Απελευθερωμένοι από την περασμένη Τρίτη 29 Ιουνίου είναι οι Ελληνες φορολογούμενοι (πολίτες και επιχειρήσεις) έχοντας καλύψει τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές που πρέπει να αποδώσουν στο κράτος το 2021.
Εκατόν εβδομήντα εννέα ημέρες εργαστήκαμε για να πληρώσουμε 71,9 δισ. ευρώ, ποσό που είναι σχεδόν διπλάσιο από αυτό που καταβάλλουν τα νοικοκυριά για την κάλυψη των βασικών αναγκών τους. Αν συνυπολογιστεί το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης για το 2021, το οποίο αντιπροσωπεύει μελλοντικούς φόρους, τότε η ημέρα φορολογικής ελευθερίας για το 2021 θα έρθει σε 42 ημέρες και συγκεκριμένα τη 10η Αυγούστου.
Σύμφωνα με την έκθεση του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών – Μάρκος Δραγούμης (ΚΕΦίΜ), σχεδόν τον μισό χρόνο οι Ελληνες δουλεύουν για να συντηρούν το κράτος. Και δυστυχώς, όπως προκύπτει από την έρευνα, η έλλειψη εμπιστοσύνης σε συνδυασμό με τις φορολογικές επιβαρύνσεις κατατάσσουν την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των 26 χώρων του δείγματος. Και αν η φορολογική επιβάρυνση των Ελλήνων είναι αντίστοιχη με αυτή των Γερμανών και μεγαλύτερη από αυτή των Σουηδών, των Φινλανδών και των Ιταλών, ωστόσο η ικανοποίηση των Ελλήνων από τις κρατικά παρεχόμενες υπηρεσίες Υγείας και Παιδείας, καθώς και από τη Δικαιοσύνη, είναι από τις χαμηλότερες μεταξύ των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ. Δηλαδή στις παροχές είμαστε μια βαλκανική χώρα.
Μαζί με την Ελλάδα στην ομάδα με τον χαμηλότερο βαθμό αποτελεσματικότητας των κοινωνικών μεταβιβάσεων και τις περισσότερες ημέρες εργασίας για το κράτος βρίσκονται η Γερμανία, η Ολλανδία, η Τσεχία και η Ιταλία. Στις χώρες με τον υψηλότερο βαθμό αποτελεσματικότητας των κοινωνικών μεταβιβάσεων και τις λιγότερες ημέρες εργασίας για το κράτος βρίσκονται η Ιρλανδία και η Λιθουανία.
Πάντως την τελευταία τριετία κάτι φαίνεται να αλλάζει. Από τις 186 ημέρες εργασίας που χρειάζονταν πολίτες και επιχειρήσεις για να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, το 2019 περιορίσθηκαν στις 181, το 2020 στις 175 και το τρέχον έτος στις 179. Βέβαια, οι ημέρες εργασίας αυξήθηκαν ραγδαία τα χρόνια των μνημονίων και συγκεκριμένα από τις 147 ημέρες εργασίας το 2009 έφθασαν όπως προαναφέρθηκε στις 186 ημέρες το 2018.
Από την ανάλυση της έκθεσης προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
1. Το 2021 δουλέψαμε 75 ημέρες για την πληρωμή έμμεσων φόρων, 60 ημέρες για την πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών, 43 ημέρες για την πληρωμή άμεσων φόρων και 1 ημέρα για την πληρωμή των φόρων κεφαλαίου.
2. Η συνολική επιβάρυνση πολιτών και επιχειρήσεων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές το 2021 ανέρχεται σε 71,9 δισ. και είναι σχεδόν διπλάσια από το ποσό που καταβάλλουν τα νοικοκυριά για την κάλυψη των βασικών τους αναγκών (ενδεικτικά: 44,4 δισ. το 2019 για διατροφή, ένδυση, στέγαση, οικιακά αγαθά, μεταφορές και επικοινωνίες, σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ.
3. Την εικοσαετία από το 1999 έως το 2018 προστέθηκαν 47 παραπάνω ημέρες εργασίας για το κράτος. Συγκεκριμένα το 1999 εργαστήκαμε 139 ημέρες, το 2012 περί τις 174 ημέρες, ενώ το 2018 φτάσαμε τις 186 ημέρες εργασίας για να πληρωθούν οι φόροι και οι εισφορές.
4. Η Ελλάδα καταγράφει μία από τις επτά υψηλότερες επιβαρύνσεις από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές για το 2019 (12 ημέρες πάνω από τον μέσο όρο) και χαμηλότερο βαθμό εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση σε σχέση με τον μέσο όρο για το 2020 (11 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τον μέσο όρο) ανάμεσα στις 23 ευρωπαϊκές χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία και για τους δύο δείκτες.
5. Η Ελλάδα καταγράφει χαμηλότερο βαθμό αποτελεσματικότητας της κοινωνικής πολιτικής, σε σχέση με τον μέσο όρο για το 2019, και είναι 24η ανάμεσα στις 26 ευρωπαϊκές χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, ενώ παράλληλα σημειώνει την 8η υψηλότερη επιβάρυνση από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές (14 ημέρες πάνω από τον μέσο όρο) στις 26 χώρες του δείγματος, για το ίδιο έτος.
Τα βάρη των μνημονίων
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΚΕΦίΜ, Αλέξανδρο Σκούρα, «τα διαχρονικά δεδομένα της ημέρας φορολογικής ελευθερίας αναδεικνύουν δύο σημαντικά συμπεράσματα: αφενός την εκτίναξη του φορολογικού βάρους που επωμίστηκαν πολίτες και επιχειρήσεις κατά την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας εξαιτίας των συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών εκείνης της περιόδου, και αφετέρου τη συγκράτηση αυτής της επικίνδυνης τάσης τα τελευταία δύο χρόνια. Βεβαίως, όπως καταδεικνύει ο συνυπολογισμός των ελλειμμάτων, που φέτος για πρώτη φορά εντάσσεται στη μεθοδολογία της ημέρας φορολογικής ελευθερίας, οι έκτακτες δαπάνες για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας είναι ένα δεδομένο που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής των επόμενων ετών. Αλλωστε, όπως επανειλημμένα και οδυνηρά έχει αποδειχθεί στην πράξη, όταν τα ελλείμματα δεν αντιμετωπίζονται με τη δέουσα προσοχή, το κόστος που εντέλει θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι πολίτες θα είναι δυσβάσταχτο».