Οικονομική σύγκλιση στην ελληνική περιφέρεια

Οικονομική σύγκλιση στην ελληνική περιφέρεια

4' 9" χρόνος ανάγνωσης

Γιατί κάποιες περιοχές αναπτύσσονται οικονομικά ταχύτερα από άλλες; Η συγκεκριμένη ερώτηση έχει απασχολήσει ιστορικά ένα σημαντικό κομμάτι της οικονομικής βιβλιογραφίας και έχει αναμφισβήτητα επηρεάσει την κυβερνητική πολιτική στον τρόπο λήψης αποφάσεων. Η οικονομική σύγκλιση γεωγραφικών περιοχών είναι μια πιο ειδική έννοια, που εστιάζει στις οικονομίες περιοχών που αναπτύσσονται παράλληλα στο πέρασμα του χρόνου και κατά συνέπεια «συγκλίνουν». Αντίστροφα, η οικονομική απόκλιση είναι μια έννοια που χαρακτηρίζει περιοχές οι οποίες ακολουθούν διαφορετικά οικονομικά μονοπάτια στο πέρασμά του χρόνου και κατά συνέπεια «αποκλίνουν». Ωστόσο, ποιες είναι οι αιτίες που ευθύνονται για τα παραπάνω οικονομικά φαινόμενα (σύγκλιση και απόκλιση);

Η βιβλιογραφία έχει εκτεταμένα αναλύσει και ανιχνεύσει γεωγραφικές περιοχές που εμφανίζουν οικονομική σύγκλιση (ή απόκλιση), εστιάζοντας κατά κύριο λόγο στο εσωτερικό μεγάλων οικονομιών, όπως αυτή των ΗΠΑ. Μια σειρά από μελέτες για την Ελλάδα έχουν δείξει τάσεις απόκλισης μεταξύ Βορρά – Νότου με μικρές τάσεις σύγκλισης εντός αυτών των περιοχών. Ωστόσο, είναι χαρακτηριστικά απούσα από την ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, τόσο την ελληνική όσο και τη διεθνή, μια συστηματική μελέτη των αιτιών που οδηγούν τις οικονομίες συγκεκριμένων περιοχών να «συγκλίνουν» ενώ άλλες να «αποκλίνουν». Αυτές οι αιτίες μπορεί να πηγάζουν είτε από πρωτογενή χαρακτηριστικά της οικονομικής γεωγραφίας, όπως η τοποθεσία στον χώρο, η εγγύτητα, η φυσική γεωγραφία, ή/και δευτερογενή χαρακτηριστικά, όπως η οικονομική διάρθρωση, η γεωγραφική συσσώρευση, το οικονομικό δυναμικό. H πρόσφατα δημοσιευμένη ακαδημαϊκή μας μελέτη στο περιοδικό Urban Studies προσπαθεί να απαντήσει στα παραπάνω ερωτήματα εστιάζοντας στην οικονομική γεωγραφία της Ελλάδας και αναζητώντας τις αιτίες της οικονομικής σύγκλισης.

Στη μελέτη μας αναλύουμε ιστορικά δεδομένα για τις 51 περιφερειακές ενότητες της Ελλάδος, εστιάζοντας στις τρεις τελευταίες δεκαετίες πριν από την κρίση του 2008. Τα αποτελέσματα αποκαλύπτουν μια περιορισμένη γεωγραφικά, και συχνά κατά ομάδες περιοχών, οικονομική σύγκλιση, η οποία κατά κύριο λόγο εξηγείται από παράγοντες που σχετίζονται με τη γεωγραφική προσβασιμότητα, τις κλαδικές εξειδικεύσεις, τον δυναμισμό της τοπικής αγοράς εργασίας και τα ιδιαίτερα γεωγραφικά χαρακτηριστικά της εκάστοτε περιοχής. Αυτό μας οδηγεί στο βασικό συμπέρασμα ότι η οικονομική σύγκλιση είναι μια διαδικασία που σχετίζεται με συγκριμένα χαρακτηριστικά της οικονομίας, τα οποία οι περιφερειακές ενότητες είτε μοιράζονται με γειτονικές περιοχές τους είτε ανταγωνίζονται για αυτά. Ως συνέπεια, γίνεται εμφανές ότι ιστορικά οι γεωγραφικές ανισότητες είναι δομικές, με την έννοια ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τα ιδιαίτερα οικονομικά και γεωγραφικά χαρακτηριστικά των γεωγραφικών περιοχών. Αυτές οι δομικές ανισότητες μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με στοχευμένες κυβερνητικές πολιτικές.

