Είναι το «Succession» η καλύτερη σειρά της δεκαετίας;

Είναι το «Succession» η καλύτερη σειρά της δεκαετίας;

Έξι δημοσιογράφοι, φανατικοί –ή όχι τόσο– της σειράς φαινομένου του Τζέσι Άρμστρονγκ, γράφουν για τις μάχες της οικογένειας Ρόι που καθήλωσαν τους θεατές για τέσσερις σεζόν.

16' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το να κινείσαι στο ίντερνετ και να προσπαθείς αυτές τις μέρες να αποφύγεις να πέσεις σε ένα καρέ του «Succession» ή κάποιο σε spoiler -αν σκοπεύεις να το δεις και δεν το έχεις κάνει ακόμη, μοιάζει με βηματισμό σε ναρκοπέδιο. 

Άλλωστε, η σειρά του ΗΒΟ και του Τζέσι Άρμστρονγκ που έριξε αυλαία στις 28 Μαΐου μετά από τέσσερις κύκλους, έχει αποθεωθεί όσο λίγες από κοινό και κριτικούς τα τελευταία χρόνια, με πολλούς να κάνουν λόγο για ένα από τα καλύτερα δείγματα μυθοπλασίας που μας έχει δώσει ποτέ η μικρή οθόνη. 

Ο Κρόνος στη μοντέρνα εκδοχή του, μια σύγχρονη σαιξπηρική τραγωδία, μια σπαρταριστή κωμωδία με το προσωπείο του δράματος, μια σειρά ισάξια του «Sopranos», μια μάχη για τον «θρόνο» που θα ζήλευε και το «Game of Thrones». Η ιστορία του μεγιστάνα Λόγκαν Ρόι και των τεσσάρων παιδιών του που προσπαθούν με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο να του «πριονίσουν την καρέκλα» επιδέχεται πολλαπλών αναγνώσεων. 

Κι ίσως αυτή είναι η μεγαλύτερη γοητεία των έργων που μένουν στον χρόνο και καταφέρνουν να συζητιούνται ξανά και ξανά.

Με τη σειρά τους, έξι δημοσιογράφοι γράφουν τις δικές τους εντυπώσεις από το «Succession». 

Είναι το «Succession» η καλύτερη σειρά της δεκαετίας;-1
«Ο πλούτος διαφθείρει, ναι, αλλά όλοι οι ήρωες δεν παύουν να είναι κανονικοί άνθρωποι. Λίγο ψώνια, λίγο συμπαθείς, ξιπασμένοι και ευάλωτοι, αστείοι, εξοργιστικοί, όλα μαζί. Οπως όλοι μας, δηλαδή». Εικονογράφηση: Michael Kirki

Ο τηλεοπτικός μου «Χαμένος χρόνος»

της Ξένιας Κουναλάκη

Tα βιβλία που αγαπώ θέλω να τα διαβάζω αργά. Οσο πλησιάζω προς την αντίστροφη μέτρηση χωρίζω κάθε σελίδα σε δυο–τρία κομμάτια και η κάθε παράγραφος είναι μια μικρή πλην παρατεταμένη απόλαυση προτού εγκαθιδρυθεί το κενό του τέλους. 

Τον Προυστ δεν τον έχω τελειώσει ακόμη, σκέφτομαι πως θα ήθελα να διαβάσω την τελευταία σελίδα λίγο προτού πεθάνω. Κάτι εξίσου μελοδραματικό (τέτοια είμαι, τι να κάνω;) εύχομαι και για τον τελευταίο κύκλο του «Succession». Εχω δώσει μάχη με τον εαυτό μου τις τελευταίες εβδομάδες να μην διαβάζω, ακούω, βλέπω τίποτα που αφορά στα επεισόδια. Κάθε φορά που βλέπω φωτογραφία του Λόγκαν ή της Σιβ στο New Yorker, τους New York Times και το Instagram παθαίνω υστερική τύφλωση/κώφωση. Αρνούμαι να δω memes με τις ατάκες των αδερφών Ρόι, δεν διαβάζω άρθρα γνώμης για τη σειρά (ειδικά όταν έχουν την επισήμανση spoiler alert με κεφαλαία!) και κάποιος καλός θεός με προστάτευσε όταν πήγα στο στούντιο του Τζίμι Κίμελ στο LA που δεν εμφανίστηκε ο ξάδερφος Γκρεγκ ως καλεσμένος-πήγε ακριβώς την επόμενη μέρα.  

Eτσι μετά τις ιαχές, τον θρήνο του παγκόσμιου κοινού, το δέος και τους συναπτούς υπερθετικούς βαθμούς, θα κλειστώ σε λίγο και θα παρακολουθήσω απερίσπαστη, σιγά σιγά, σαν ηδονή που φοβάμαι μην τελειώσει, τον δικό μου τηλεοπτικό «Xαμένο χρόνο». «Mα πως αντέχεις;», με ρωτούν οι φίλοι μου. Το «Succession» το έχουν συγκρίνει με Σέξπιρ, αρχαίο δράμα, για μένα είναι το σεναριακό ισοδύναμο του Προυστ. Kάθε διάλογος, κάθε σκηνή, κάθε χαρακτήρας είναι ένα σύνθετο κράμα από κοινωνιολογικές παρατηρήσεις, λογοτεχνικές επιρροές, ψυχαναλυτικές αναφορές. Γελοίοι άνθρωποι, άπληστοι, αλλά και τρυφεροί εμπλέκονται σε ίντριγκες, ανταγωνισμούς, σχέσεις σκοπιμότητας, αλλά και αληθινούς έρωτες. 

Ο πλούτος διαφθείρει, ναι, αλλά όλοι οι ήρωες δεν παύουν να είναι κανονικοί άνθρωποι. Λίγο ψώνια, λίγο συμπαθείς, ξιπασμένοι και ευάλωτοι, αστείοι, εξοργιστικοί, όλα μαζί. Οπως όλοι μας, δηλαδή. 

Η βαριά σκιά ενός τιτάνα

του Γιάννη Παλαιολόγου 

*Spoiler alert: το κείμενο αποκαλύπτει κρίσιμες πτυχές της πλοκής

Τι έκανε το «Succession» τόσο ξεχωριστή τηλεοπτική σειρά, αντάξια του πάνθεον της HBO («The Wire», «The Sopranos», «Six Feet Under»);  

Ένας λόγος είναι ο κεντρικός χαρακτήρας, ο πατριάρχης και μεγιστάνας των ΜΜΕ, Λόγκαν Ρόι. Ο Ρόι, στην εκπληκτική ερμηνεία του σαιξπηρικού Σκωτσέζου ηθοποιού Μπράιαν Κοξ, είναι μια πραγματική δύναμη της φύσης: αυτοδημιούργητος, άνευ ηθικών φραγμών, εξ απορρήτων προέδρων και πρωθυπουργών· και ένας αφόρητος πατέρας, που δεν πιστεύει ότι κανένα από τα παιδιά του μπορεί να τον διαδεχθεί και δεν κουράζεται ποτέ να τα στρέφει το ένα εναντίον του άλλου. «I love you, but you’re not serious people» («Σας αγαπώ, αλλά δεν είστε σοβαροί»), τους είπε κάποια στιγμή στην τελευταία σεζόν. Η δραματική τροπή του τελευταίου επεισοδίου της περασμένης Κυριακής τον επιβεβαίωσε με τον πιο αδιάψευστο τρόπο.

Ένας δεύτερος λόγος είναι η οξύτατη αντίληψη και αναπαράσταση της έννοιας της ισχύος από τους δημιουργούς. Ο ίδιος ο τίτλος παραπέμπει στη μάχη για την εξουσία στην πιο ωμή της μορφή –με τον πρωτότοκο γιο, τον εκκεντρικό Κόνορ, εκτός συναγωνισμού, η γραμμή της διαδοχής είναι θολή και οι συνθήκες είναι ιδανικές για αιματοκύλισμα (έστω ψυχολογικό).

Έχοντας υποστεί διαδοχικές ήττες στις προσπάθειές τους να κάνουν τον υπέργηρο πατέρα τους να παραμερίσει (ο Κένταλ στην πρώτη και την τρίτη σεζόν, τα τρία αδέλφια μαζί στην τρίτη), επειδή είναι ανώτερός τους στο παιχνίδι της ισχύος, ο Κένταλ, η Σιβ και ο Ρόμαν εμφανίζονται μονίμως εγκλωβισμένοι. Αναλώνονται σε μία μάταιη εκστρατεία να πείσουν τον πατέρα τους, άλλους μεγιστάνες, πολιτικούς ηγέτες, αλλά και ο ένας τον άλλον, ότι διαθέτουν την ωμή ζωτικότητα του Λόγκαν, την ικανότητά του «να δημιουργεί ματωμένη, σύνθετη ζωή» (όπως το έθεσε ο Κένταλ στην κηδεία του) με τη δύναμη της θέλησής του. Η πληθώρα των τρόπων με τους οποίους αποτυγχάνουν αποτελεί την πεμπτουσία της σειράς.

Τρίτον, το «Succession» είναι αριστούργημα επειδή είναι μία σάτιρα έξοχα μασκαρεμένη ως δράμα (ή μήπως δράμα με έντονα στοιχεία σάτιρας;). Παρουσιάζει τον κόσμο των υπερ-πλουσίων με γερές δόσεις κωμικού μηδενισμού, αλλά και αρκετή ενσυναίσθηση ώστε κανένας χαρακτήρας –ούτε καν ο ξάδελφος Γκρεγκ, αυτό το υπέροχο, ακαταπόνητο παράσιτο– να μην είναι απλά καρικατούρα. Μας κάνει να σιχαινόμαστε τον Λόγκαν και την ίδια στιγμή να μας τραβάει, να νιώθουμε ταυτόχρονα εύθυμη απέχθεια και οίκτο για τα υπερ-προνομιούχα, αθεράπευτα δυστυχισμένα παιδιά του. Να σκεφτόμαστε την τύχη και τη μνημειώδη ατυχία του να μεγαλώνεις στη σκιά ενός τιτάνα.  

Είναι το «Succession» η καλύτερη σειρά της δεκαετίας;-2
«Αψεγάδιαστο και αδίστακτα καταθλιπτικο-ρεαλιστικό, ως το τελευταίο καρέ, το φινάλε ήρθε να αποδείξει ότι είναι τελικά εξαιρετικά εύκολο να τελειώσεις σωστά μια τηλεοπτική σειρά. Το μόνο που χρειάζεται είναι να μείνεις πιστός στην ουσία των χαρακτήρων και να μην προσπαθείς να ικανοποιήσεις στο ελάχιστο τις προσδοκίες των τηλεθεατών». Εικονογράφηση: Michael Kirki

Ποια πίστη στην ανθρωπότητα;

του Πάνου Κοκκίνη

Αν υπήρχε έστω και ένας που επέμενε να μη θεωρεί το «Succession» ως μια από τις σειρές-σημεία αναφοράς, που θα θυμόμαστε εύκολα δυο δεκαετίες μετά, τότε είμαι βέβαιος ότι το τελευταίο επεισόδιο φρόντισε να τον κάνει και αυτόν να αλλάξει γνώμη. Αψεγάδιαστο και αδίστακτα καταθλιπτικο-ρεαλιστικό, ως το τελευταίο καρέ, το φινάλε ήρθε να αποδείξει ότι είναι τελικά εξαιρετικά εύκολο να τελειώσεις σωστά μια τηλεοπτική σειρά. Το μόνο που χρειάζεται είναι να μείνεις πιστός στην ουσία των χαρακτήρων και να μην προσπαθείς να ικανοποιήσεις στο ελάχιστο τις προσδοκίες των τηλεθεατών.

Αν και προσωπικά ομολογώ ότι το χάρηκα, όπως φαντάζομαι κάθε κοινός θνητός-μικροαστός όπως εγώ εκεί έξω, που τελικά στο θρόνο της σαπισμένης μίντια αυτοκρατορίας ανέβηκε (SPOILER ALERT) ένα «άδειο κοστούμι». Ένας ελεεινά αριβίστας άνθρωπος χωρίς το σωστό επίθετο, που αγάπησε τον τρόπο ζωής του παραπάνω από την «γαλαζοαίματη» γυναίκα του. Την οποία, στο τέλος, μετέτρεψε σε trophy wife, δίνοντάς της, ως άλλος μονάρχης, το χέρι του μέσα στη λιμουζίνα του θριάμβου.

Προσωπικά ευχαριστώ τους δημιουργούς για την υπέροχη σκηνή στην κουζίνα του σπιτιού της μάνας των τριών αδελφιών Ρόι στο Μπαρμπάντος. Εκεί που, κατά τη διαδικασία προσωρινής όπως αποδείχθηκε- στέψης του Κένταλ με ένα μπλέντερ γεμάτο σκουπίδια, μπορέσαμε να δούμε για πρώτη φορά τα τρία αδέλφια όπως φαντάζομαι ότι ήταν ως πιτσιρίκια. Να παίζουν, να γελάνε, να δείχνουν την αγάπη τους το ένα για το άλλο, χωρίς το υπαρξιακό τραύμα του ποιανού παιδιά είναι να ποτίζει δηλητήριο τον αέρα.

Ήταν μια αναπάντεχη ανάσα ανθρωπιάς μέσα σε τέσσερις συνολικά σεζόν που, ανεξαρτήτως με ποιον χαρακτήρα ταυτίζεσαι παραπάνω (τον αείμνηστο βωμολόχο πατριάρχη, τον επίσης στερημένο από αγάπη και κοινή λογική- μεγαλύτερο γιο, τον ηλιθιωδώς ραδιούργο ξάδελφο) σε κάνει να χάνεις κάθε πίστη στην ανθρωπότητα. Γιατί μπορεί στα χαρτιά το Succession να είναι τραβηγμένη (;) σάτιρα μιας οικογένειας δισεκατομμυριούχων, αλλά στο τέλος της ημέρας εμένα πιο πολύ ως εξωπραγματικά high definition snapshot του τι πραγματικά συμβαίνει εκεί ψηλά, στο κεφάλι και τη ψυχή του 1% και των αυλικών του, μου κάθεται. 

Δεν συμπάθησα κανέναν

της Νένας Δημητρίου 

Ισως δεν δικαιούμαι να γράψω την άποψή μου έχοντας περάσει μόνο μερικές ώρες με το «Succession». Τέσσερα επεισόδια μπορεί να μην ήταν αρκετά για να δω αυτό που κοινό και μίντια περιγράφουν ως αριστούργημα και καλύτερη σειρά όλων των εποχών. 

Κάποιοι τη συγκρίνουν με το «Sopranos, άλλοι με το «Game of Thrones» του σήμερα. Αν είχα καταφέρει να κάνω τη σύνδεση μεταξύ της επικής σειράς και της υποτιθέμενης σύγχρονης εκδοχής της, να επέμενα. 

Σταυρώστε με, αλλά με πήρε ο ύπνος παρά την ένταση και τις εξωφρενικές συμπεριφορές των πρωταγωνιστών. Κατάφερνα να κοιμηθώ στα μισά του επεισοδίου και το επόμενο βράδυ το έβαζα από την αρχή. Αυτές τις ώρες που παρακολούθησα δεν εντυπωσιάστηκα με την πλοκή, τη βρήκα απλοϊκή. 

Η επιτυχία της σειράς βέβαια, λένε οι «σαξεσιολόγοι», δεν έγκειται στο σενάριο –εν συντομία, ο Κρόνος πατέρας που καταπίνει τα παιδιά του– αλλά στο ότι χτίζει με λεπτομέρεια τους χαρακτήρες. Οι οποίοι είναι κάπως μισητοί. Μάλλον δεν μου αρέσει ο τρόπος που αφηγούνται την ιστορία τους –άλλη μια οικογένεια που ορίζεται από τους άνδρες της– και επιπλέον δεν μου είπε κάτι που δεν έχω ξανακούσει, ότι δηλαδή η ζωή δεν σου τα δίνει όλα. 

Θα έχεις εξουσία και χρήματα, αλλά αυτά πάνε μαζί με πολλές πληγές. Θα είσαι όμορφη και επιτυχημένη, αλλά θα σε θέλουν για τα λεφτά σου. Θα είσαι παντοδύναμος επαγγελματικά, αλλά στα προσωπικά σου θα πιάνεις πάτο. Πέσατε από τα σύννεφα; Μάλλον όχι.

Καταλαβαίνω όσους το λατρεύουν, ή έστω, δεν τους αδικώ. Είναι ένα νόστιμο τυράκι, τροφή για την ψυχολογία, το να βρίσκεσαι θεατής σε μια σταθερά αγχωτική κατάσταση, αλλά θα ήθελα να μπορώ να πάρω το μέρος κάποιου. Δεν ταυτίστηκα, πώς άλλωστε, ούτε συμπάθησα κανέναν και σίγουρα δεν κατάφερα να δω την ανθρώπινη πλευρά τους. 

Είναι αντιήρωες και δεν το αντιλήφθηκα στον χρόνο που αφιέρωσα; Μπορεί. Ακόμα κι έτσι όμως, στην έκτη προσπάθεια να ολοκληρώσω το επεισόδιο συνειδητοποίησα πως δεν μου αρέσει να περνάω το βράδυ μου με ανθρώπους που έχουν τόσο θυμό, που δεν τους αξίζει ο σεβασμός των γύρω τους, που η κυκλοθυμία τους κάνει μαινόμενους ταύρους, που δεν αντιλαμβάνονται τον σνομπισμό τους, είναι αυτάρεσκοι και που στο δικό τους μάνιουαλ επιβίωσης υπάρχει η σκληρότητα, ο ναρκισσισμός και ο κυνισμός σε τόσο υψηλά επίπεδα.

