Η πανδημία, οι επιπτώσεις της και οι προσπάθειες αντιμετώπισής τους έχουν οδηγήσει σε μια νέα εποχή την Ευρωζώνη: σε αυτήν της «τεράστιας δημοσιονομικής απόκλισης» μεταξύ των χωρών, σημειώνει ο οίκος αξιολόγησης Fitch Ratings, η οποία φυσικά «βαραίνει» τις υπερχρεωμένες χώρες.
Τη μόνη λύση σε αυτό το «βουνό» χρέους αποτελεί η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και η αύξηση των επενδύσεων. Σε αυτό το πλαίσιο το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί τη μεγάλη ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί, επισημαίνει ο οίκος. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η στήριξη της ΕΚΤ, η οποία αναγκαστικά θα συνεχιστεί για πολύ καιρό ακόμη, αναμένεται να διασφαλίσει τουλάχιστον την περαιτέρω μείωση του κόστους εξυπηρέτησής του.
Πιο αναλυτικά, όπως αναφέρει η Fitch, η ύφεση και οι δημοσιονομικές «απαντήσεις» που προκάλεσε η πανδημία έχουν οδηγήσει σε απότομη αύξηση του δημόσιου χρέους εντός της Ευρωζώνης, αλλά υπάρχουν μεγάλες διακυμάνσεις μεταξύ των χωρών, καθώς το σοκ αποδείχθηκε ότι έχει αρκετά ασύμμετρη επίδραση. Οι χώρες που παρουσίασαν μεγαλύτερη συρρίκνωση του ΑΕΠ, και όπου τα δημοσιονομικά ελλείμματα έφτασαν σε υψηλότερα επίπεδα, είναι αυτές που εισήλθαν στην κρίση με εξαιρετικά υψηλούς δείκτες χρέους προς ΑΕΠ και απέτυχαν να μειώσουν το χρέος κατά τη διάρκεια των «καλών εποχών».
Η πανδημία έχει διευρύνει αυτές τις διαφορές στα επίπεδα δημόσιου χρέους. Για παράδειγμα, όπως επισημαίνει, η διαφορά στα επίπεδα χρέους μεταξύ της Γερμανίας και ορισμένων από τις χώρες που χτυπήθηκαν περισσότερο από την COVID έφτασε σε επίπεδα-ρεκόρ το 2020 και οι προβλέψεις της Fitch υποδηλώνουν ότι θα παραμείνει σε γενικές γραμμές σταθερή μέχρι το 2023.
Αξίζει να σημειώσουμε πως για το διάστημα 2019-2021 η Fitch υπολογίζει πως η μεγαλύτερη αύξηση του δημόσιου χρέους θα καταγραφεί στην Ελλάδα και ακολουθούν η Ιταλία, η Ισπανία, η Μάλτα η Γαλλία, η Αυστρία, το Βέλγιο και η Σλοβακία.
Στήριξη από ΕΚΤ
Παρά τις απότομες αυξήσεις του δημόσιου χρέους, ο οίκος αναμένει ότι το κόστος εξυπηρέτησης θα μειωθεί περαιτέρω από τα ήδη πολύ χαμηλά επίπεδα, λόγω της εξαιρετικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Κατά την άποψη της Fitch, η αναθεώρηση της στρατηγικής της ΕΚΤ ενίσχυσε την πιθανότητα οι αγορές περιουσιακών στοιχείων μεγάλης κλίμακας να συνεχιστούν πολύ μετά την προγραμματισμένη ημερομηνία λήξης του PEPP, τον Μάρτιο του 2022.
Η νομισματική «σύσφιγξη», δηλαδή η απόσυρση της ποσοτικής χαλάρωσης, είναι επομένως πιθανό να συσχετιστεί στενά με την ταχύτερη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, η οποία και θα βοηθήσει στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Οι δημοσιονομικοί κανόνες
Οπως εκτιμά ο οίκος, πάντως, οι χώρες με χαμηλότερο χρέος είναι πιθανό να στρέψουν το επίκεντρο της πολιτικής τους προς τη μείωση των επιπέδων χρέους πριν από τις υπερχρεωμένες χώρες, των οποίων η εστίαση θα παραμείνει προς το παρόν στο να διασφαλίσουν ότι η δημοσιονομική τόνωση δεν θα αποσυρθεί πολύ νωρίς. Υπάρχει ωστόσο έλλειψη σαφήνειας σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε., οι οποίοι αποτελούν και τον πυλώνα της νομισματικής ένωσης. Οι κανόνες αναμένεται να αποκατασταθούν το 2023, αλλά οι πολιτικές εντάσεις στα κράτη-μέλη αυξάνονται σχετικά με το πώς ή εάν θα υπάρξει και μεταρρύθμισή τους, ενώ μπορεί επίσης να υπάρξει ευρύτερη απόκλιση απόψεων στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ. Η Fitch δεν αναμένει, πάντως, ότι αυτές οι εντάσεις θα οδηγήσουν σε απότομες κινήσεις στην αγορά κρατικών ομολόγων, αλλά προειδοποιεί ότι αποτελούν κίνδυνο για τις προοπτικές της πιστοληπτικής ικανότητας των χωρών της Ευρωζώνης.
Ενίσχυση ανάπτυξης
Σε αυτό το πλαίσιο η Fitch τονίζει ότι το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία. Η διαρκής μείωση του δημόσιου χρέους θα απαιτήσει ένα συνδυασμό συνεχούς αύξησης του ΑΕΠ και δημοσιονομικής εξυγίανσης για τα υπερχρεωμένα κράτη.
Οι πολιτικές και κοινωνικές προκλήσεις στις πιο αυστηρές δημοσιονομικές πολιτικές σημαίνουν ότι η αρχική έμφαση θα δοθεί στην ανάπτυξη. Αυτό καθιστά την αποτελεσματική χρήση των επιχορηγήσεων της Ε.Ε. ιδιαίτερα σημαντική για την αποκατάσταση της οικονομικής και δημοσιονομικής ζημίας που προκλήθηκε από την πανδημία. Αποτελεί επίσης μια ευκαιρία ενίσχυσης της βραχυπρόθεσμης ανάπτυξης και του πιο μακροπρόθεσμου αναπτυξιακού δυναμικού μέσω επενδυτικών προγραμμάτων και οικονομικών μεταρρυθμίσεων, χωρίς σημαντική αύξηση των άμεσων δημοσιονομικών πιέσεων.