Με τρεις «κλειδωμένες» ελαφρύνσεις για το 2022 αλλά και έναν κατάλογο κοστολογημένων μέτρων περαιτέρω μείωσης των φορολογικών βαρών σε περίπτωση που βρεθεί ο απαιτούμενος δημοσιονομικός χώρος, προετοιμάζει το οικονομικό επιτελείο το προσχέδιο του προϋπολογισμού της επόμενης χρονιάς.
Τις επόμενες εβδομάδες, θα πρέπει να ληφθούν οι πρώτες αποφάσεις για την οικονομική πολιτική του 2022, καθώς στις 11 Σεπτεμβρίου αναμένεται η ομιλία του πρωθυπουργού στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης, ενώ 20 ημέρες αργότερα, την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου, το προσχέδιο θα πρέπει να λάβει τελική μορφή για να κατατεθεί στη Βουλή.
Τα τρία σίγουρα
Η μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων από το 24% στο 22%, το «πάγωμα» της εισφοράς αλληλεγγύης για τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα και για το 2022, αλλά και η διατήρηση των μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες είναι τα τρία «κλειδωμένα» μέτρα που θα καταναλώσουν δημοσιονομικό χώρο της τάξεως των 2 δισ. ευρώ περίπου. Εν μέσω αυξημένης αβεβαιότητας για τις συνέπειες που μπορεί να προκαλέσει η πανδημία στην οικονομία και την επόμενη χρονιά, θα αναζητηθούν τα όποια περιθώρια για περαιτέρω παροχές. Και αυτό προκειμένου να σταλεί το μήνυμα στην αγορά ότι παρά τις αντιξοότητες από την πανδημία και τις φυσικές καταστροφές, μπορεί να συνεχιστεί το πρόγραμμα μείωσης των φόρων.
Τα δύο υπό συζήτηση
Δύο είναι τα μέτρα που θα νομοθετηθούν αν υπάρξουν οι δημοσιονομικές προϋποθέσεις. Το πρώτο έχει να κάνει με την πλήρη κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για όλους τους φορολογουμένους, μέτρο που αντιμετωπίζεται ως αναπτυξιακό καθώς επιφέρει άμεση αύξηση καθαρού εισοδήματος σε όλους τους δημοσίους υπαλλήλους αλλά και στους συνταξιούχους, οι οποίοι εμφανίζουν ατομικές αποδοχές άνω των 12.000 ευρώ τον χρόνο. Το δεύτερο μέτρο έχει να κάνει με τη μείωση των συντελεστών υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ και του συμπληρωματικού φόρου. Η κατάθεση νομοσχεδίου που θα προβλέπει νέους συντελεστές, είναι δεδομένη. Σε πολύ μεγάλο βαθμό, η μείωση των συντελεστών θα είναι αυτοχρηματοδοτούμενη με τα πρόσθετα έσοδα που θα προκύψουν το 2022 από την ενεργοποίηση των νέων αντικειμενικών αξιών. Σε ενδεχόμενο ύπαρξης περισσότερου δημοσιονομικού χώρου, θα εξεταστεί η πιθανότητα γενναίας μείωσης του συμπληρωματικού φόρου ακινήτων. Είναι ένα μέτρο που συνδέεται με την εξαγγελία της κυβέρνησης –ενταγμένη στο προεκλογικό της πρόγραμμα– για απόδοση των εσόδων του ΕΝΦΙΑ στην τοπική αυτοδιοίκηση. Η σταδιακή μείωση του συμπληρωματικού φόρου με τελικό στόχο την πλήρη κατάργησή του, θα διευκολύνει την υλοποίηση και αυτής της εξαγγελίας.
Αποφυγή ελλείμματος
Προτάσεις για περαιτέρω μειώσεις φορολογικών βαρών υπάρχουν στα συρτάρια του οικονομικού επιτελείου, οι οποίες μάλιστα έχουν κοστολογηθεί. Το ζητούμενο βέβαια είναι να «κλειδώσει» ο στόχος του πρωτογενούς αποτελέσματος για την επόμενη χρονιά, προκειμένου να μετρηθεί ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος. Το 2022 δεν υπάρχει ορισμένος στόχος καθώς, λόγω πανδημίας, παραμένει σε ισχύ και για του χρόνου η λεγόμενη «ρήτρα διαφυγής». Η κυβέρνηση ωστόσο θέλει να κλείσει τα πρωτογενή ελλείμματα, ώστε να είναι ευκολότερη η επιστροφή σε «εύλογα» πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023 και μετά (σ.σ. της τάξεως του 2,2% ή και παραπάνω).