Θα δώσω σε αυτή τη σειρά μια νέα ευκαιρία τώρα που όλοι μιλούν για ένα απίθανο τέλος; Ναι, για να δω πού μπορεί να φτάσουν κάποιοι αυτοκαταστροφικοί αμοραλιστές που δεν πήραν αρκετή αγάπη από τη μαμά τους.

Είναι το «Succession» η καλύτερη σειρά της δεκαετίας;-3
«Ακόμα και η κατακλείδα της σειράς ενώ είναι συναισθηματικά ισοπεδωτική, χωρίς καν να έχει ανάγκη κάποιο αιφνιδιαστικό μακέλεμα ή μια πρωτοφανούς βεληνεκούς ανατροπή – απλά υπενθυμίζοντας οδυνηρά πως οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, δεν παύει να είναι αστεία σα φάρσα». Εικονογράφηση: Michael Kirki

Δεν είναι ένα τίποτα, Ρόμαν

του Κώστα Κωστάκου (Oldboy)

Όταν κάπου στα μισά του τελευταίου επεισοδίου η Σιβ λέει στον Ρόμαν ότι μπορούν να σκοτώσουν τον αδελφό τους τον Κεν, το λέει εντελώς αστειευόμενη. Kανείς δεν πιστεύει έστω και για δευτερόλεπτο ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε ποτέ να συμβεί: ούτε κάποιος από τα τρία αδέλφια, ούτε οποιοσδήποτε άλλος στo «Succession» είναι φονιάς. Και είναι σαν ο Tζέσε Άρμστρονγκ να την έχει βάλει να το λέει ακριβώς για να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε μια βασική διαφορά της σειράς από άλλες μεγάλες σειρές της τηλεόρασης. Από τους «Sopranos» ως το «Wire», από το «Breaking Bad» ως το «Better Call Saul», για να μην μιλήσουμε για το «Fargo», το «Deadwood» το «Ozark» ή το «Βoardwalk Empire», οι φόνοι, τα όπλα και το έγκλημα είναι στην πρώτη γραμμή, το δράμα πλέκεται και ανθίζει ολόγυρά τους. Ακολουθώντας τα βήματα του «Νονού», οι αμερικάνικες σειρές μιλούν για την αμερικάνικη κοινωνία και τον καπιταλισμό, μέσα από ιστορίες βίας και εγκλήματος, ανοργάνωτου αλλά βασικά οργανωμένου. 

Aν δεν με απατά η μνήμη μου, κανένα όπλο δεν θα εκπυρσοκροτήσει στα 39 επεισόδια του «Succession», κανένα όπλο δεν θα δούμε έστω φευγαλέα. Η μία αφαίρεση ζωής που έχει αρκετά κομβικό χαρακτήρα προκαλείται από τροχαίο ατύχημα. Και δεν παύει να στοιχειώνει τον υπεύθυνο – για την ακρίβεια τον εν μέρει υπεύθυνο. Αλλά τον στοιχειώνει συνειδησιακά και μόνο, χωρίς άλλες έμπρακτες συνέπειες, επειδή δεν αφορούσε έναν «αληθινό» άνθρωπο, δηλαδή έναν άνθρωπο με ισχύ, έναν άνθρωπο από σημαντική οικογένεια, έναν άνθρωπο με χρήματα και επιρροή, έναν παίκτη. NRPI: Νο Real Person Involved.

Kι αυτή είναι η παγίδα στην οποία μας ρίχνει το «Succession». Mπαίνουμε τόσο πολύ μέσα στη φούσκα του 1%, ταυτιζόμαστε τόσο πολύ με τις αγωνίες των ηρώων, ώστε φτάνουμε να ξεχάσουμε ότι κανονικά για τους ίδιους δεν είμαστε αληθινοί άνθρωποι. Κι όταν ο Ρόμαν Ρόι αποκαλύπτει την και καλά μεγάλη υπαρξιακή αλήθεια του «We are bullshit» και «Ιt’s all fucking nothing», λέει την ίδια ώρα το πιο μεγάλο ψέμα. Όχι Ρόμαν, δεν είναι ένα τίποτα όλο αυτό. Το δικό σας τίποτα έχει τεράστια σημασία και επίδραση για την υπόλοιπη κοινωνία, για το 99%, για τους μη αληθινούς ανθρώπους, για τους τηλεθεατές σας, τους καταναλωτές σας, τους πελάτες σας, τους ψηφοφόρους. 

