Πόσο αποδοτικά λειτουργεί η ελληνική αγορά καυσίμων;

Πόσο αποδοτικά λειτουργεί η ελληνική αγορά καυσίμων;

4' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το ζήτημα των τιμών των υγρών καυσίμων στην Ελλάδα αποτελεί συχνά πεδίο έντονου προβληματισμού και ενίοτε κοινωνικής δυσαρέσκειας, καθώς επηρεάζει σημαντικό μέρος του οικογενειακού προϋπολογισμού αλλά και του επιχειρηματικού κόστους. Συχνά η συζήτηση επικεντρώνεται γύρω από το ζήτημα της φορολογίας στα καύσιμα ή και σε περιπτώσεις νοθείας, αφήνοντας, εν πολλοίς, εκτός της σφαίρας του δημοσίου διαλόγου το ζήτημα της ανταγωνιστικής/αποδοτικής λειτουργίας της αγοράς. Η έρευνά μας επιχειρεί να προσεγγίσει το ζήτημα της ύπαρξης ατελειών σε όλο το εύρος της αγοράς καυσίμων μέσω της διερεύνησης της προσαρμογής των τιμών σε μεταβολές του κόστους.

Η δομή της αγοράς 

Η εγχώρια αγορά καυσίμων χωρίζεται σε τρεις επιμέρους τομείς: στη διύλιση του καυσίμου, στη χονδρική εμπορία και στη λιανική πώληση από τα πρατήρια υγρών καυσίμων. Παρότι σε αυτή την αλυσίδα δεσπόζει η παρουσία των Ελληνικών Πετρελαίων και της Motor Oil, οι οποίες δραστηριοποιούνται ταυτόχρονα και στους τρεις τομείς κατέχοντας μεγάλα μερίδια αγοράς, εντούτοις υπάρχει και ένας σημαντικός αριθμός εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη χονδρική εμπορία και στη λιανική πώληση καυσίμων.

Στην αγορά διύλισης, στην ελληνική επικράτεια λειτουργούν 4 διυλιστήρια τα οποία καλύπτουν σχεδόν το σύνολο της εγχώριας ζήτησης ενώ έχουν έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό, κυρίως λόγω επενδύσεων τα τελευταία χρόνια, που αύξησαν σημαντικά τη διεθνή ανταγωνιστικότητά τους αλλά και κάλυψαν την πτώση στην εγχώρια ζήτηση στα χρόνια της κρίσης. Σύμφωνα, μάλιστα, με έκθεση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας (IEA) το 2017 για την Ελλάδα, τα ελληνικά διυλιστήρια κατατάσσονται μεταξύ των «πιο κερδοφόρων στην Ευρώπη, με σύγχρονες και φιλικές προς το περιβάλλον προδιαγραφές».

Στον τομέα της χονδρικής εμπορίας καυσίμων η ίδια έκθεση αναφέρει πως αν και δραστηριοποιούνται περισσότερες από 53 εταιρείες, παρ’ όλα αυτά η θέση των Ελληνικών Πετρελαίων και της Motor Oil θεωρείται κυρίαρχη. Τέλος, όσον αφορά το τμήμα της λιανικής πώλησης υγρών καυσίμων, παρότι η χώρα μας διαθέτει αρκετά μεγάλο αριθμό πρατηρίων που αντιστοιχεί σε 1 πρατήριο ανά 1.400 κατοίκους (με τον ευρωπαϊκό μέσον όρο να βρίσκεται στο 3.800, με στοιχεία του 2015), εντούτοις ο τομέας αυτός της αγοράς παρουσιάζει μεγάλη συγκέντρωση. Συγκεκριμένα, ο όμιλος εταιρειών των ΕΛΠΕ κατέχει μερίδιο αγοράς που αντιστοιχεί στο 30%, με το αντίστοιχο για την Motor Oil να είναι στο 32%.

Για τους σκοπούς της έρευνας που αφορούν τη διαθεσιμότητα δεδομένων, η αγορά εξετάζεται σε δύο τμήματα ως προς την προσαρμογή των τιμών· το πρώτο αφορά τη διύλιση του καυσίμου και το δεύτερο τη λιανική διάθεσή του. Επίκεντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος αποτελεί το κατά πόσον ή προσαρμογή των τιμών σε μεταβολές κόστους είναι συμμετρική ή ασύμμετρη. Με την έννοια της συμμετρίας αποδίδουμε την πανομοιότυπη εξέλιξη στον χρόνο της τελικής τιμής, είτε έχει υπάρξει αύξηση είτε μείωση στο κόστος.

