Διεθνή κεφάλαια εγκαταλείπουν τις αναδυόμενες οικονομίες

Διεθνή κεφάλαια εγκαταλείπουν τις αναδυόμενες οικονομίες

3' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενώ οι ανεπτυγμένες οικονομίες διατηρούν σε μηδενικά ή αρνητικά επίπεδα τα επιτόκια για να στηρίξουν τις οικονομίες τους και μένουν πιστές σε μια δική τους εκδοχή της πολιτικής «ό,τι κι αν χρειαστεί», οι αναδυόμενες οικονομίες αδυνατούν να ακολουθήσουν μια εξίσου αναπτυξιακή πολιτική. 

Τόσο οι ανεπτυγμένες όσο και οι αναδυόμενες οικονομίες κατέφυγαν σε μια επιθετικά επεκτατική πολιτική για να αντιμετωπίσουν τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας. Οι αναδυόμενες οικονομίες όμως έχουν συσσωρεύσει υψηλό χρέος και βλέπουν τα νομίσματά τους να υποχωρούν συνεχώς, με αναπόφευκτο συνεπακόλουθο την αύξηση του κόστους δανεισμού τους και τον κίνδυνο πτώχευσης.

Πολυτέλεια

Την πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στις ανεπτυγμένες οικονομίες, οι κεντρικές τράπεζες των οποίων έχουν την πολυτέλεια να τις στηρίξουν με κάθε τρόπο, έχουν οι ΗΠΑ και η Ευρωζώνη. Τον Μάρτιο, όταν η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου βυθιζόταν στην πανδημία, η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ μείωσε το βασικό επιτόκιο δανεισμού σε σχεδόν μηδενικό επίπεδο και συγκεκριμένα στο 0,25%. Προ ημερών, άλλωστε, στη διάρκεια του Σεπτεμβρίου ανακοίνωσε ότι το κόστος του δανεισμού θα παραμείνει σε αυτά τα επίπεδα μέχρι και το 2023. Παράλληλα, υποσχέθηκε να μην επαναφέρει την περιοριστική νομισματική πολιτική προτού επιτευχθεί ο στόχος της πλήρους απασχόλησης στις ΗΠΑ και επανέλθει ο πληθωρισμός στον στόχο του 2%.

Στο πλαίσιο των έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, η Federal Reserve παρέτεινε το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που είχε επιστρατεύσει στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση αγοράζοντας κρατικά ομόλογα αξίας τουλάχιστον 80 δισ. δολαρίων τον μήνα και τιτλοποιημένα δάνεια αξίας 40 δισ. δολαρίων τον μήνα. Και όπως έχει καταστήσει σαφές ο επικεφαλής της, Τζερόμ Πάουελ, η Fed δεν σκοπεύει να ανακαλέσει κανένα από αυτά τα έκτακτα μέτρα, καθώς η ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας παραμένει εύθραυστη.

Ανάλογη είναι η στάση της ΕΚΤ που έχει συμπιέσει τα επιτόκια του ευρώ στο -0,5%, ενώ έχει επεκτείνει περαιτέρω τα έκτακτα μέτρα στήριξης. Ο λόγος για το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων αξίας 1,35 τρισ. ευρώ που επιστράτευσε τον Μάρτιο, ένα πρόγραμμα πολύ πιο εκτεταμένο και ποιοτικά αναβαθμισμένο από το υφιστάμενο πρόγραμμα αγοράς τίτλων. Και από τη στάση που τηρεί, οικονομολόγοι και επενδυτές εκτιμούν πως θα επεκτείνει περαιτέρω το εν λόγω πρόγραμμα προς τα τέλη του έτους.

Σε αρνητικό έδαφος και συγκεκριμένα στο -0,1% βρίσκονται και τα επιτόκια της Ιαπωνίας, η κεντρική τράπεζα της οποίας αναμένεται να συνεχίσει το δικό της πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, καθώς ο νέος πρωθυπουργός Γιοσιχίντε Σούγκα υποσχέθηκε πως θα μείνει πιστός στην πολιτική του προκατόχου του, Σίνζο Αμπε. Οπως σχολιάζει το Bloomberg, αυτό σημαίνει πως τα αρνητικά επιτόκια και οι αγορές ομολόγων θα παραμείνουν σε ισχύ για απεριόριστο ακόμη χρονικό διάστημα.