Όσο κι αν βασανίζεστε σαιξπηρικά στον μικρόκοσμό σας, είτε το παιχνίδι σας είναι για σας μηδενικού αθροίσματος είτε όχι, κάνει μια διαφορά στον έξω κόσμο πόσες χιλιάδες εργαζόμενοι θα απολυθούν αύριο από τις εταιρίες σας αν εξαγοραστούν, κάνει μια διαφορά στον έξω κόσμο τι ιδεολογικό δηλητήριο ρίχνουν και τι πολιτισμικά σκατά προβάλλουν τα ΜΜΕ σας, κάνει μια διαφορά στον έξω κόσμο σε τι βάσεις θέτετε το δημόσιο διάλογο, κάνει μια διαφορά στον έξω κόσμο πώς επηρεάζετε την ιδεολογία μιας κοινωνίας, κάνει εδώ που τα λέμε μια διαφορά στον έξω κόσμο αν φτάσατε να παρέμβετε στην εκλογική διαδικασία και να ανακηρύξετε πρόεδρο των ΗΠΑ έναν σχεδόν ναζί. Κι ας μην πιάσατε όπλο ποτέ κι ας μην είστε μαφιόζοι ή έμποροι ναρκωτικών. Κι οι μόνες δολοφονίες που κάνατε ας ήταν μόνο μεταφορικές, ας αφορούσαν ποιος συγγενής θα προδώσει ποιον για να κληρονομήσει το βασίλειο. 

Όταν λίγο πριν το τέλος των «Sopranos» ο Ντέιβιντ Τσέιζ θυμάται ξαφνικά να τραβήξει την κουρτίνα από τα μάτια της Δρ. Μέλφι και να την κάνει να δει τον ψυχαναλυόμενό της ως κοινωνιοπαθή, καλώντας μας με έναν τρόπο να μοιραστούμε τον όψιμο αποτροπιασμό της, είναι κάπως προβληματικό, είναι κάπως σαν να κλέβει, είναι κάπως σαν να τα ήθελε μονά ζυγά δικά του: αν δεν σε ενδιέφερε να καταλάβουμε και να τον νιώσουμε ως τα μπούνια τον Τόνι Σοπράνο, τότε σε τι ακριβώς ταξίδι μας είχες πάει τόσα χρόνια; Από την άλλη αναρωτιέμαι μήπως είναι περισσότερο προβληματικό αυτό που δεν κάνει ο Τζέσε Άρμστρονγκ, μην ανοίγοντας σχεδόν ποτέ την ματιά μας προς τη μεγαλύτερη εικόνα. Είναι προτιμότερο να μην μας αφορά οτιδήποτε έχει να κάνει με τις επιπτώσεις της συμπεριφοράς των συγκεκριμένων ανθρώπων; Είναι προτιμότερο να εξαντληθεί η σαγήνη μας στη διερεύνηση των αιτιών της συμπεριφοράς τους; Είναι – δεν είναι, δεν γίνεται αλλιώς πια, τους έχουμε πονέσει, έχουμε πονέσει μαζί τους, τους κουβαλάμε μέσα μας κι αυτούς και τη διάλυσή τους.

Στο «Succession» δεν υπάρχει η μυθιστορηματική ανάπτυξη ενός χαρακτήρα, δεν υπάρχει ένας Τόνι Σοπράνο, ένας Ντον Ντρέιπερ, ένας Γουόλτερ Γουάιτ, ένας Τζίμι ΜακΓκιλ – Σολ Γκούντμαν. Οι χαρακτήρες από την αρχή ως το τέλος είναι σαν να ανεβάζουν σισύφεια στο λόφο την ίδια ακριβώς πέτρα, να επαναλαμβάνουν την ίδια ακριβώς λούπα. Αλλά με κάθε ανέβασμα ο Άρμστρονγκ και οι συνεργάτες του καταφέρνουν να μας αφήνουν με ανοιχτό το στόμα, σαν να μην έχουμε ξαναδεί αυτόν τον λόφο ποτέ. Και τέτοιο ομαδικό σεμινάριο υποκριτικής μάλλον δεν έχει να επιδείξει καμία άλλη σειρά. Στην αρχή είχαμε βάλει τον Τζέρεμι Στρονγκ στο βάθρο, έμεινε για πάντα εκεί, αλλά ανέβηκαν δίπλα του και ο Κιραν Κάλκιν και η Σάρα Σνουκ και ο Μάθιου Μακφάντιεν. Κι ας μην ξεχνάμε ότι το μουσικό θέμα του Νίκολας Μπριτέλ δεν είναι απλά ένα μουσικό θέμα είναι ο λόγος που η μουσική μπορεί να σε στείλει με τρεις νότες αλλού. Κι ας μην ξεχνάμε ότι η γλώσσα της σειράς δεν ήταν μια οποιαδήποτε γλώσσα, ήταν μουσική.

