Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μόλις που είχε αρχίσει να παρουσιάζει τη νέα στρατηγική νομισματικής πολιτικής προ ημερών, όταν άφησε να εννοηθεί ότι έχει τη συναίνεση των Γερμανών. Αναφέρθηκε εν τάχει στη γενική συναίνεση αποκαλύπτοντας πως έχει τη στήριξη του επικεφαλής της Bundesbank Γενς Βάιντμαν, καθιστώντας σαφές πως η συντηρητική κεντρική τράπεζα της οποίας ηγείται επέλεξε να συνεργαστεί αντί να αντιπαρατεθεί και συμφωνεί με τη νέα στάση.
Αν συγκρίνουμε αυτή τη στάση με τις συνήθεις συγκρούσεις της Bundesbank με την ΕΚΤ, γίνεται εμφανές ότι πράγματι η αναθεώρηση της στρατηγικής της τράπεζας έχει οδηγήσει σε μια νέα προσέγγιση.
Σύμφωνα με τον Γκούντραμ Βολφ, διευθυντή του Ινστιτούτου Bruegel στις Βρυξέλλες, «έχει επέλθει ειρήνη στις σχέσεις τους, καλύτερη συνεργασία αλλά και η συνειδητοποίηση πως πρέπει να συμπορευτούν». Η ανάληψη της προεδρίας της ΕΚΤ από τη Λαγκάρντ και το διαφορετικό στυλ της από τον προκάτοχό της, Μάριο Ντράγκι, στάθηκε καθοριστική για την επανεκκίνηση των σχέσεων με την Bundesbank. Δεδομένου δε ότι επίκεινται εκλογές στη Γερμανία, η κ. Λαγκάρντ αναγνωρίζει την ανάγκη να υπογραμμίσει τη στήριξή της στο ευρώ εν μέσω εντεινόμενου σκεπτικισμού για πολλές πολιτικές της Τράπεζας, όπως τα αρνητικά επιτόκια.
Η πρώτη δοκιμασία της νέας στρατηγικής και της νεοπαγούς συναίνεσης θα λάβει χώρα την Πέμπτη στη συνεδρίαση του Δ.Σ., από την οποία θα προκύψει η νέα καθοδήγηση προς τις αγορές.
Στις 8 Ιουλίου η κ. Λαγκάρντ ανακοίνωσε ότι τίθεται στόχος για τον πληθωρισμό το 2%, ενώ τα στελέχη της θα στηρίξουν την ανάπτυξη και θα υπάρξει ανοχή αν ο δείκτης υπερβεί τον στόχο. Η αμερικανική Fed, αντιθέτως, έχει ανακοινώσει από το περασμένο έτος ότι υιοθετεί έναν μέσο όρο πληθωρισμού 2% σε ένα κάποιο βάθος χρόνου. «Δεν αγωνιούμε ούτε για χαμηλότερα ούτε για υψηλότερα επιτόκια», σχολίασε ο κ. Βάιντμαν μετά τις ανακοινώσεις της κ. Λαγκάρντ. Η Bundesbank έδωσε, άλλωστε, κατευθυντήριες γραμμές σχετικές με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αντί για τις τολμηρές προσεγγίσεις που χειρίζονται καλύτερα οι κυβερνήσεις. Το αποτέλεσμα αυτής της συναίνεσης είναι μια νομισματική πολιτική που, σύμφωνα με τους παρατηρητές, κινείται σε μια πιο αναπτυξιακή κατεύθυνση, αλλά λαμβάνει υπόψη τις ευαισθησίες ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος με ιδιαίτερο ρόλο στη νομισματική ένωση, δεδομένου ότι υπήρξε το πρότυπο της ΕΚΤ όταν αυτή δημιουργήθηκε, το 1998. Ετσι, ο Οτμαρ Ισινγκ, που διετέλεσε στέλεχος της Bundesbank και πρώτος κορυφαίος οικονομολόγος της ΕΚΤ, δήλωσε ικανοποιημένος «που η ΕΚΤ αντιστάθηκε στον πειρασμό να πετάξει όλη τη στρατηγική της». Ο ίδιος χαρακτήρισε «ορθή πολιτική, που άργησε να γίνει, την αλλαγή του στόχου του πληθωρισμού στο 2%».
Είναι, αντιθέτως, πιο επικριτικός ο Γιούργκεν Σταρκ, πρώην πρόεδρος της Bundesbank, που διαδέχθηκε τον Ισινγκ το 2006, ο οποίος εξέφρασε αμφιβολία για το κατά πόσον η νέα στρατηγική θα παρέχει σαφήνεια και ευελιξία. Ολα αυτά προδίδουν τις δυσκολίες που θα είχε αντιμετωπίσει η Λαγκάρντ αν δεν είχαν συναινέσει οι Γερμανοί.
Οι αντιπαραθέσεις που έχουν κατά καιρούς εκδηλωθεί ανάμεσα στην ΕΚΤ και στην Bundesbank εξέθρεψαν το στερεότυπο της γερμανικής κεντρικής τράπεζας ως ενός υπερορθόδοξου κολοσσού, που περιστασιακά έχει και στιγμές πραγματισμού. Η κ. Λαγκάρντ γνωρίζει πως η συναίνεση για τη στρατηγική της Τράπεζας δεν διασφαλίζει υποστήριξη κατά την εφαρμογή του σχεδίου της. Την περασμένη εβδομάδα δήλωσε στους Financial Times πως δεν έχει ψευδαισθήσεις ότι οι αποφάσεις ήταν όντως ομόφωνες.