Ξεκινώντας από τα πρωτογενή χαρακτηριστικά της οικονομικής γεωγραφίας, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα οικονομικής σύγκλισης μπορεί να παρατηρηθεί ιστορικά μεταξύ της Θεσσαλονίκης και των γειτνιαζόντων νομών που, παρόλο που συγκλίνουν οικονομικά μεταξύ τους, ομαδικά αποκλίνουν από την Αττική. Επίσης, ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι οι νησιωτικές περιοχές συγκλίνουν ιστορικά μεταξύ τους (και με την Αττική), αλλά αποκλίνουν από την υπόλοιπη Ελλάδα, το οποίο ίσως είναι ενδεικτικό του ενισχυμένου ρόλου του κλάδου των υπηρεσιών και ειδικότερα του τουρισμού στην ελληνική οικονομία. Ούτως ή άλλως, είναι γεγονός ότι η οικονομική μεγέθυνση στην Ελλάδα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες οδηγήθηκε κατά κύριο λόγο από τη μετατόπιση του βάρους της οικονομικής δραστηριότητας από τον κλάδο της μεταποίησης στον κλάδο των υπηρεσιών. Ως αποτέλεσμα, οι περιοχές που ακολούθησαν αυτή τη μετάβαση δείχνουν να συγκλίνουν μεταξύ τους (Αττική και νησιωτικές περιοχές). Σχετικά με τα δευτερογενή χαρακτηριστικά, γεωγραφικές περιοχές με διαφορές στην κλαδική εξειδίκευση, στη γεωγραφική προσβασιμότητα (για παράδειγμα την ποιότητα οδικού δικτύου ή των θαλασσίων συγκοινωνιών), καθώς και στις δυνατότητες του εργατικού δυναμικού, δείχνουν να αποκλίνουν ιστορικά.

Η πανδημία του κορωνοϊού έχει οδηγήσει παγκοσμίως σε σημαντική πτώση της τρέχουσας ζήτησης, η οποία μεταφράζεται σε ιστορική οικονομική επιβράδυνση. Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να είναι εξαίρεση, και αναμένεται στο βραχυπρόθεσμο μέλλον να επιδοθεί σε εκτεταμένες δημοσιονομικές δαπάνες για την επανεκκίνηση της οικονομίας της.

Η σχετική σημασία των υπηρεσιών και του τουρισμού έχει μειωθεί ως αποτέλεσμα της πανδημίας. Η τελευταία ήταν ακόμα μία αφορμή για να μας υπενθυμίσει την υψηλή προστιθέμενη αξία της μεταποίησης από τη μια μεριά και από την άλλη πόσο ευαίσθητοι κλάδοι είναι οι υπηρεσίες και ο τουρισμός. Σημαντικό βάρος θα πρέπει να δοθεί στις πολιτικές που θα στηρίξουν την τόνωση της μεταποίησης και την αναδιάρθρωση του ενεργειακού κλάδου, δίνοντας ειδικό βάρος στις ανανεώσιμες πηγές και στη μακροχρόνια αειφόρο ανάπτυξη.

Πρόσφατα δημοσιευμένη ακαδημαϊκή μας μελέτη στο περιοδικό Renewable and Sustainable Energy Reviews για το Ηνωμένο Βασίλειο υποδεικνύει ότι η μετάβαση σε τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας απαλλαγμένες από το διοξείδιο του άνθρακα (decarbonisation) δεν απειλεί την αγορά εργασίας, τουναντίον έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει πολλαπλάσιες νέες βιώσιμες θέσεις εργασίας. Μια συγκρίσιμη περίπτωση είναι αυτή της Σκωτίας, η οποία χρησιμοποίησε το ποικιλόμορφο γεωγραφικό της ανάγλυφο ως συγκριτικό πλεονέκτημα και υποστήριξε τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές, εστιάζοντας εκτός των άλλων στην αιολική ενέργεια (χερσαία και πλωτά αιολικά πάρκα). Στην περίπτωση της Ελλάδας, η οποία χαρακτηρίζεται από ένα μοναδικό γεωγραφικό ανάγλυφο, η κατασκευή ανανεώσιμων μονάδων παραγωγής ενέργειας εν δυνάμει συνεπάγεται εργασιακές ευκαιρίες σε ποικίλες γεωγραφικές τοποθεσίες και, πιθανότατα, μέσω θετικών εξωτερικοτήτων (spillover effect), την οικονομική μεγέθυνση γεωγραφικών περιοχών που ιστορικά υστερούν.

* Ο κ. Θ. Αρβανιτόπουλος είναι ερευνητής στο UCL και στο UEA.
** Ο κ. Β. Μοναστηριώτης είναι καθηγητής στο LSE. 
*** Ο κ. Θ. Παναγιωτίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT