Σε πρόσφατο άρθρο είχα μοιραστεί τον προβληματισμό μου για την ανάπτυξη διαφορετικών μηχανισμών και τύπων φορολόγησης ανά την υφήλιο για τα κέρδη που προκύπτουν από την ψηφιοποίηση της οικονομίας. Η παράλληλη εφαρμογή τους θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγάλη φορολογική ασάφεια και σειρά διενέξεων και δυσχερειών μεταξύ των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται διασυνοριακά αλλά και των κατά τόπους φορολογικών αρχών.
Στο πλαίσιο αυτό, η συμφωνία του G7 στις 5 Ιουνίου, η κοινή διακήρυξη 132 χωρών του ΟΟΣΑ την 1η Ιουλίου και η συμφωνία των υπουργών Οικονομικών του G20 την περασμένη εβδομάδα στη Βενετία, για μια λύση 2 πυλώνων προς αντιμετώπιση των φορολογικών προκλήσεων της ψηφιοποίησης της οικονομίας και την επιβολή ενός ελάχιστου παγκόσμιου εταιρικού φορολογικού συντελεστή, είναι ένα σημαντικό βήμα στην πορεία προς μια παγκόσμια φορολογική μεταρρύθμιση.
Βασικά σημεία της είναι: α) η δέσμευση για μια δίκαιη λύση για την κατανομή των φορολογικών δικαιωμάτων (Πυλώνας 1), με τις λεγόμενες δικαιοδοσίες αγοράς (όπου πωλούνται τα αγαθά και παρέχονται οι υπηρεσίες) να έχουν φορολογικά δικαιώματα επί τουλάχιστον 20% του κέρδους που υπερβαίνει ένα περιθώριο κερδοφορίας 10% για τις μεγαλύτερες και πιο κερδοφόρες πολυεθνικές επιχειρήσεις με ετήσια ενοποιημένα έσοδα άνω των 20 δισ. ευρώ, β) η κατάργηση όλων των φόρων ψηφιακών υπηρεσιών και παρόμοιων μέτρων που ισχύουν σε εθνικό επίπεδο και γ) η εισαγωγή ενός ελάχιστου παγκόσμιου φορολογικού συντελεστή εταιρικών κερδών 15% ανά χώρα (Πυλώνας 2) για εταιρείες με ετήσια ενοποιημένα έσοδα άνω των 750 εκατ. ευρώ, κατ’ αρχήν εξαιρουμένων των κυβερνητικών οντοτήτων και των διεθνών οργανισμών, των μη κερδοσκοπικών φορέων, των συνταξιοδοτικών και επενδυτικών ταμείων και των εσόδων της διεθνούς ναυτιλίας.
Ομως, παρ’ όλη τη σημασία του, αυτό το βήμα είναι μόνο ένα από τα πολλά πριν επιτευχθεί διεθνής συναίνεση, συμφωνηθεί ένα πλαίσιο εφαρμογής και οι νέοι κανόνες ισχύσουν παγκοσμίως. Αυτό αποδεικνύεται από την άρνηση χωρών όπως η Ιρλανδία και η Ουγγαρία να υπογράψουν την κοινή διακήρυξη του ΟΟΣΑ.
Η συμφωνία του G20 στη Βενετία είναι επίσης κομβική για την επίτευξη διεθνούς συναίνεσης. Απαιτείται όμως πολλή δουλειά ακόμη για τον σχεδιασμό και ανακαθορισμό των θεσμικών πλαισίων και συμβάσεων αποφυγής διπλής φορολογίας που θα ρυθμίσουν τα ζητήματα του υπολογισμού, της κατανομής και καταβολής των πρόσθετων εταιρικών φόρων που θα προκύψουν από το νέο πλαίσιο, αλλά και για την εναρμόνισή του με τις εθνικές νομοθεσίες που φορολογούν ήδη την ψηφιακή οικονομία και θα πρέπει να καταργηθούν.
Αυτό εγείρει ποικιλία θεμάτων και προκλήσεων, ίσως και την ανάγκη ενός πολυμερούς μηχανισμού (MLI) για τον Πυλώνα 1, με ανοιχτό το ποιες χώρες θα προσχωρήσουν σε αυτόν. Και δεν πρέπει να παραβλέπουμε τις συνθήκες και το σύνθετο νομοθετικό πλαίσιο της Ε.Ε., με την υποχρέωση ομοφωνίας επί δημοσιονομικών θεμάτων.
Είναι πιθανόν να χρειαστούν περισσότερα από τα δύο χρόνια που ορίζει η διακήρυξη των 132 χωρών του ΟΟΣΑ, με φιλόδοξο στόχο έναρξης του νέου πλαισίου το 2023. Στα χρόνια αυτά, οι φορολογούμενοι που δραστηριοποιούνται σε διεθνές επίπεδο και επηρεάζονται από τις επικείμενες αλλαγές θα αντιμετωπίσουν σειρά προκλήσεων και ενδεχομένως διενέξεων, στο μέτρο που οι εμπλεκόμενες χώρες δεν θα εφαρμόσουν το νέο πλαίσιο στον ίδιο χρόνο και με τον ίδιο τρόπο.
Εν κατακλείδι, μια ισχυρή, δίκαιη διεθνής συμφωνία, που ισορροπεί τον ανταγωνισμό μεταξύ επιχειρήσεων και χωρών, αποκαθιστώντας τη σταθερότητα και τη βεβαιότητα, θα ωφελήσει όλους τους ενδιαφερομένους. Ορισμένες βασικές λεπτομέρειες δεν έχουν συμφωνηθεί ακόμη και οι εμπλεκόμενες κυβερνήσεις θα πρέπει να εμβαθύνουν σημαντικά διασφαλίζοντας τη συνεπή και ομοιόμορφη εφαρμογή του νέου πλαισίου, από το οποίο ωφελημένη σε θέματα κάμψης του φορολογικού ανταγωνισμού και προσέλκυσης επενδύσεων, αλλά και διεύρυνσης της φορολογικής βάσης των τεχνολογικών κολοσσών που δραστηριοποιούνται σε αυτή, θα μπορούσε να είναι και η χώρα μας.
* O κ. Αγις Μοσχοβάκος είναι Tax Partner, PwC Ελλάδας.