Μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων στο 2% το 2024 και επάνοδο σε μια «ουσιαστική μερισματική πολιτική από το 2023» προβλέπει το επιχειρησιακό σχέδιο της διοίκησης της Alpha Bank, όπως το περιέγραψε χθες ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας Βασίλης Ράπανος, μιλώντας στη γενική συνέλευση των μετόχων. Μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής Galaxy, η διοίκηση της Alpha Bank έχει ανακοινώσει πρόσθετες τιτλοποιήσεις και πωλήσεις δανείων ύψους 8,1 δισ. ευρώ, αξιοποιώντας, σύμφωνα με τον κ. Ράπανο, την ισχυρή κεφαλαιακή της θέση, η οποία, σύμφωνα με το περιοδικό «The Banker», κατατάσσει την τράπεζα στην 179η θέση μεταξύ των 1.000 ισχυρότερων τραπεζών παγκοσμίως.
Αναφερόμενος στο μακροοικονομικό περιβάλλον ο κ. Ράπανος σημείωσε ότι «οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι παραμένουν, παρά το γεγονός ότι η επεκτατική πολιτική του 2020-21 είναι ένα γενικευμένο φαινόμενο», υπογράμμισε ωστόσο την ευκαιρία που δημιουργεί για τη χώρα το Ταμείο Ανάκαμψης, που όπως σημείωσε αποτελεί πρόκληση και για το τραπεζικό σύστημα, το οποίο καλείται να επιλέξει τα βιώσιμα επενδυτικά σχέδια, να κινητοποιήσει επενδυτικά κεφάλαια και να συνδράμει στην ανάπτυξη της χώρας. Ο πρόεδρος της Alpha Bank σημείωσε ότι «η ταχεία απορρόφηση των πόρων από το Next Generation EU μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στην αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της χώρας ώστε να διασφαλίζεται το αξιόχρεό της, χωρίς να υπάρχει η ανάγκη της στροφής στις αυστηρές πολιτικές λιτότητας του παρελθόντος που θα εγκλώβιζαν τη χώρα σε στασιμότητα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων που θα ενισχύσουν τη δυναμική της ανάπτυξης και θα έχει ως συνέπεια τη μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, και με την προεξόφληση της μεσοπρόθεσμης δυναμικής στις αγορές, η οποία θα οδηγήσει ταχύτερα τη χώρα σε επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας, με αποτέλεσμα να μειωθεί το κόστος δανεισμού για το ελληνικό Δημόσιο και κατά συνέπεια το ύψος του δημόσιου χρέους. Επιπλέον, τα επενδυτικά σχέδια του Ταμείου Ανάκαμψης μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση της ποιότητας και της δομής των ελληνικών τραπεζών, γεγονός που συνιστά βασικό κριτήριο αξιολόγησης της χώρας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.
Στην προοπτική αυτή, όπως υπογράμμισε ο διευθύνων σύμβουλος της Alpha Bank Βασίλης Ψάλτης, η τράπεζα ολοκλήρωσε την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου 800 εκατ. ευρώ, «την πρώτη με αναπτυξιακά χαρακτηριστικά στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα μετά το 2008, εδραιώνοντας θέση σηματωρού στις επιχειρηματικές επενδύσεις που θα κινητοποιηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης». Παράλληλα, η τράπεζα προωθεί πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της κερδοφορίας με στόχο την επίτευξη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων 10% και την ενίσχυση των πηγών εσόδων με στρατηγικές κινήσεις, όπως η συνεργασία με την Generali και η επανατοποθέτηση των διεθνών δραστηριοτήτων του ομίλου. Σε ό,τι αφορά τις χρηματοοικονομικές επιδόσεις της Alpha Bank, ο κ. Ψάλτης αναφέρθηκε στην ισχυρή κεφαλαιακή θέση της τράπεζας με βάση τον δείκτη κεφαλαίων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) που διαμορφώθηκε σε 17,3% και τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (CAD) που ανήλθε στο 18,4%, στο τέλος Δεκεμβρίου 2020, παρέχοντας απόθεμα κεφαλαίων ύψους 2 δισ. ευρώ έναντι του ελάχιστου απαιτούμενου εποπτικού ορίου (OCR), που διαμορφώνεται στο 14%. Προς την κατεύθυνση της ισχυρής κεφαλαιακής επάρκειας συνέβαλαν οι δύο εκδόσεις ομολόγων της κατηγορίας Tier II, συνολικού ύψους 1 δισ. ευρώ, επιτυγχάνοντας δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (CAD) ύψους 16,9%, λαμβανομένης υπόψη της επίπτωσης της συναλλαγής Galaxy.