Πρόσθετα έσοδα
Οι μειώσεις φόρων που έχουν εξαγγελθεί (εισφορά αλληλεγγύης ιδιωτικού τομέα, ασφαλιστικές εισφορές, και συντελεστής επιχειρήσεων) έχουν ήδη προβλεφθεί στο μεσοπρόθεσμο, το οποίο προβλέπει οριακό έλλειμμα για την επόμενη χρονιά. Η καλύτερη του αναμενομένου ανάπτυξη για φέτος (άνω του 3,6%), η μεγαλύτερη εισπραξιμότητα φόρων λόγω και των μέτρων που θα ληφθούν (σ.σ. κίνητρα για ηλεκτρονικές συναλλαγές, διασυνδέσεις ταμειακών μηχανών κ.ά.) μπορούν να εξασφαλίσουν πρόσθετα έσοδα. Αν κάτι τέτοιο εκτιμηθεί ως εφικτό, θα διερευνηθεί το ενδεχόμενο να γίνουν πρόσθετες εξαγγελίες όπως:
1. Η γενικευμένη κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης. Κοστίζει περίπου 800 εκατ. ευρώ επιπλέον και έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των καθαρών αποδοχών δημοσίων υπαλλήλων και συνταξιούχων. Για ατομικό εισόδημα 20.000 ευρώ, προκύπτει αύξηση 176 ευρώ και για 25.000 ευρώ, 426 ευρώ. Περίπου στα 66 ευρώ είναι το όφελος για συνταξιούχο με ετήσιες αποδοχές 15.000 ευρώ. Μεγαλύτερα είναι τα οφέλη για εργαζόμενο με δύο πηγές εισοδήματος. Δημόσιος υπάλληλος με αποδοχές 25.000 ευρώ από μισθούς και 8.000 ευρώ από ενοίκια, επιβαρυνόταν μέχρι το 2020 με 576 ευρώ και από το 2022 δεν θα πληρώνει τίποτα.
2. Η μερική ή ολική κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου ακινήτου. Η δημοσιονομική απόδοση του φόρου κατοχής που επιβάλλεται σε όσους έχουν ατομική περιουσία άνω των 250.000 ευρώ είναι 358 εκατ. ευρώ (σ.σ. άλλα 272 εκατ. ευρώ δίνουν οι επιχειρήσεις που δεν έχουν το «αφορολόγητο» των 250.000 ευρώ). Η κατάργηση συμπληρωματικού φόρου δεν είναι ένα μέτρο ευρείας απήχησης καθώς αφορά μόλις μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ιδιοκτήτες από το σύνολο των επτά εκατομμυρίων. Ωστόσο, θεωρείται ότι μπορεί να δώσει ώθηση στις αγοραπωλησίες ακινήτων καθώς θα άρει ένα σημαντικό αντικίνητρο που είναι ο φόρος φορολόγησης σε περίπτωση συγκέντρωσης μεγαλύτερης ακίνητης περιουσίας. Η ενεργοποίηση των νέων αντικειμενικών αξιών θα δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο. Ωστόσο, θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί και η πρόσθετη μείωση των μειωτικών συντελεστών του ΕΝΦΙΑ κατά οκτώ ποσοστιαίες μονάδες, ώστε να υλοποιηθεί η προεκλογική δέσμευση για αθροιστική μείωση 30%.
3. Η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος. Εχει σχετικά περιορισμένο δημοσιονομικό κόστος και ωφελεί το σύνολο των αυτοαπασχολουμένων και των ελεύθερων επαγγελματιών με ποσά που ξεκινούν από τα 650 ευρώ και εκτινάσσονται και πάνω από τα 1.250 ευρώ για επαγγελματίες με υποκαταστήματα. Το ερώτημα που θα απασχολήσει την κυβέρνηση, είναι το αν θα πρέπει από τώρα να διατεθεί δημοσιονομικός χώρος για τους αυτοαπασχολούμενους, οι οποίοι ναι μεν επλήγησαν από την πανδημία αλλά από την άλλη έχουν ωφεληθεί και από τη θέσπιση του συντελεστή 9% για τα πρώτα 10.000 ευρώ των κερδών, αλλά και από την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης όπως και την ενεργοποίηση νέας φορολογικής κλίμακας (σ.σ. για πρώτη φορά από τη φετινή εκκαθάριση).
4. Οι μειώσεις των έμμεσων φόρων με έμφαση στον υψηλό συντελεστή του ΦΠΑ (24%) έχει επίσης εξαγγελθεί προεκλογικά από την κυβέρνηση. Ωστόσο, το μέτρο έχει σημαντικό δημοσιονομικό κόστος και αμφίβολο αποτέλεσμα σε αυτή τη φάση όσον αφορά την ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά, καθώς υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος οι μειώσεις των φόρων να μη μεταφερθούν αυτομάτως στις τελικές τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών.
Υψηλό το κόστος της διατήρησης των κεκτημένων του 2021
Τα «δεδομένα» φορολογικά μέτρα του 2022 έχουν το εξής χαρακτηριστικό: ενώ προκαλούν δημοσιονομικό κόστος, δεν επιφέρουν ουσιαστική αύξηση ρευστότητας στην αγορά ώστε να τονωθεί περαιτέρω η ζήτηση. Εκατομμύρια απασχολούμενοι στον ιδιωτικό τομέα είτε δεν θα δουν καμία διαφορά στις αποδοχές τους είτε θα έχουν μια μικρή ελάφρυνση. Οι ιδιοκτήτες ακινήτων θα εκμεταλλευτούν τις μειώσεις στους συντελεστές του ΕΝΦΙΑ για να υπερκαλύψουν τις επιβαρύνσεις που θα προκαλέσει η ενεργοποίηση των νέων αντικειμενικών αξιών. Τα όποια οφέλη από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών έχουν ήδη αποτυπωθεί από φέτος στους καθαρούς μισθούς των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα.
Οσο για τις επιχειρήσεις, ο μειωμένος συντελεστής του 22% θα εφαρμοστεί επί μεγαλύτερης «ποσότητας» κερδών (σ.σ. για τη χρήση του 2021 οι περισσότερες εταιρείες θα δηλώσουν περισσότερα κέρδη συγκριτικά με τη χρήση του 2020, καθώς το 2021 έχει μικρότερη καραντίνα σε σχέση με το 2020 και περισσότερα έσοδα), ενώ μεγαλύτερος θα είναι και ο συντελεστής υπολογισμού της προκαταβολής φόρου (80% αντί για 70%). Ο συνδυασμός αυτός θα έχει ως αποτέλεσμα οι περισσότερες επιχειρήσεις να πληρώσουν περισσότερα το 2022 σε σχέση με το 2021, κάτι που θα αποτυπωθεί και στον προϋπολογισμό με τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων να εκτιμάται ότι θα αποδώσει περισσότερα του χρόνου από ό,τι φέτος.
Γιατί όμως προκαλείται δημοσιονομικό κόστος στον προϋπολογισμό από τη στιγμή που δεν προκύπτει πρόσθετο όφελος για τους φορολογουμένους μέσα στο επόμενο έτος; Διότι η διατήρηση των κεκτημένων από την πλευρά των φορολογουμένων δημιουργεί κόστος. Αν ο κρατικός προϋπολογισμός δεν αναλάμβανε αυτό το κόστος, σχεδόν το σύνολο των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα (σ.σ. τουλάχιστον οι έχοντες μισθό άνω των 900-1.000 ευρώ τον μήνα) θα είχε μείωση αποδοχών από το νέο έτος και εξαιτίας της αύξησης των κρατήσεων για τις ασφαλιστικές εισφορές και λόγω της επαναφοράς της εισφοράς αλληλεγγύης. Εκατοντάδες χιλιάδες αυτοαπασχολούμενοι θα παραλάμβαναν και αυτοί ένα σαφώς πιο βαρύ εκκαθαριστικό το 2022 συγκριτικά με το 2021. Το εκκαθαριστικό του ΕΝΦΙΑ θα ήταν… ασήκωτο ειδικά για τους ιδιοκτήτες ακινήτων στο λεκανοπέδιο της Αττικής, ενώ σαφώς περισσότερο φόρο θα έπρεπε να καταβάλλουν και οι επιχειρήσεις.
Πρακτικά, διατίθεται δημοσιονομικός χώρος περίπου 2 δισ. ευρώ μόνο και μόνο για να αποτραπούν μειώσεις εισοδημάτων το 2022 σε σχέση με το 2021. Είναι 800 εκατ. ευρώ για τη διατήρηση των μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών, άλλα τόσα για τη διατήρηση του «παγώματος» στην εισφορά αλληλεγγύης, και συνολικά 900 εκατ. ευρώ για τη μείωση των συντελεστών του ΕΝΦΙΑ και του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων. Καθαρή τόνωση της ζήτησης μέσω της φορολογικής πολιτικής θα υπάρξει μόνο αν χρηματοδοτηθούν περαιτέρω μειώσεις φορολογικών συντελεστών. Μόνο η πλήρης και οριστική κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για το σύνολο των πολιτών της χώρας –δηλαδή και για τους συνταξιούχους αλλά και τους δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι σήμερα εξαιρούνται– μπορεί να αυξήσει το διαθέσιμο εισόδημα κατά τουλάχιστον 800 εκατ. ευρώ, ποσό που από μόνο του φτάνει να αντιστοιχεί στο 0,4% του εκτιμώμενου για το 2021 ΑΕΠ.