Ετσι, πρακτικά, στον πρώτο στάδιο ερευνάται κατά πόσον οι τιμές διυλιστηρίου για την αμόλυβδη βενζίνη 95 οκτανίων και για το πετρέλαιο κίνησης, όπως καταγράφονται επίσημα στο παρατηρητήριο τιμών του υπουργείου Ανάπτυξης, προσαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο σε αυξήσεις και μειώσεις της διεθνούς τιμής του αργού πετρελαίου (Brent). Αντίστοιχα, στο δεύτερο στάδιο εξετάζεται κατά πόσον η ταχύτητα προσαρμογής των λιανικών τιμών πετρελαίου και βενζίνης, όπως καταγράφονται και πάλι από το υπουργείο Ανάπτυξης, είναι ίδια σε αυξήσεις και μειώσεις των τιμών διυλιστηρίου.

Το δείγμα μας καλύπτει την περίοδο από Ιανουάριο του 2012 έως τις πρώτες ημέρες του Νοεμβρίου του 2018 και, για λόγους που επιτάσσει η ορθή οικονομετρική μεθοδολογία, έχει χωριστεί σε 2 υπο-δείγματα· Ιανουάριος του 2012 έως τον Οκτώβριο του 2014 και Νοέμβριος του 2014 έως τον Νοέμβριο του 2018.

Οσον αφορά την πρώτη περίοδο από το 2012-2014, η διαδεδομένη άποψη ότι οι τιμές των καυσίμων προσαρμόζονται πιο γρήγορα στην αύξηση από ό,τι στη μείωση του κόστους δεν υποστηρίζεται από τα εμπειρικά δεδομένα για την περίπτωση της αμόλυβδης βενζίνης, αλλά μπορεί να επιβεβαιωθεί για το στάδιο διύλισης του πετρελαίου κίνησης.

Από την άλλη πλευρά, εξετάζοντας τα αποτελέσματα από τη δεύτερη και πιο πρόσφατη περίοδο του δείγματός μας που καλύπτει από το 2014 έως το 2018, καταλήγουμε σε πιο σαφή συμπεράσματα σχετικά με τη φύση και την πηγή των ασυμμετριών τιμών στη χώρα. Και για τις 2 περιπτώσεις, της αμόλυβδης βενζίνης και του πετρελαίου κίνησης, παρατηρούμε αρνητικές ασυμμετρίες τιμών στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας διύλισης.

Πιο συγκεκριμένα, η τιμή του διυλιστηρίου προσαρμόζεται πιο γρήγορα σε αποκλίσεις από την τιμή ισορροπίας της λόγω αυξήσεων της τιμής του αργού πετρελαίου και/ή της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε σχέση με μειώσεις. Αντιθέτως, τα αποτελέσματα για το δεύτερο στάδιο, της διανομής, δείχνουν ότι οι ρυθμιστικοί μηχανισμοί και η δομή της αγοράς λειτουργούν αποτελεσματικά στον έλεγχο πιθανών ασυμμετριών.

Ετσι, για αυτήν την περίοδο η πηγή ασυμμετρίας μπορεί να εντοπιστεί στο στάδιο της διύλισης των καυσίμων. Τα συγκεκριμένα συμπεράσματα μάλιστα για την περίοδο 2014-2018 είναι σε αρμονία με αυτά των Μπραγουδάκη, Ντεγιαννάκη και Φίλη (2019) όπου, εξετάζοντας με διαφορετική μεθοδολογία για την ύπαρξη ασυμμετριών, υποδεικνύουν ως πηγή τους το στάδιο της διύλισης. Είναι σημαντικό, τέλος, να σημειωθεί ότι η αναζήτηση των αιτιών των ασυμμετριών είναι πέραν του σκοπού της συγκεκριμένης μελέτης που φιλοδοξεί όμως να αποτελέσει έναυσμα νέου κύκλου έρευνας γύρω από το θέμα.

* Ο κ. Σταύρος Δ. Μαλκίδης είναι απόφοιτος Τμήματος Οικονομικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
** Ο κ. Στυλιανός Φουντάς είναι καθηγητής Οικονομετρίας, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή