Συνεχίζεται και κλιμακώνεται έστω και αθόρυβα ο νέος εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το Πεκίνο, με την κυβέρνηση Μπάιντεν να προσθέτει τουλάχιστον άλλες 10 κινεζικές επιχειρήσεις στη μαύρη λίστα, μετά τις πέντε που προσέθεσε τον περασμένο μήνα. Σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ του αμερικανικού δικτύου CNBC επικαλούμενο πηγές της Ουάσιγκτον, η επιχειρηματολογία θα είναι και πάλι η ίδια και θα αφορά τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην πόλη Σινγκιάνγκ. Eχει προηγηθεί σχετική ανακοίνωση του αμερικανικού υπουργείου Εμπορίου, που τον περασμένο μήνα προσέθεσε πέντε επιχειρήσεις και κινεζικούς φορείς στη μαύρη λίστα, επικαλούμενο καταγγελίες για εξαναγκαστική εργασία στην απομακρυσμένη περιοχή της δυτικής Κίνα. Από την πλευρά του το Πεκίνο αρνείται τις κατηγορίες τόσο για γενοκτονία όσο και για εξαναγκαστική εργασία στην πόλη Σινγκιάνγκ. Υποστηρίζει, άλλωστε, ότι οι πολιτικές που εφαρμόζει όταν είναι αυταρχικές υπαγορεύονται από την ανάγκη να ελέγξει τις αποσχιστικές οργανώσεις ή τις ακραίες θρησκευτικές σέχτες που έχουν διοργανώσει συνωμοσίες και έχουν καλλιεργήσει εντάσεις μεταξύ κυρίως της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων και της μεγαλύτερης εθνοτικά ομάδας της χώρας, της φυλής των Χαν.
Μία από τις πηγές ανέφερε πως η κυβέρνηση σχεδιάζει να προσθέσει 14 κινεζικές εταιρείες στη σχετική λίστα, χωρίς, ωστόσο, να δώσει πληροφορίες σχετικά για το ποιες εταιρείες πρόκειται. Οι πηγές της Ουάσιγκτον τόνισαν πάντως ότι αναμένεται να προστεθούν στη μαύρη λίστα και εταιρείες άλλων χωρών. Ως προς τις πρακτικές συνέπειες που έχει η καταχώριση μιας ξένης εταιρείας στη μαύρη λίστα, συνίστανται κυρίως στην υποχρέωση των εταιρειών να υποβάλουν αίτηση για ειδική άδεια στο αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου και να υποστούν διεξοδικούς ελέγχους όταν θέλουν να λάβουν προϊόντα και εξαρτήματα από αμερικανικές επιχειρήσεις-προμηθευτές τους. Σε ό,τι αφορά τις πέντε κινεζικές επιχειρήσεις που προσέθεσε το υπουργείο στη μαύρη λίστα τον περασμένο μήνα, στη σχετική ανακοίνωσή του τονίζει ότι στόχος της κίνησης είναι να πλήξει «τη δυνατότητα αυτών των πέντε επιχειρήσεων», μεταξύ των οποίων κινεζικά φωτοβολταϊκά της εταιρείας Hoshine Silicon Industry, «να έχουν πρόσβαση σε εμπορεύματα, λογισμικό και τεχνολογία και εντάσσονται στην προσπάθεια της Ουάσιγκτον να αναλάβει αποφασιστική δράση κατά των αυταρχικών πολιτικών του Πεκίνου».
Στο μεταξύ, στην αντεπίθεση φαίνεται να περνάει για ακόμη μία φορά το Πεκίνο καθώς υιοθετεί τη ρητορική της Δύσης αλλά και την προσέγγιση των δυτικών χωρών, της Ε.Ε. και των ΗΠΑ στο θέμα των ξένων επενδύσεων, των περιορισμών που τις διέπουν και των κινδύνων που αυτές εγκυμονούν.
Μέσω του υπουργείου Εμπορίου ανακοινώνει ότι σκοπεύει να ασκεί πιο ενδελεχή έλεγχο στις ξένες επενδύσεις εντός Κίνας και να τις εξετάζει προσεκτικά με κριτήριο το κατά πόσον απειλούν την εθνική ασφάλεια της χώρας. Οι προτεραιότητες του κινεζικού υπουργείου, που ανακοινώθηκαν δημοσίως μέσα στην εβδομάδα, αφορούν τα «μέτρα για την εξέταση των ξένων επενδύσεων με κριτήριο την ασφάλεια». Μεταξύ άλλων τα μέτρα αυτά προβλέπουν εκτεταμένους ελέγχους σε οποιοδήποτε επενδυτικό σχέδιο ξένου παράγοντα αποβλέπει σε σχέσεις με τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας, τις αγροτικές καλλιέργειες αλλά και τα προϊόντα ενέργειας και τεχνολογίας.
Σε ειδικό τμήμα της σχετικής ανακοίνωσης που αναφέρεται συγκεκριμένα στους κινδύνους από τις ξένες επενδύσεις, το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου τονίζει πως η νέα πολιτική «θα βελτιώσει το σύστημα περιφρούρησης της εθνικής ασφάλειας από τους κινδύνους των ξένων επενδύσεων, εγκαινιάζοντας έρευνες στις ξένες επενδύσεις που έχουν αντίκτυπο ή θα μπορούσαν να έχουν αντίκτυπο στην εθνική ασφάλεια». Υπογραμμίζει, άλλωστε, ότι επεκτείνει τους διεξοδικούς ελέγχους σε οποιονδήποτε τομέα θα μπορούσε να τοποθετηθεί το ξένο κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένων των τηλεπικοινωνιών, του Ιντερνετ, της Παιδείας και της Υγείας. Παράλληλα, όμως, προσθέτει πως θα χαλαρώσει τους κανονισμούς που διέπουν τις στρατηγικές επενδύσεις ξένου κεφαλαίου σε εταιρείες εισηγμένες στο χρηματιστήριο. Σημειωτέον ότι έχει προηγηθεί το πρόγραμμα των επόμενων 14 ετών που ανακοίνωσε η κινεζική ηγεσία τον Μάρτιο, παρά την πάγια τακτική του Πεκίνου να θέτει οικονομικούς και αναπτυξιακούς στόχους κάθε πέντε χρόνια. Την ίδια τακτική ακολουθούν παράλληλα τα διάφορα κλιμάκια της κινεζικής ηγεσίας και των τοπικών και περιφερειακών αρχών, που δίνουν στη δημοσιότητα λεπτομέρειες για τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζουν να κινηθούν ώστε να εφαρμόσουν τους εθνικούς στόχους της χώρας.
Οπως τονίζουν οικονομικοί αναλυτές και παρατηρητές, η νέα πολιτική που εξήγγειλε το Πεκίνο δεν συνεπάγεται αυτομάτως και συγκεκριμένα έμπρακτα μέτρα για τις κινεζικές αρχές. Σηματοδοτεί, ωστόσο, την πρόθεση του Πεκίνου να ασκήσει αυστηρότερους ελέγχους στις ξένες επενδύσεις στη χώρα.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι αμερικανικές επιχειρήσεις είναι αυτές που έχουν προσκρούσει σε πολύ περισσότερους περιορισμούς στην προσπάθειά τους να επενδύσουν και να δραστηριοποιηθούν στην Κίνα. Τα τελευταία χρόνια, πάντως, η Ουάσιγκτον έχει εντείνει τους ελέγχους που ασκεί στις κινεζικές επενδύσεις εντός των ΗΠΑ.