Κακομαθημένος ενοικιαστής το Δημόσιο

Κακομαθημένος ενοικιαστής το Δημόσιο

2' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την ενεργειακή αναβάθμιση όλων των κτιρίων που μισθώνει το Δημόσιο, φαίνεται να επιδιώκει σχετική ρύθμιση του υπουργείου Ενέργειας, φέρνοντας τους ιδιοκτήτες τους… προ των ευθυνών τους. Συγκεκριμένα, με βάση το άρθρο 5 και 6 του σχεδίου νόμου που έχει θέσει σε δημόσια διαβούλευση για την ενεργειακή απόδοση κτιρίων, το υπουργείο (αφορά την ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας 2018/2002), από την 1η Ιανουαρίου του 2021, όλες οι νέες μισθώσεις κτιρίων και όλες οι ανανεώσεις υφιστάμενων συμβολαίων ενοικίασης σε κτίρια που χρησιμοποιεί το Δημόσιο, θα πρέπει να αφορούν ακίνητα, τα οποία να κατατάσσονται μόνο στην ενεργειακή κατηγορία β΄ και άνω.

Δηλαδή, το Δημόσιο δεν θα μπορεί εφεξής να μισθώνει κτίρια χαμηλότερης ενεργειακής απόδοσης. Αυτό σημαίνει ότι σε όσα μισθωτήρια οδεύουν προς λήξη το 2021, θα πρέπει ήδη οι ιδιοκτήτες τους να μεριμνήσουν ανάλογα και να δαπανήσουν σεβαστά ποσά (καθώς πρόκειται συνήθως για αυτοτελή κτίρια αρκετών τ.μ. επιφάνειας) για να τα αναβαθμίσουν ενεργειακά. Σε αντίθετη περίπτωση, διακινδυνεύουν να απολέσουν το Δημόσιο ως μισθωτή.

Μέχρι σήμερα, η συντριπτική πλειονότητα των ακινήτων που μισθώνονται από το Δημόσιο είναι παλαιά και ρυπογόνα, με δεδομένο άλλωστε ότι βρίσκονται κυρίως στο κέντρο της Αθήνας. Το κόστος για την ανακατασκευή τους κρίνεται ιδιαίτερα υψηλό, ιδίως από τη στιγμή που, όπως αναφέρει και η ΠΟΜΙΔΑ σε σχετική της ανακοίνωση, εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ η νομοθεσία, η οποία επιτρέπει στο Δημόσιο τη μονομερή λύση των μισθώσεων των ακινήτων που χρησιμοποιεί, χωρίς να χρειάζεται να αποζημιωθεί ο ιδιοκτήτης (εφόσον προκύπτει μια σειρά λόγων), είτε και με αποζημίωση μόλις ενός ενοικίου, εφόσον η λύση της σύμβασης είναι αναιτιολόγητη. Με τον τρόπο αυτό, ουσιαστικά εκλείπει το κίνητρο για τον ιδιώτη, καθώς δεν έχει κάποια εξασφάλιση ότι η επένδυση στην οποία θα προβεί για να αναβαθμίσει ενεργειακά το ακίνητό του, θα μπορέσει να αποσβεστεί.

Μιλώντας στην «Κ», η κ. Δίκα Αγαπητίδου, επικεφαλής της JLL – Αθηναϊκή Οικονομική, σημειώνει ότι «η ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων επαγγελματικής χρήσης είναι μονόδρομος σήμερα. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι πολλοί από τους ιδιοκτήτες των κτιρίων που μισθώνει το Δημόσιο είναι παθητικού χαρακτήρα, δεν πρόκειται δηλαδή για κάποιο fund, ή εταιρεία ακινήτων, αλλά για ιδρύματα και φορείς της Εκκλησίας». Με βάση το καταστατικό τους, οι φορείς αυτοί δεν μπορούν να προχωρήσουν σε επενδύσεις για την ανακατασκευή των ακινήτων που έχουν στην κατοχή τους. Ως εκ τούτου γεννάται ζήτημα.

Σύμφωνα με την κ. Αγαπητίδου, μια λύση θα ήταν να προβεί το ίδιο το Δημόσιο στη δαπάνη για την αναβάθμιση του εκάστοτε ακινήτου, προχωρώντας σε συμψηφισμό με το ύψος του ενοικίου. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για πολύπλοκη διαδικασία, που θα δοκιμάσει την αποτελεσματικότητα λειτουργίας πολλών φορέων του Δημοσίου, που θα κληθούν να μεριμνήσουν για το συγκεκριμένο ζήτημα, όταν αρχίσει να πλησιάζει ο χρόνος λήξης του υφιστάμενου μισθωτηρίου συμβολαίου.

Σε αντίθετη περίπτωση, το κόστος μιας μετεγκατάστασης σε ένα σύγχρονο κτίριο, ενεργειακά αποδοτικό, θα είναι υπερδιπλάσιο σε σχέση με το υφιστάμενο. Για παράδειγμα, σήμερα, κατά κανόνα, το Δημόσιο μισθώνει ακίνητα με ενοίκια της τάξεως των 8-10 ευρώ/τ.μ. σε μηνιαία βάση. Ενα σύγχρονο κτίριο γραφείων με υψηλή ενεργειακή απόδοση μισθώνεται από 17 ευρώ/τ.μ. και άνω, συνηθέστερα πάνω από τα 20 ευρώ/τ.μ. Ετσι, θα ήταν πολύ δύσκολο να αιτιολογηθεί από δημοσιονομικής πλευράς μια μαζικής κλίμακας μετακίνηση υπηρεσιών και διευθύνσεων του Δημοσίου. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή