Στα 16,5 τρισ. δολάρια έχει φτάσει πλέον η αξία των ομολόγων με αρνητική απόδοση, καθώς συνεχίζεται το ράλι, με τους επενδυτές να επιστρέφουν ενθουσιωδώς στο κρατικό χρέος μεγάλων οικονομιών και ιδιαιτέρως στα ομόλογα ΗΠΑ, Γερμανίας, Ιαπωνίας και Γαλλίας. Οπως τονίζει σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, η αξία του κρατικού χρέους με αρνητική απόδοση έχει πλέον φτάσει στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων έξι μηνών, μετά τις μαζικές αγορές που οδηγούν σε αρνητικό έδαφος τις αποδόσεις όλο και μεγαλύτερου όγκου χρέους. Εχει αυξηθεί σημαντικά τους τρεις τελευταίους μήνες περίπου από τα επίπεδα των 12 τρισ. δολαρίων στα οποία βρισκόταν τον Μάιο και πλησιάζει όλο και περισσότερο το επίπεδο ρεκόρ των 18 τρισ. δολαρίων στα οποία βρισκόταν τον Δεκέμβριο, όπως προκύπτει από στοιχεία της Barclays. Εν ολίγοις, οι επενδυτές πληρώνουν για να δανείσουν όλο και περισσότερες χώρες για όλο και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Τη μεγαλύτερη υποχώρηση έχουν σημειώσει οι αποδόσεις των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου, αλλά σημαντικό όφελος αντλούν παράλληλα οι χώρες της Ευρωζώνης και η Ιαπωνία, οι δύο κυριότερες εστίες χρέους με αρνητικές αποδόσεις. Μέσα στην εβδομάδα τα δεκαετή ομόλογα της Ιαπωνίας υποχώρησαν σε αρνητικό πρόσημο για πρώτη φορά μετά τον Δεκέμβριο. Σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, με τη μεγαλύτερη οικονομία, τη Γερμανία, να ηγείται του ράλι, επωφελούνται τα μέγιστα και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, που δανείζεται με αρνητική απόδοση έως και για επτά έτη, όπως ακριβώς και η Ιταλία. Οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων της Γερμανίας έχουν υποχωρήσει στο -0,51%, καταγράφοντας το χαμηλότερο επίπεδο από τις αρχές Φεβρουαρίου, ενώ σε αρνητικό έδαφος βρίσκεται και η απόδοση του τριακονταετούς ομολόγου του γερμανικού δημοσίου. Εν ολίγοις, έχει αρνητική απόδοση το σύνολο του γερμανικού χρέους, που –όπως τονίζουν οι FT– αποτελεί σημείο αναφοράς για όλα τα κρατικά ομόλογα της Ευρωζώνης. Γι’ αυτό και συμπαρασύρει τις αποδόσεις του χρέους λιγότερο ασφαλών χωρών, όπως της Γαλλίας, για παράδειγμα, την οποία πληρώνουν οι επενδυτές για να τη δανείσουν μέχρι και για 12 έτη και της Ισπανίας μέχρι και για 9 έτη.
Η βρετανική εφημερίδα επισημαίνει πως διαψεύδονται έτσι οι προβλέψεις για μεγάλη πτώση των κρατικών ομολόγων συνεπεία της ανάκαμψης από την πανδημία.
Παραμένοντας σε πτωτική πορεία εδώ και πολλές εβδομάδες, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων έχουν καταλάβει εξ απήνης μερίδα των επενδυτών, που είχαν προεξοφλήσει πως η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας από την ύφεση της πανδημίας –και ιδιαιτέρως σε συνδυασμό με τον επιταχυνόμενο πληθωρισμό– θα προκαλούσε κύμα μαζικών πωλήσεων κρατικών ομολόγων, οδηγώντας σε άνοδο το κόστος δανεισμού πολλών χωρών. Η προθυμία των επενδυτών να υποστούν ζημία για να τοποθετήσουν τα χρήματά τους σε κρατικό χρέος αντανακλά μερικώς την ανησυχία για τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της μετάλλαξης «Δέλτα» στην ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας. Οπως, πάντως, επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές και διαχειριστές κεφαλαίων, οι αρνητικές αποδόσεις, που θεωρητικά κατατείνουν σε μια απαισιόδοξη εκτίμηση για το μέλλον της οικονομίας, μάλλον δεν αντανακλούν ακριβώς την οικονομική πραγματικότητα. Αποτελούν μάλλον παρεπόμενο της πολιτικής των κεντρικών τραπεζών και ειδικότερα των προγραμμάτων αγορών ομολόγων, που συμπιέζουν επιθετικά το κόστος δανεισμού των χωρών. Σημειωτέον ότι τον περασμένο μήνα η ΕΚΤ προχώρησε σε αγορές ομολόγων αξίας άνω των 80 δισ. ευρώ, που ήταν το επίπεδο των αγορών της τους προηγούμενους τρεις μήνες. Οπως επισημαίνει στη βρετανική εφημερίδα ο Αντουάν Μπουβέ, αναλυτής της ING, ο αντίκτυπος αυτών των αγορών ήταν εμφανής στις αποδόσεις του κρατικού χρέους των χωρών της Ευρωζώνης.