, «κλωτσάει». Ιδιαίτερα όταν σε αυτή βλέπουμε μια κοπέλα που θέλει πάση θυσία να χάσει την παρθενιά της στο σπίτι ενός αγνώστου κι έναν μεσήλικα που κυκλοφορεί στο dating app κι έχει μέιλ [email protected] (κάτι δεν μέτρησε σωστά) και ξεστομίζει με λάγνο βλέμμα ατάκες του τύπου «Ξέρουν πού είσαι οι γονείς σου;». Είναι απλά αυτή η αίσθηση του «οριακά νόμιμου» που ακροβατεί σε επικίνδυνο σκοινί, χωρίς να θέλω καθόλου να αναλωθώ σε φεμινιστικές φιλολογίες, αλλά περισσότερο, αποτυπώνοντας την ενστικτώδη αντίδρασή μου ως γυναίκα.
To σίγουρο είναι ότι, τη σεζόν που λέμε και ξαναλέμε πόσο η εγχώρια τηλεοπτική παραγωγή έχει ανεβάσει στροφές και ξαφνικά, συντονίζει τους δέκτες ανθρώπων που είχαν αλλεργία σε οποιοδήποτε κανάλι δεν βλέπεται επί πληρωμή στα «ελεύθερα» κανάλια, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης κατάφερε να είναι ο μόνος που μετέτρεψε την τηλεόραση σε «γεγονός» με τόσο μαζικό τρόπο (και μάλιστα, έχοντας πλήρης γνώση αυτού, εξού και το κάθε επεισόδιο θα ακολουθεί και ένα επίσημο podcast).
Κι όσοι πουν ότι είδαν την πρεμιέρα «από περιέργεια», για «τρολιά», γιατί κάπως τέλος πάντων, ανήκουν στη γενιά που το brand Παπακαλιάτης έχει εγγραφεί στο πολιτισμικό τους ασυνείδητο με καλό, κακό, άσχημο, τι σημασία έχει, τρόπο, στοιχηματίζω πως έχουν ήδη πλάνα για την επόμενη Πέμπτη -ειδικά μετά το cliffhanger στο τέλος του επεισοδίου (ακόμα κι αν ισχύουν όλα τα προηγούμενα).