Προειδοποιήσεις

Η κατάσταση είναι διαφορετική για τις αναδυόμενες οικονομίες, οι οποίες έχοντας καταφύγει στην αναπτυξιακή πολιτική για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της πανδημίας, τώρα αντιμετωπίζουν δυσθεώρητα χρέη. Επανειλημμένως οικονομολόγοι έχουν προειδοποιήσει τις αναδυόμενες οικονομίες ότι κινδυνεύουν να εγκλωβιστούν σε μια συνεχή υποχώρηση των νομισμάτων τους και παράλληλα σε μια αύξηση του κόστους δανεισμού τους, που μπορούν να προκαλέσουν κρίσεις χρέους και πτωχεύσεις.

Μιλώντας στους Financial Times, ο Ανταμ Γολφ, αναλυτής αναδυόμενων στην Absolute Strategy Research, τόνισε πως «οι συνθήκες υπό τις οποίες αντλούν εξωτερική χρηματοδότηση οι αναδυόμενες δεν είναι πλέον ευνοϊκές». Οπως τονίζει η βρετανική εφημερίδα, τις τελευταίες εβδομάδες οι ξένοι επενδυτές πωλούν διαρκώς ομόλογα και μετοχές των αναδυόμενων αγορών, αντιστρέφοντας την πορεία του ξένου κεφαλαίου που εισέρρεε μαζικά στους τίτλους τους από τον Μάρτιο και μετά.

Αυτό σημαίνει, όμως, ότι οι κεντρικές τράπεζες που χαλάρωσαν τη νομισματική πολιτική τους αντιδρώντας στην κρίση της πανδημίας, δεν θα μπορέσουν να το επαναλάβουν. Ηδη η Τράπεζα της Τουρκίας και η Τράπεζα της Ουγγαρίας αύξησαν τα επιτόκια στα τέλη Σεπτεμβρίου, στέλνοντας μήνυμα στις αγορές ότι ίσως αρχίζει ήδη η επιστροφή στην περιοριστική πολιτική. Οπως τονίζει η βρετανική εφημερίδα, σήμερα οι κεντρικές τράπεζες δεν ανησυχούν πως τα χαμηλά επιτόκια θα επιταχύνουν τον πληθωρισμό, αλλά ότι οδηγούν σε αποδυνάμωση των νομισμάτων τους, που συνεπάγεται αυτομάτως αύξηση του κόστους δανεισμού τους.

Η τουρκική λίρα και το φιορίνι Ουγγαρίας δεν ήταν τα μοναδικά νομίσματα που βρέθηκαν φέτος σε ελεύθερη πτώση. Ανάλογη πτώση σημείωσαν το πέσο Βραζιλίας, το ραντ Νοτίου  Αφρικής και το ρούβλι της Ρωσίας.

Η Τράπεζα της Βραζιλίας έχει βασικό επιτόκιο 2% και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των οικονομικών αναλυτών θα το διατηρήσει αμετάβλητο στο ίδιο επίπεδο μέχρι το τέλος του χρόνου. Οι προβλέψεις συγκλίνουν όμως σε μια αύξησή του στο 3% για τα τέλη του επόμενου έτους. Η Τράπεζα της Ρωσίας άρχισε να μειώνει τα επιτόκια για να αντιμετωπίσει την κρίση και τα περιόρισε στο 4,25%, αλλά τον περασμένο μήνα τα άφησε αμετάβλητα, καθώς είχε προηγηθεί η συνεχής διολίσθηση του ρουβλίου.

Και ενώ η πρόεδρος Ελβίρα Ναμπιουλίνα εκτιμά πως «υπάρχει ακόμα κάποιο περιθώριο για περαιτέρω μείωση», πολλά θα εξαρτηθούν από τις νέες πιέσεις που ενδέχεται να υποστεί η ρωσική οικονομία αν επιβληθούν νέες κυρώσεις στη Μόσχα ως συνεπακόλουθο της υπόθεσης Ναβάλνι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή