Η χρηματοδότηση της ανάπτυξης στη μετά COVID εποχή

Η χρηματοδότηση της ανάπτυξης στη μετά COVID εποχή

3' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από το 2009 η ελληνική οικονομία έχει βιώσει μία σειρά από απανωτές κρίσεις (παγκόσμια χρηματοπιστωτική, κρίση χρέους και τώρα η κρίση λόγω πανδημίας) που έχουν δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα. Εχει χάσει το 25% του ΑΕΠ της μαζί με χιλιάδες θέσεις απασχόλησης, μεγάλο μέρος του πάγιου κεφαλαίου απαξιώθηκε και δεν αντικαταστάθηκε και, το χειρότερο, μια γενιά νέων μετανάστευσε αναζητώντας καλύτερη προοπτική στο εξωτερικό.

Η τρέχουσα κρίση, που είναι εξωγενής και ομοιογενής για όλη την Ευρώπη, αναμένεται να δημιουργήσει βαθύτερη ύφεση από ό,τι έχουμε δει ώς τώρα και να ξεπεράσει ακόμα και το -9% του 2011, που υπήρξε η χειρότερη ετήσια μεταπολεμική επίδοση της χώρας μας. Αυτή τη φορά οι Ευρωπαίοι δεν καθυστέρησαν και έλαβαν μέτρα γρήγορα. Πρώτη ήταν η επεκτατική νομισματική πολιτική που ανέλαβε η ΕΚΤ, μετά η χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων και τέλος η ευρωπαϊκή συμφωνία για ένα πακέτο ανάκαμψης 750 δισ. ευρώ. Αν όλα αυτά δουλέψουν γρήγορα και συντονισμένα, παρ’ όλες τις αρχικές ασάφειες, οι πιθανότητες για αναστροφή/συγκράτηση των αρνητικών εξελίξεων είναι μεγάλες.

Η ελληνική οικονομία μπορεί να επωφεληθεί υπό την προϋπόθεση ότι θα καταφέρει να χρησιμοποιήσει τους διαθέσιμους πόρους για να χρηματοδοτήσει τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις που θα πυροδοτήσουν εκ νέου την ανάπτυξή της.

Οι δημόσιες επενδύσεις μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τα δάνεια και τις επιδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης που ξεπερνούν τα 32 δισ. ευρώ για την Ελλάδα. Είναι μεγάλη ευκαιρία για την ενίσχυση της μετάβασης στην πράσινη οικονομία, της καινοτομίας, της εκπαίδευσης, της απασχόλησης και της ψηφιοποίησης. Οσον αφορά τις επιδοτήσεις, δεν υπάρχουν δεύτερες σκέψεις. Μάλιστα κάποιες χώρες σχεδιάζουν να δανειστούν με ενέχυρο μελλοντικές επιδοτήσεις ώστε να μη χαθεί χρόνος. Ομως τα δάνεια συνδέονται με τα γνωστά θέματα του υψηλού δημόσιου χρέους και των προϋποθέσεων. Η Ελλάδα έχει ήδη ένα δημόσιο χρέος που ξεπερνά το 180% του ΑΕΠ και αναμένεται να πλησιάσει το 200%. Η χρήση των δανείων θα πρέπει να γίνει με τέτοιον τρόπο ώστε η αύξηση του αριθμητή (χρέος) να είναι μικρότερη από την αύξηση του παρονομαστή (ΑΕΠ). Πόσο εφικτό είναι αυτό βραχυπρόθεσμα; Είναι τέτοιος ο προβληματισμός, που χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία συζητούν ήδη να μη χρησιμοποιήσουν καθόλου τα δάνεια ή να ελαχιστοποιήσουν τη χρήση τους.

Οι ιδιωτικές επενδύσεις στην Ελλάδα όπου το χρηματοπιστωτικό σύστημα βασίζεται στις τράπεζες εξαρτώνται από τις διαθέσιμες χορηγήσεις. Η ΕΚΤ δίνει ρευστότητα στις τράπεζες υπό την προϋπόθεση ύπαρξης κατάλληλων εξασφαλίσεων με αρνητικό επιτόκιο (-1% για στοχευμένες μακροχρόνια πράξεις) ώστε να χρηματοδοτηθούν οι επιχειρήσεις. Επιπλέον, οι τράπεζες δέχονται αυξημένες καταθέσεις. Από τον Ιανουάριο 2019 ώς τον Σεπτέμβριο 2020 οι καταθέσεις αυξήθηκαν από 133 σε 153 δισ. ευρώ. Οι χορηγήσεις όμως μειώθηκαν το ίδιο διάστημα από 169 σε 148 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες, παρόλο που είναι συγκεντρωμένες (4 τράπεζες ελέγχουν 95% του κλάδου), εστιασμένες στις βασικές τραπεζικές λειτουργίες και επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, αντιμετωπίζουν παραλυτικές αβεβαιότητες με κυριότερη τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Πρόβλημα που αναμένεται να χειροτερέψει λόγω της πανδημίας, παρ’ όλη την ανακούφιση του σχεδίου «Ηρακλής». Τον Ιούνιο 2020 τα ΜΕΔ στην Ελλάδα ξεπερνούσαν το 35%, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρώπη ήταν 3,5%. Αν οι τράπεζες δεν βοηθηθούν να ξεπεράσουν το «βουνό» των ΜΕΔ που τους έχουν κληροδοτήσει οι απανωτές κρίσεις, δεν θα μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη. Χρειάζεται μια εταιρεία διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (ΕΔΣΕ) που θα έπαιρνε ένα μέρος του βάρους και της αβεβαιότητας, όπως έχει γίνει σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η ΕΚΤ και η Ε.Ε. φαίνονται να αποφεύγουν ακόμα την ιδέα μιας ευρωπαϊκής ΕΔΣΕ αλλά ισχυρίζονται ότι δίκτυα από συνεργαζόμενες εθνικές ΕΔΣΕ θα ήταν χρήσιμα. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη προτείνει ένα λειτουργικό σχέδιο για την ίδρυση μιας ΕΔΣΕ που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει πέρα από το πρόβλημα των ΜΕΔ και το πρόβλημα του αδύναμου κεφαλαίου (αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις). Στις παρούσες συνθήκες μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν απολύτως ευπρόσδεκτη για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης.

* Η κ. Ελένη Λουρή είναι καθηγήτρια Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή