Oι διευθύνοντες σύμβουλοι των μεγάλων πολυεθνικών ανησυχούν για την άνοδο του πληθωρισμού, αλλά αυτοί ακριβώς που είναι υπεύθυνοι να διατηρηθούν οι τιμές υπό έλεγχο, δηλαδή οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών, δεν δείχνουν προβληματισμένοι. Ακόμα και αν τα στελέχη της Fed, της ΕΚΤ και όποιας άλλης διαφοροποιούνται ως προς το πόσο γρήγορα θα πρέπει να αποσύρουν τα προγράμματα στήριξης της οικονομίας, συμφωνούν σε ένα πράγμα, στο ότι η πρόσφατη άνοδος του πληθωρισμού δεν αποτελεί μείζον θέμα. Βέβαια, στις τελευταίες ανακοινώσεις αποτελεσμάτων υπάρχει συχνή αναφορά στη λέξη «πληθωρισμός» – είναι κατά 1.000% συχνότερη από πέρυσι στις εισηγμένες εταιρείες του δείκτη S&P 500 στις ΗΠΑ και κατά 400% για τις εισηγμένες στον ευρωπαϊκό δείκτη Stoxx 600, σύμφωνα με έρευνα της Bank of America. Το θέμα έγκειται στο ότι όταν οι διευθύνοντες σύμβουλοι μιλούν για πληθωρισμό εννοούν εντελώς διαφορετικά πράγματα από τους διοικητές των κεντρικών τραπεζών. Η λέξη «πληθωρισμός» μονοπώλησε το ενδιαφέρον στα έσοδα του δευτέρου τριμήνου, διότι όλες οι επιχειρήσεις ανεξαρτήτως μεγέθους δέχονται πιέσεις τιμών λόγω προβλημάτων στην τροφοδοτική αλυσίδα. Από τον βιομηχανικό κολοσσό της General Electric έως την αυτοκινητοβιομηχανία της Renault και τη φαρμακοβιομηχανία της Bayer, όλες οι επιχειρήσεις κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια να ενημερώσουν τους επενδυτές σχετικά με το τι κάνουν για να αντιμετωπίσουν τις σημαντικές αυξήσεις στις τιμές πρώτων υλών.
Από την πλευρά τους οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών δείχνουν πιο ήσυχοι, με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να το προβάλλει αυτό περισσότερο. Ο δείκτης αποτίμησης των πιέσεων των τιμών υπερβαίνει κατά πολύ τον επίσημο στόχο της και διαμορφώνεται στο 3,5%, το υψηλότερο 30 ετών, ενώ ο δείκτης τιμών καταναλωτή ανήλθε στο 4,5% τον Ιούνιο. Ο πρόεδρος της τράπεζας Ζερόμ Πάουελ δήλωσε τον Ιούλιο πως οι παράγοντες που συντείνουν στην άνοδο των τιμών δεν θα επαναλαμβάνονται εις το διηνεκές. Ανάλογο είναι και το μήνυμα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. «Ο πληθωρισμός έχει ενισχυθεί, αν και εκτιμούμε πως η άνοδος αυτή θα είναι ως επί το πλείστον παροδική», τόνισε η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ. Η απόσταση μεταξύ των δύο έχει να κάνει αφενός με το ότι οι διοικήσεις των επιχειρήσεων εστιάζουν στον δικό τους κλάδο και αφετέρου με το ότι οι επικεφαλής των κεντρικών τραπεζών ασχολούνται με την οικονομία εν συνόλω. Οι τεχνολογικές εταιρείες ισοδυναμούν με το 30% της κεφαλαιοποίησης του δείκτη MSCI ΗΠΑ, αλλά μόλις με το 10% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, όπως εκτιμά το Γραφείο Οικονομικής Ανάλυσης της χώρας. Και, αντιθέτως με την ευρέως διαδεδομένη άποψη, τα χρηματιστήρια δεν επέχουν σοβαρή θέση στην εγχώρια οικονομία ειδικά στην Ευρώπη, όπου οι εισηγμένες εταιρείες αποκομίζουν άνω του 50% εκτός συνόρων έναντι του 30% των αμερικανικών επιχειρήσεων.