«Ζούμε τον δικό μας Μεσαίωνα, γι’ αυτό και συνταυτιζόμαστε»

«Ζούμε τον δικό μας Μεσαίωνα, γι’ αυτό και συνταυτιζόμαστε»

3' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η μέχρι τώρα προσέγγιση του «Game of Thrones» (GoT) από τα ελληνικά μέσα υπήρξε μάλλον επιφανειακή, αφού δεν έχει σταθεί στα όντως σημαντικά στοιχεία της ρηξικέλευθης σειράς: τη συγγένεια, την εξουσία, την τελετουργία. Δυστυχώς, από τον κανόνα δεν ξέφυγε και πρόσφατο σχετικό δημοσίευμα της «Κ», που αφιέρωσε, όπως άλλα σχετικά άρθρα, την προσοχή του στη βία («Το “Game of Thrones” διχάζει και σοκάρει», 17.5). Είναι ενδιαφέρον πως η συσχέτιση της σειράς σχεδόν αποκλειστικά με τη βία απηχεί και εσωτερικές δυναμικές κατανάλωσης: προβάλλουμε σε ένα πολιτιστικό προϊόν αυτό που υποθέτουμε πως είναι η λέξη-πασπαρτού της εποχής μας, την οποία πάντως η κατάχρηση έχει αποδυναμώσει ως αναλυτική έννοια.

Στη συζήτηση θεμάτων ας πούμε «οπτικού πολιτισμού» ή, ελαφρύτερα, «ποπ κουλτούρας», οι πολιτισμικές σπουδές μάς έχουν σταδιακά συνηθίσει στη χρήση όρων και εργαλείων για τη συζήτηση καλλιτεχνικών έργων με απήχηση στο ευρύ κοινό. Αυτό που καθιστά το «GoT» τόσο δημοφιλές (εκτός από την άρτια παραγωγή) είναι πως η σειρά δεν είναι αυτό που φαίνεται. Δεν είναι, λοιπόν, μια σειρά fantasy, ένα έπος φτιαγμένο από αίμα και σεξ, από βία και βιασμούς, όπως μας την παρουσιάζει η επιφανειακή προσέγγισή της ως τηλεοπτικού υλικού προς άμεση άγρα και παραμυθία. Αν ήταν αυτό ή έστω κυρίως αυτό, δεν θα την παρακολουθούσε τόσος κόσμος, με τόση επιμονή και με τέτοια κλίμακα: υπάρχουν πολλές άλλες παρόμοιες. Δεν είναι η κατηγοριοποίηση του έργου τέχνης με βάση τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά (αυτά της τέχνης του φανταστικού, του fantasy), που έχει σημασία για την κατανόηση της εμπορικής και καλλιτεχνικής του επιτυχίας. Το κλειδί για την κατανόηση αυτή, αλλά και για την απόλαυση της σειράς πίσω από το πράγματι πλούσιο κάδρο της ωμής της φωτογραφίας, είναι η ένταξη του πολιτιστικού φαινομένου σε μια λογική ανάλυσης με όρους πολιτικής οργάνωσης και πολιτισμικής αναφοράς.

Το «GoT» είναι ένα πολιτικό δράμα, που κάποτε εξοκέλλει στο πολιτικό θρίλερ – αυτή είναι η ειδοποιός του διαφορά από σειρές όπου απλά η οθόνη στάζει αίμα και αντηχεί ερωτικούς μυκηθμούς. Η εντυπωσιακή του πορεία βασίζεται εν πολλοίς στο εύρος των ηρώων που συναποτελούν τον κόσμο του: είναι ήρωες ενταγμένοι στη διαλεκτική της εξουσίας, της δύναμης και της κυριαρχίας, κι άρα πέρα από το καλό και το κακό. Κανείς δεν είναι άσπιλος: αντιθέτως, υπάρχουν παράλληλα κι επάλληλα πεδία ανάγνωσης ηθικών κανόνων που αποδεικνύουν πως εκεί που ένας χαρακτήρας μοιάζει τέρας, τελικά δικαιούται μερίδα της συμπάθειάς μας, ή εκεί που ένας άλλος δείχνει άμεμπτος, ένα μυστικό από το παρελθόν του ή μια ανατροπή στην εξέλιξή του μέσα στην ιστορία τον καταδεικνύει ως ηθικά επιλήψιμο.

Στο «GoT» βρισκόμαστε σε έναν οιονεί Μεσαίωνα και τα περισσότερα δρώμενα λαμβάνουν χώρα στη Westeros, μια μεγάνησο που μοιάζει (στον χάρτη και τις προφορές των ηρώων) με τη Βρετανία. Ο Bruno Latour, σε κλασικό του έργο (We have never been modern, 1991), προσπαθεί να μας πείσει πως δεν υπήρξαμε ποτέ μοντέρνοι: πως η νεωτερικότητα συμφύρεται με καθεστώτα προνεωτερικά, με συνθήκες μαγείας, με εξωλογικές κοσμολογίες, με μόνο μερικώς εκκοσμικευμένες θρησκευτικές εμμονές. Ζούμε τον δικό μας Μεσαίωνα, γι’ αυτό και συνταυτιζόμαστε και συμπάσχουμε με τους χαρακτήρες του «GoT». Κι ο δικός μας κόσμος είναι γεμάτος από Petyr «Littlefinger» Baylish, που ανελίσσονται, ως νέο χρήμα, αγοράζοντας τίτλους ευγενείας· από Jamie «Kingslayer» Lannister, που τους κατατρύχει ένα οικτρό μυστικό και η ζωή τους ισορροπεί ανάμεσα στην καριέρα και την τιμή· από Sansa Stark, ρομαντικούς που θυματοποιούνται· από Margaery Tyrell, που αναρριχώνται μέσα από πάντα εφήμερες συμμαχίες. Η (και ελληνική) νεωτερικότητα είναι γεμάτη από πατριάρχες σαν τον Tywin Lannister, με εμμονικά ιδεολογήματα για το τι είναι και τι πρέπει να είναι η οικογένεια και η πατρογονική γραμμή· από Oberyn Martell με κώδικα τιμής που δεν ξεχνά· από αμαζονικές μορφές σαν την Ygritte, που επιλέγουν να μην πιστεύουν σε καμιά εξουσία και για αυτή τη μη-πίστη τους να θυσιάζονται.

Πού είναι τα όρια του φανταστικού με τη βιωμένη πραγματικότητα, της αλληγορίας και του μύθου με τον εμπειρικό κόσμο, της οικονομίας με τη μαγεία; Δεν είναι απλώς δυσδιάκριτα, θυμίζει ο Latour: το να θεωρούμε πως υπάρχουν είναι ήδη μια κατασκευή. Ο λόγος και ο μύθος συνυπάρχουν ο ένας μέσα στον άλλο. Συμφύρονται στη διαλεκτική του παιχνιδιού των θρόνων, πεδίο για την εξέλιξη της πολιτικής ζωής – κι άρα της εξουσίας, της συγγένειας και της κυριαρχίας. Μια διαλεκτική που μας είναι γνώριμη, διότι δεν είμαστε αμιγώς καλοί ή κακοί, διότι οι συμμαχίες μας μεταβάλλονται, διότι το πολιτικό διαντιδρά με τις καθημερινές μας πράξεις.

* Ο κ. Ρακόπουλος είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, μεταδιδακτορικός εταίρος στο Human Economy Programme του Πανεπιστημίου της Πραιτώριας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή