Εκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα των δαπανών που πραγματοποιούν οι φορολογούμενοι με ηλεκτρονικά μέσα σε κλάδους και επαγγέλματα τα οποία βρίσκονται ψηλά στη λίστα της φοροδιαφυγής προβλέπει το μεταρρυθμιστικό σχέδιο του υπουργείου Οικονομικών.
Συγκεκριμένα, ο σχεδιασμός της κυβέρνησης προβλέπει την περαιτέρω διεύρυνση της φορολογικής βάσης, με ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών μέσω της παροχής κινήτρων για συγκεκριμένα φορολογικά έτη (2021 έως και 2025), όπως έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα του φυσικού προσώπου ποσοστού 30% των δαπανών απόκτησης αγαθών και λήψης υπηρεσιών που πραγματοποιούνται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής σε ορισμένους τομείς της οικονομίας στους οποίους παρατηρείται υψηλή φοροδιαφυγή. Δηλαδή, στην περίπτωση που κάποιος πραγματοποιήσει δαπάνη ύψους 1.000 ευρώ, θα έχει έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα ύψους 300 ευρώ.
Τα επαγγέλματα
Στη λίστα με τα επαγγέλματα που οι ηλεκτρονικές αποδείξεις θα οδηγούν σε έκπτωση περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων:
• Εκπαίδευση.
• Ψυχαγωγία.
• Υπηρεσίες υγείας.
• Συνεργεία αυτοκινήτων.
• Επισκευές ακινήτων.
• Κομμωτήρια.
• Ταξιδιωτικές υπηρεσίες.
• Μικρά καταστήματα τροφίμων.
• Δικηγόροι.
• Γυμναστήρια.
• Υδραυλικοί, ελαιοχρωματιστές και γενικότερα όσοι ασχολούνται στον κλάδο της οικοδομής.
Οπως προκύπτει από μελέτη του ΙΟΒΕ, δεκάδες κλάδοι που δραστηριοποιούνται στην παροχή υπηρεσιών και οι οποίοι διαχρονικά βρίσκονται ψηλά στις λίστες της φοροδιαφυγής αποφεύγουν τις συναλλαγές με κάρτες. Ενώ οι υπηρεσίες είχαν 59,7% μερίδιο στην ιδιωτική κατανάλωση το 2019, στην αξία των πληρωμών με κάρτα το μερίδιό τους περιορίζεται σε 31,3%.
Ιδιαίτερα περιορισμένη είναι η διείσδυση της χρήσης καρτών στην εκπαίδευση, στις επαγγελματικές υπηρεσίες και στις επισκευές, ενώ –παρά την πρόοδο που σημειώθηκε–υπάρχει περιθώριο για σημαντική περαιτέρω αύξηση της χρήσης καρτών στην εστίαση.
Η πραγματικότητα
Η έκπτωση που προσφέρεται δεν είναι σίγουρο ότι θα φέρει αποτελέσματα στα δημόσια ταμεία. Και αυτό, καθώς συνήθως οι επαγγελματίες που είθισται να μην εκδίδουν αποδείξεις χαρίζουν ολόκληρο τον ΦΠΑ στον πελάτη. Ο επαγγελματίας, από την άλλη, είναι κερδισμένος καθώς δεν θα φορολογηθεί για το ποσό που εισέπραξε. Για παράδειγμα, στην περίπτωση που κάποιος πραγματοποιήσει υδραυλικές εργασίες στο σπίτι του: το κόστος ανέρχεται στο ποσό των 1.500 ευρώ, στην περίπτωση που εκδοθεί απόδειξη το κόστος ανεβαίνει στα 1.860 ευρώ, ενώ χωρίς απόδειξη θα καταβληθούν «μαύρα» 1.500 ευρώ.
Εφόσον λοιπόν εκδοθεί απόδειξη (1.860 ευρώ), θα μειωθεί το φορολογητέο εισόδημα κατά 558 ευρώ (δηλαδή το 30% της δαπάνης). Εφόσον ο ανωτέρω φορολογούμενος δηλώνει εισοδήματα ύψους 10.000 ευρώ, αντί να πληρώσει στην εφορία 900 ευρώ θα καταβάλει 849,78. Στην περίπτωση της μη έκδοσης απόδειξης κερδίζει 360 ευρώ, ενώ στην άλλη περίπτωση 50,22 ευρώ.
Η μικρή έκπτωση, όπως προαναφέρθηκε, δεν αναμένεται να επιφέρει οφέλη στον κρατικό κορβανά, εκτός και εάν συνοδευτεί με πρόσθετα κίνητρα. Είναι εξαιρετικά πιθανό το Δημόσιο να συνεχίσει να μην εισπράττει τον ΦΠΑ από τους κλάδους που φιγουράρουν στις πρώτες θέσεις της φοροδιαφυγής, ενώ ταυτόχρονα η παραοικονομία θα συνεχιστεί, χάνοντας το Δημόσιο την ευκαιρία να διευρύνει τη φορολογική βάση.
Παράλληλα θα θεσμοθετηθούν και επιπλέον κίνητρα που συνδέονται με κληρώσεις δώρων και χρηματικών ποσών, ενώ θα διευρυνθεί η περίμετρος υποχρεωτικής χρήσης τερματικών POS στο σύνολο της οικονομίας.