Μάνος Ματσαγγάνης: Οι τελευταίοι και οι προτελευταίοι

Μάνος Ματσαγγάνης: Οι τελευταίοι και οι προτελευταίοι

Οι κολασμένοι και οι αιωνίως μαυρισμένοι στο Μιλάνο, την «πρωτεύουσα» του πρώτου κύματος του ιού

3' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λίγα λεπτά με τα πόδια από το σπίτι μου στο Μιλάνο, στη Viale Toscana, πίσω από το πανεπιστήμιο Bocconi, είναι οι εγκαταστάσεις του Pane Quotidiano (Αρτος Επιούσιος). Κάθε πρωί η εθελοντική οργάνωση μοιράζει ένα πακέτο τρόφιμα σε όποιον τα ζητήσει – χωρίς να χρειάζεται προηγουμένως να αφήσει τα στοιχεία του ή να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση.

Οι ουρές των ανθρώπων που περιμένουν να εξυπηρετηθούν έχουν αλλάξει όψη τον τελευταίο καιρό. Κατ’ αρχάς έχουν μακρύνει σε σχέση με πέρυσι. Επειτα έχει μεταβληθεί η σύνθεσή τους. Οχι μόνο σιωπηλές γυναίκες που φορούν μαντίλα, ή νεαροί μετανάστες κολλημένοι στο κινητό τους, ή Ανατολικοευρωπαίες που μιλούν φωναχτά με τις φίλες τους. Αλλά και Ιταλίδες μητέρες με το μωρό στο καροτσάκι, και ηλικιωμένοι άνδρες με φαρμακωμένο ύφος, και γυναίκες μέσης ηλικίας με πρόσωπο σκληρό και αποφασιστικό σαν κομπάρσοι σε ταινία του Ντε Σίκα από τη δεκαετία του ’50. Οι «τελευταίοι» και οι «προτελευταίοι», ορκισμένοι αντίπαλοι στη φαντασία και στη ρητορική μιας λαϊκιστικής Δεξιάς που τις τελευταίες δεκαετίες έχει κάνει την τύχη της, συναντιούνται στην ουρά για τη δωρεάν διανομή τροφίμων και ανακαλύπτουν ότι έχουν περισσότερα κοινά μεταξύ τους από ό,τι νόμιζαν.

Πίσω από το γκισέ τούς εξυπηρετούν χαμογελαστοί εθελοντές με πορτοκαλί πανωφόρι και μάσκα. Δεν είναι πιστοί της ενορίας, το Pane Quotidiano δεν είναι καθολική οργάνωση. Οι εθελοντές του ανήκουν στη μιλανέζικη καλή κοινωνία ή στη «στοχαστική μεσαία τάξη» κατά Πολ Γκίνσμποργκ: είναι συνταξιούχοι, μάνατζερ, νοικοκυρές, δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και πολλοί φοιτητές, ακόμη και μαθητές, που βάλθηκαν να διαψεύσουν το στερεότυπο των κακομαθημένων «μιλένιαλ» που δεν νοιάζονται παρά μόνο για την καλοπέρασή τους και πλήττουν βλέποντας όλη μέρα Netflix.
Στις εγκαταστάσεις του Pane Quotidiano δεν έρχονται άστεγοι ή τοξικομανείς: τα τρόφιμα θέλουν μαγείρεμα. Οσοι κοιμούνται στον δρόμο μπορούν να απευθυνθούν στους αδελφούς καπουτσίνους της Opera San Francisco. Η μεγαλύτερη καθολική οργάνωση, η Caritas (εδώ Ambrosiana), με πρωτοβουλία του τότε αρχιεπισκόπου της πόλης, έχει από το 2008 ιδρύσει Ταμείο Οικογένειας και Εργασίας, με ρητό σκοπό τη φροντίδα όσων γλιστράνε μέσα από τα κενά του επίσημου αλλά διάτρητου διχτυού ασφαλείας του ιταλικού κράτους. Ο διαχειριστής του Ταμείου, σε ρεπορτάζ της Corriere della Sera, δεν διστάζει να δηλώσει την ικανοποίησή του για την πρόσφατη αναγέννηση ενός «εθελοντισμού της Αριστεράς», που του είναι ευπρόσδεκτος επειδή συμπληρώνει τις προσπάθειες των καθολικών. Σύμβολο αυτής της αναγέννησης η αλματώδης ανάπτυξη του Emergency, της οργάνωσης που ίδρυσε ο χειρουργός Gino Strada και που ενεργοποιείται σε 18 χώρες, από τη Ρουάντα έως το Αφγανιστάν.

Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που κάνουν ουρά στο πεζοδρόμιο της Viale Toscana μέχρι πρόσφατα δούλευαν: ήταν οικιακοί βοηθοί, ελαιοχρωματιστές, σερβιτόροι, πωλήτριες, ηθοποιοί, μουσικοί. Τις καλές χρονιές, η ακμάζουσα οικονομία της αστραφτερής πόλης τούς εξασφάλιζε ένα μέτριο αλλά αξιοπρεπές εισόδημα, επιτρέποντάς τους να ονειρεύονται όνειρα κοινωνικής ανόδου. Η δουλειά δεν ήταν σταθερή, αλλά τα λεφτά πληρώνονταν στο χέρι, χωρίς φόρους και εισφορές, ή με τις ελάχιστες μόνο κρατήσεις που προβλέπει η εργατική νομοθεσία. Ομως, από τις αρχές του περασμένου Μαρτίου η οικονομία της πόλης έχει «παγώσει»: ακυρώθηκαν οι εκθέσεις (μόδας, επίπλου, ντιζάιν), έκλεισε η Σκάλα, το ίδιο και τα θέατρα, έπαψαν να έρχονται οι ξένοι επισκέπτες, οι φοιτητές γύρισαν στην πατρίδα τους, τα μπαρ, τα ρεστοράν και τα άλλα μαγαζιά έβαλαν λουκέτο – προσωρινά ή μόνιμα, θα δούμε.

Αυτό το τοπικό μοντέλο ανάπτυξης υπήρξε ιδιοφυές και δυναμικό (ιδίως αν το συγκρίνει κανείς με την 25ετή στασιμότητα της εθνικής οικονομίας), αλλά τελικά αποδείχθηκε σαθρό. Επικεφαλής του είναι μια κοινωνική τάξη που μοιάζει όλο και λιγότερο με τους εργασιομανείς και ασκητικούς βιομηχάνους που δημιούργησαν το «οικονομικό θαύμα» των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, παράγοντας στα εργοστάσιά τους κομψά και λειτουργικά αυτοκίνητα ή ψυγεία ή πολυθρόνες «για όλα τα βαλάντια». Τέτοιοι επιχειρηματίες υπάρχουν ακόμη (συνήθως μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας). Αλλά δείχνουν όλο και πιο παράταιροι δίπλα στους μονίμως μαυρισμένους πενηντάρηδες ή εξηντάρηδες, που παρκάρουν τις Λαμποργκίνι τους στις γραμμές του τραμ, οργανώνουν πάρτι με κοκαΐνη και «έσκορτ» και φωτογραφίζονται περήφανοι στο πλευρό κάποιας καλλονής με χυμώδεις, αν και αδιευκρίνιστης προέλευσης καμπύλες.

Τα επόμενα Χριστούγεννα ο εμβολιασμός θα έχει προχωρήσει, η οικονομία θα έχει «ξεπαγώσει» και λογικά οι ουρές για τρόφιμα θα έχουν αραιώσει. Οσοι όμως βρέθηκαν σε αυτές για πρώτη φορά, θα θυμούνται σε όλη τους τη ζωή αυτή την ξαφνική γνωριμία τους με τη σκοτεινή πλευρά του «Θαύματος στο Μιλάνο».

Σε έναν καλύτερο κόσμο, αυτό το εκκωφαντικό καμπανάκι κινδύνου θα αρκούσε για να ξυπνήσει τις εφησυχασμένες συνειδήσεις των εύπορων στρωμάτων και για να θυμίσει στις μετριοπαθείς και προοδευτικές πολιτικές ελίτ αυτό που δεν θα έπρεπε να είχαν ξεχάσει ποτέ: ότι εκτός από τη χαμηλή πολιτική των αξιωμάτων και της εξουσίας, υπάρχει και η υψηλή πολιτική των κοινωνικών συμβολαίων και των σχεδίων ανάπτυξης που δίνουν μερίδιο και κρατούν θέση σε όλους.
 
* Ο κ. Μάνος Ματσαγγάνης είναι καθηγητής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή