Με τις μέρες να μετρούν αντίστροφα, εμπειρογνώμονες, φορείς και οργανώσεις διατυπώνουν αποκλίνουσες απόψεις για την εξέλιξη του κατώτατου μισθού. Την ερχόμενη Δευτέρα, το υπουργικό συμβούλιο θα λάβει τη σχετική απόφαση έπειτα από εισήγηση του υπουργού Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη, έχοντας υπόψη και το σχέδιο πορίσματος – διαβούλευσης για τη διαδικασία διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού, το οποίο υπέβαλε το ΚΕΠΕ στο υπουργείο Εργασίας.
Στο πόρισμα η ΓΣΕΕ υποστηρίζει την αύξησή του κατά 15,4% ώστε να διαμορφωθεί στα επίπεδα των 751 ευρώ, ενώ οι εργοδότες προτείνουν τη διατήρησή του στα σημερινά επίπεδα ή την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος μέσω της μείωσης των ασφαλιστικών κρατήσεων.
Από την πλευρά του το ΚΕΠΕ σημειώνει ότι «εφόσον αποκατασταθεί η ομαλότητα στην οικονομία και αυτή καταγράψει συστηματικά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης του κατώτατου μισθού. Την τρέχουσα περίοδο με την έντονη αβεβαιότητα που υφίσταται, ενώ η οικονομία ακόμα έχει περιορισμούς στη λειτουργία της και τα μέτρα στήριξης συνεχίζουν να υφίστανται, θεωρούμε ότι δεν είναι σκόπιμο να υπάρξει κάποια επιπλέον διαταραχή στην αγορά εργασίας».
Οπως τονίζεται στο πόρισμα, η όποια μεταβολή στο ύψος του κατώτατου μισθού προκειμένου να έχει τις λιγότερες δυνατές αρνητικές επιπτώσεις, είναι καλό να έχει ευρύτερη αποδοχή από τους κοινωνικούς εταίρους. Στην προηγούμενη διαβούλευση του 2018, πριν από την πιο πρόσφατη μεταβολή του κατώτατου μισθού, υπήρχε γενικά, κυρίως λόγω της καλής πορείας της ελληνικής οικονομίας, μια σχετική σύγκλιση στο να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός. Αντιθέτως, αυτή τη φορά υπάρχει μεγάλη απόκλιση μεταξύ των προτάσεων των κοινωνικών εταίρων.
Οι εργοδοτικοί φορείς
Συγκεκριμένα, οι εργοδοτικοί φορείς προκρίνουν τη διατήρηση του κατώτατου μισθού στο σημερινό του επίπεδο, ενώ ορισμένοι αναφέρουν ως μέτρο στήριξης των εργαζομένων και της εγχώριας ζήτησης την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος μέσω μείωσης των ασφαλιστικών, αλλά όχι των συνταξιοδοτικών, κρατήσεων. Στον αντίποδα, η ΓΣΕΕ προκρίνει αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 15,4%, με στόχο τα 751 ευρώ μηνιαίως άμεσα και με ορίζοντα περαιτέρω αύξησής του στα 809 ευρώ στους επόμενους 14 μήνες.
Κάποια από τα μέλη της επιτροπής εμπειρογνωμόνων έδωσαν περισσότερη έμφαση στην οικονομική αβεβαιότητα και στο γεγονός ότι το 2020 υπήρξε έτος αποπληθωρισμού και γενικά μεγάλης (αν και παροδικής και όχι συστημικής) ύφεσης. Αλλα μέλη της, αντιθέτως, έδωσαν περισσότερη έμφαση στις επίσημες προβλέψεις εθνικών και διεθνών φορέων και οργανισμών, που κάνουν λόγο για μια διαφαινόμενη ραγδαία ανάκαμψη, στη γενική τάση αύξησης του κατώτατου μισθού που εμφανίζεται σχεδόν παντού στην Ευρώπη ακόμα και σε καθεστώς πανδημίας, αλλά και στη –συνολικά– θετική αποτίμηση της αύξησης του 2019. Συνεπώς, ορισμένα μέλη της επιτροπής προτείνουν, υπό τις παρούσες συνθήκες, τη διατήρηση αμετάβλητου του νυν ισχύοντος κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, ενώ άλλα μέλη της προτείνουν αύξησή του σε ποσοστό έως και 4%. Σε κάθε περίπτωση, τόσο το ΚΕΠΕ όσο και τα μέλη της επιτροπής θεωρούν ότι οι αποφάσεις είναι σκόπιμο να μην είναι ξαφνικές και να μην ανατρέπουν τον οικονομικό προγραμματισμό των επιχειρήσεων. Γενικότερα, η έγκαιρη αναγγελία τους καθώς και η ισχύς τους από την αρχή του επόμενου έτους θεωρούνται διεθνώς καλές πρακτικές.
Οι αυξήσεις επηρεάζουναρνητικά την απασχόληση στις μικρές επιχειρήσεις
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ που επικαλείται το ΚΕΠΕ, οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό στο σύνολο των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκαν διαχρονικά από 19,7% το 2016 σε 27,7% το 2020. Μάλιστα τη διετία 2018-2019 ο αριθμός των θέσεων εργασίας που αμείβονταν με τον κατώτατο μισθό αυξήθηκε κατά περίπου 121,4 χιλιάδες. Επιπλέον, σύμφωνα με την ΤτΕ, η αύξηση του ποσοστού των θέσεων εργασίας με κατώτατο μισθό την τελευταία τριετία είναι ένα γενικευμένο φαινόμενο, αφού καταγράφεται σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες επιχειρήσεων, ηλικιακές ομάδες εργαζομένων και κατηγορίες ανά επάγγελμα, τύπο απασχόλησης και τύπο σύμβασης εργασίας. Βάσει των δεδομένων, μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού του Φεβρουαρίου 2019, η μισθολογική επίδραση ήταν πιο περιορισμένη στις μεγάλες επιχειρήσεις, στις οποίες οι απασχολούμενοι είχαν κατά κανόνα καλύτερες αμοιβές.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι μικρές επιχειρήσεις, στις οποίες ο μέσος μισθός είναι πολύ κοντά στον κατώτατο, δηλαδή έχουν περισσότερους μισθωτούς που αμείβονται με τον κατώτατο, επηρεάστηκαν περισσότερο από την αύξηση του Φεβρουαρίου 2019. Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους.
Πρώτον, αμείβουν περισσότερους εργαζομένους με τον κατώτατο μισθό και δεύτερον το περιθώριο αντίδρασής τους με αλλαγή του μείγματος απασχόλησης είναι πιο περιορισμένο σε σύγκριση με τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Η ανάκαμψη της μισθωτής απασχόλησης στη μεγάλη κρίση ξεκίνησε το B΄ εξάμηνο του 2013, αφότου οι μέσοι μισθοί άρχισαν να μειώνονται. Σε αυτό, σημαντικό ρόλο έπαιξε τόσο η μείωση του κατώτατου μισθού το 2012 όσο και η νομοθετική κατάργηση της μετενέργειας των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, σε συνδυασμό με την αύξηση των επιχειρησιακών συμβάσεων.
Από την περιγραφική ανάλυση προκύπτει ότι η σχέση μεταξύ απασχολούμενων μισθωτών του ιδιωτικού τομέα και του ύψους του κατώτατου μισθού είναι αρνητική, ενώ φαίνεται να είναι πιο έντονη για τις μικρές επιχειρήσεις (επιχειρήσεις με λιγότερο από 10 απασχολούμενους). Eνδεχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10%, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη μεταβολές στην παραγωγή, θα οδηγήσει σε απώλειες θέσεων εργασίας κοντά στις 20.000 από τη σημερινή απασχόληση.
Στις μεγάλες επιχειρήσεις (10 άτομα και άνω) η σχέση μεταξύ απασχόλησης και κατώτατου μισθού προκύπτει στατιστικά μη σημαντική. Συνεπώς, καταλήγει το ΚΕΠΕ, οι όποιες μεταβολές του κατώτατου μισθού θα έχουν πιο δυσμενείς επιπτώσεις στην απασχόληση των μικρών επιχειρήσεων, όπου οι μέσοι μισθοί είναι πολύ κοντά στον κατώτατο μισθό. Μια εναλλακτική διατύπωση θα μπορούσε να είναι ότι οι αυξήσεις στους ελάχιστους μισθούς βλάπτουν τις μικρές και οριακές επιχειρήσεις, ενώ δεν ενοχλούν τόσο πολύ τις μεγαλύτερες, οι οποίες μπορούν σε κάποιον βαθμό να απορροφήσουν το όποιο συνεπαγόμενο αυξημένο εργατικό κόστος.