Από κόσκινο θα περνούν οι ελεγκτές της ΑΑΔΕ κάθε ληξιπρόθεσμη οφειλή, πριν χαρακτηριστεί ανεπίδεκτη προς είσπραξη και διαγραφεί οριστικά από τα αρχεία της εφορίας.
Σύμφωνα με τις νέες οδηγίες του διοικητή της ΑΑΔΕ, θα ελέγχεται εξονυχιστικά το προφίλ του φορολογουμένου και η οφειλή του θα διαγράφεται μόνο όταν θα έχει αποκλειστεί κάθε πιθανότητα να την εξοφλήσει, είτε με εισοδήματα είτε με άλλα περιουσιακά στοιχεία.
Σημειώνεται πως το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών ανέρχεται σε 109,015 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 24,8 δισ. ευρώ θεωρούνται ανεπίδεκτα είσπραξης. Συγκεκριμένα, με βάση τις οδηγίες Πιτσιλή:
1. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους, χαρακτηρίζονται ανεπίδεκτες είσπραξης εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:
– Εχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της φορολογικής διοίκησης και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων ή απαιτήσεων αυτών έναντι τρίτων. Επίσης διαπιστώθηκε ότι δεν εκποίησαν περιουσιακά τους στοιχεία με δόλιο τρόπο ώστε να ακυρωθεί η εκποίηση.
– Εχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης ή δεν είναι δυνατή η υποβολή της.
– Εχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας φορολογικής ή τελωνειακής αρχής, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων περιπτώσεων και ότι είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών.
Προκειμένου για εταιρείες που τελούν υπό κρατικό έλεγχο ή τους ασκείται κρατική εποπτεία και οι οποίες τελούν υπό εκκαθάριση ή πτώχευση, απαιτείται η αναγγελία του Δημοσίου στις ανωτέρω διαδικασίες εκκαθάρισης ή πτώχευσης.
2. Οι πράξεις του χαρακτηρισμού των επιδεκτικών ή ανεπίδεκτων είσπραξης και της καταχώρισης των απαιτήσεων σε ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης γίνονται με απόφαση του διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.
3. Από την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα 10 ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση:
α) Αναστέλλεται αυτοδικαίως η παραγραφή της.
β) Δεν χορηγείται στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία ούτε άλλο νομίμως προβλεπόμενο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εκτός εάν πρόκειται για είσπραξη χρημάτων ή εκποίηση περιουσιακών στοιχείων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του Δημοσίου.
γ) Δεσμεύονται στο σύνολό τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί και το περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα των παραπάνω προσώπων.
Το Δημόσιο διατηρεί ακέραιο το δικαίωμά του για την είσπραξη της οφειλής ή συμψηφισμό και μετά την καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης.
4. Οφειλή που έχει καταχωριστεί ως ανεπίδεκτη είσπραξης επαναχαρακτηρίζεται εισπράξιμη, εάν πριν από την παραγραφή της διαπιστωθεί ότι υπάρχει δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησής της είτε από τον οφειλέτη είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο.
Πριν από τη 10ετία
Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους που έχουν χαρακτηριστεί ανεπίδεκτες είσπραξης δύνανται να κριθούν διαγραπτέες και να διαγραφούν και πριν από την παρέλευση της 10ετίας, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α. Εχουν ολοκληρωθεί οι προβλεπόμενες ενέργειες για τον χαρακτηρισμό τους ως ανεπίδεκτων είσπραξης.
β. Εχουν ολοκληρωθεί οι σχετικές ενέργειες για την ανταλλαγή των πληροφοριών και των διαδικασιών αναγκαστικής είσπραξης για τα κράτη με τα οποία υφίστανται αντίστοιχες συμφωνίες.
γ. Εχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες στην αλλοδαπή και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή απαιτήσεων αυτού έναντι τρίτων.
δ. Εχει ολοκληρωθεί η ποινική διαδικασία εις βάρος των οφειλετών.
Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο που δεν έχουν χαρακτηριστεί ανεπίδεκτες είσπραξης μπορούν να διαγραφούν όταν αφορούν:
α. Οφειλές αποβιωσάντων που δεν καταλείπουν οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και των οποίων οι κληρονόμοι αποποιήθηκαν την επαχθείσα κληρονομιά.
β. Οφειλές ανά φορολογούμενο μικρότερες του ποσού του εκάστοτε ελάχιστου ποσού φόρου, από την καταβολή του οποίου απαλλάσσεται ο φορολογούμενος.