Η πιο αστεία σειρά της δεκαετίας

του Γιάννη Καντέα-Παπαδόπουλου

Υπάρχουν τόσα πολλά που μπορούν να ειπωθούν για την πολυπρισματικότητα του «Succession», από το σαιξπηρικό γενετικό κώδικά του μέχρι το φέρσιμό του ως ένα ανησυχητικό ρέκβιεμ για τον επιθανάτιο ρόγχο του ύστερου καπιταλισμού, ώστε θα ήταν κρίμα να προσπεραστεί μία ακόμα σημαντική επιτυχία του: είναι μια απίστευτα ξεκαρδιστική σειρά. 

Και μοιάζει να είναι αστείο με ένα ξεχωριστό τρόπο, προσθέτοντας μια καινούρια διάσταση στη μοντέρνα κωμωδία, έχοντας ως πρώτη ύλη τον κυνισμό («cunt is as cunt does»), την αμείλικτη βωμολοχία (η καλύτερη εκφορά του «fuck off» όλων των εποχών), τις ευφράδεις μεταφορές που σημαίνουν τίποτα και τα πάντα («human Chernobyl»), όπως επίσης, το προσωπικό μου αγαπημένο, τα επιχειρηματικά αλαμπουρνέζικα («anarcho-capitalist parmigiana»). Το τελευταίο δε αποτελεί κεκτημένο της γραφής του «Succession», αφού δεν είναι λίγες οι φορές που οι πρωταγωνιστές χρησιμοποιούν χρηματιστηριακή αργκό σε κρίσιμες σκηνές, εμείς μπορεί να μην καταλαβαίνουμε απολύτως τίποτα, αλλά το σασπένς φτάνει ταβάνι.

Πίσω στο χιούμορ, όμως, ένας προφανής συσχετισμός ανάμεσα στα αστεία και πώς τα χρησιμοποιεί ο κάθε χαρακτήρας, αφορά το είδους του συμπεριφορικού μηχανισμού που θέλουν να εφαρμόσουν ανά περίσταση. Συνήθως στοχεύει στην επιβολή ή την υποτίμηση του αντιπάλου, από θέση αμηχανίας περισσότερο παρά ισχύος, κάτι που αντανακλάται άψογα στη σχέση ανάμεσα στον Τομ (Μάθιου Μακφάντιεν) και τον Γκρεγκ (Νίκολας Μπράουν). Οι δυο τους παλεύουν μονίμως να κρατηθούν στην πλουτοκρατική επιφάνεια, μασκαρεύοντας τεχνηέντως τις ανικανότητές τους, χωρίς να ξεχνούν ωστόσο πως ο ένας κρατά τον άλλο στο τσεπάκι του, αφού έχουν μοιραστεί βρώμικα μυστικά. Τίποτα δε συνοψίζει ουσιαστικότερα τη δυναμική τους από τη (δύσκολο να μεταφραστεί) ατάκα «you can’t make a tomlette without breaking some gregs», ένα αμίμητο λογοπαίγνιο όπου αποτυπώνεται εύγλωττα η αναπόφευκτη αλληλεξάρτησή τους.

Το κωμικό ύφος του «Succession» δεν έρχεται ακριβώς ουρανοκατέβατο, καθώς o δημιουργός της σειράς Τζέσι Άρμστρονγκ (του αξεπέραστου «Four Lions») υιοθετεί πολύτιμα στοιχεία από ένα παλαιότερο συνεργάτη και δεξιοτέχνη της πολιτικής σάτιρας, τον Αρμάντο Ιανούτσι. Ο Σκωτσέζος μπορεί να είναι γνωστός για τη σπουδαία δουλειά του στο βραβευμένο με Emmy «Veep» ή το βιτριολικό φιλμ «Ο Θάνατος του Στάλιν», νωρίτερα όμως είχε σκαρφιστεί τη ρηξικέλευθη για την εποχή της σειρά «The Thick of It», όπου διακωμωδείται ο παραλογισμός των Βρετανών κυβερνητικών υπαλλήλων και κατ’ επέκταση της ίδιας της εξουσιαστικής ελίτ. Από αυτόν τον τηλεοπτικό κόσμο ξεπήδησε το 2009 η απολαυστική ταινία «Πόλεμος Εκτός Προγράμματος» («In the Loop»), όπου συμπυκνώνεται το στιλ του Ιανούτσι με αρωγό την υποψήφια για Όσκαρ σεναριακή συνδρομή του Άρμστρονγκ. 

Κινηματογραφικός ρεαλισμός που θυμίζει ριάλιτι εκπομπή, αλλά με μια μόνιμη ένταση στην κινησιολογία της κάμερας, τοξικός ανταγωνισμός, σουρεαλιστικές παρεξηγήσεις, οι τύχες του κόσμου στα χέρια αλλόφρονων αντρών και ένας Πίτερ Καπάλντι να φτύνει μπινελίκια α λα Λόγκαν Ρόι σε όποιον βρει μπροστά του, είναι μονάχα μερικές από τις συγγένειες της ταινίας με το «Succession». 

Μάλιστα, στη σειρά υπάρχει και μια ευθεία σύνδεση μεταξύ τους, όταν στο πέμπτο επεισόδιο της τέταρτης σεζόν ο Τομ εκφράζει ανησυχία για το μέλλον του, επειδή φοβάται πως θα τον αποτελειώσει «το καστ του “Bugsy Malone”», εννοώντας τα αδέρφια Ρόι. Πρόκειται για μια αναφορά στην γκανγκστερική ταινία του Άλαν Πάρκερ, όπου τους μαφιόζους ενσαρκώνουν παιδιά. Προηγουμένως, στο «Πόλεμος Εκτός Προγράμματος», ο χαρακτήρας της Τζίνα ΜακΚί περιγράφει την πολιτική ως «κάτι σαν το “Bugsy Malone”, αλλά με πραγματικά όπλα». Και στις δύο περιπτώσεις, κατά βάθος ανήλικοι άνθρωποι βρίσκονται με τεράστια ισχύ στα χέρια τους, αλλά της συμπεριφέρονται σαν ένα παιχνίδι–έρμαιο των παρορμήσεών τους.

Εξάλλου, σε αυτό το συστατικό ευθύνεται τόσο η τραγικότητα των ηρώων του «Succession» αλλά και η πλάκα που σπάμε μαζί τους. Συμπεριφέρονται σαν τα πράγματα να μη συμβαίνουν σε αυτούς, εν μέρει γιατί ζουν μακριά από την πραγματικότητα και εν μέρει γιατί δε γνωρίζουν τι σημαίνει να βιώνεις τις συνέπειες των πράξεών σου. Υπό αυτήν την έννοια, όλη η σειρά αποτελεί ένα άθροισμα από πόνους ενηλικίωσης («growing pains»). Εάν θέλουν να γίνουν ο μπαμπάς τους πρέπει να μεγαλώσουν, κάτι που ισούται με μια ραγδαία πολυεπίπεδη ωρίμανση για την οποία δεν ήταν ποτέ διατεθειμένοι. Θέλοντας και μη, οι γκάφες θα είναι διαδοχικές ώσπου να τελειώσει αυτή η παρατεταμένη εφηβεία. 

Ακολουθεί πιθανό spoiler. Ακόμα και η κατακλείδα της σειράς ενώ είναι συναισθηματικά ισοπεδωτική, χωρίς καν να έχει ανάγκη κάποιο αιφνιδιαστικό μακέλεμα ή μια πρωτοφανούς βεληνεκούς ανατροπή – απλά υπενθυμίζοντας οδυνηρά πως οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, δεν παύει να είναι αστεία σα φάρσα. Λυπούμαστε για τη συντριβή του Κένταλ ή το δηλητήριο που είναι ικανοί να στάξουν τα αδέρφια Ρόι, ξεχνάμε όμως κάτι πολύ βασικό: μόλις απέκτησαν πλούτο που ισοδυναμεί με ΑΕΠ ολόκληρων χωρών. Ε, fuck off!

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή